ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΕΙΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ΣΤΟ:

iliochori@gmail.com


24 Ιουλ 2011

Πραγματοποιήθηκε σήμερα ο 1ος Μαραθώνιος ορεινού τρεξίματος στο Ζαγόρι

Πραγματοποιήθηκε σήμερα ο 1ος Μαραθώνιος ορεινού τρεξίματος στο Ζαγόρι με τη συμμετοχή 250 περίπου αθλητριών και αθλητών, όλων των ηλικιών αλλά και όλων των δυνατοτήτων. Οι αθλητές και αθλήτριες από την Ελλάδα αλλά και από άλλα κράτη, που συμμετείχαν ήταν και υψηλού επιπέδου αλλά και απλοί περιπατητές με καλή φυσική κατάσταση. 
Πραγματοποιήθηκαν δύο διαδρομές εκ των οποίων η μία 42 χιλιομέτρων με αφετηρία το γεφύρι του Νούτσου ή Κόκκορου και η άλλη 10 χιλιομέτρων με αφετηρία το γεφύρι του Καπετάν Αρκούδα. 
Και οι δύο διαδρομές είχαν τερματισμό στο χωριό Καπέσοβο. Οι αθλητές που συμμετείχαν στη μεγάλη διαδρομή διέσχισαν τον Φαράγγι του Βίκου, ανέβηκαν στο Πάπιγκο, την Αστράκα, κατέβηκαν στη Μπελόη και το Βραδέτο και αφού διήλθαν από τη Σκάλα του Βραδέτου, τερμάτισαν στο Καπέσοβο.
Οι συμμετέχοντες και στις δύο διαδρομές απόλαυσαν τα απείρου φυσικού κάλους τοπία του Ζαγορίου και ήταν κατενθουσιασμένοι από τη συμμμετοχή τους στον αγώνα.
Πρόκειται για έναν αγώνα που σίγουρα θα καθιερωθεί ως αθλητικό γεγονός και τα επόμενα χρόνια θα έχει πολύ μεγαλύτερη συμμετοχή.
Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στους εμπνευστές του Μαραθωνίου, στο Δήμο Ζαγορίου που τον διοργάνωσε αλλά και σε όσους συνετέλεσαν στην άψογη αυτή διοργάνωση.
Ακολουθούν φωτογραφίες με στιγμιότυπα και από τις δύο διαδρομές.








23 Ιουλ 2011

Από τα κονάκια στα αρχοντικά του Ζαγορίου

Αποπειρώμαι μια αναδρομή στην εξέλιξη των Σαρακατσαναίων με λίγα ονόματα που επηρέασαν την κατάσταση για να ξέρουν οι νεότεροι λίγα απ’ την ιστορία τους. Η εμφάνιση Σαρακατσαναίων στο Ζαγόρι πραγματοποιήθηκε από το 1917 έως το 1920 και κατά έκφραση του Τσεπελοβίτη, Δ/ντη Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος, Αχιλλέα Βάντζιου «κατέβηκαν οι Δωριείς». Πράγματι ήταν μια κατηγορία Ελλήνων σκληροτράχηλων, «κλεισμένων» στη στάνη, μακριά απ’ τα χωριά και κατοικούσαν στα κονάκια στους πρόποδες των βουνών κοντά στα κοπάδια τους, όπου δημιουργούσαν κοινωνική ζωή μεταξύ τους αλλά και με άλλες στάνες που απείχαν 2-5 ώρες η μία από την άλλη. Στα χωριά κατέβαιναν μόνο οι Τσελιγκάδες για τις ανάγκες τους και περνούσαν τις ώρες τους στα καφενεία των χωριών. Τα παιδιά και οι γυναίκες δεν κατέβαιναν στα χωριά. Γι’ αυτό σιγά-σιγά πολλά τσελιγκάτα ίδρυσαν και σχολεία στις στάνες για να μαθαίνουν λίγα κολυβογράμματα τα παιδιά. Μέσα σε αυτή την απομόνωση υπήρχαν και προοδευτικά μυαλά που σκέφτηκαν ότι η κάθοδος στα χωριά ήταν απαραίτητη για την κοινωνικοποίηση των «περήφανων» και ατίθασων Σαρακατσαναίων. Από όσα μου είπε ο Σπύρος Τσουμάνης, 93 χρονών, απ’ το Τσεπέλοβο στα πρώτα χωριά που εγκαταστάθηκαν Σαρακατσαναίοι ήταν το Τσεπέλοβο, το Κουκούλι, το Βραδέτο, το Πάπιγκο και αργότερα το Σκαμνέλι και τα άλλα χωριά. Στο Τσεπέλοβο του 1919 ο Μιχάλης Τσουμάνης αγόρασε δυο αρχοντικά, γιατί είχε οικονομική ευχέρεια που του έδιναν τα 2000 πρόβατά του. Σύντομα αγόρασαν σπίτια ο Παύλος Γιαννάκης, ο Ηλίας Βαγγέλης, ο Νίκο Φερεντίνος και αργότερα ο Γρηγόρης Κουμπής. Οι Τσεπελοβίτες τους δέχτηκαν με κάποια επιφύλαξη και δεν τους αναγνώρισαν ποτέ το δικαίωμα της ισοπολιτείας, ούτε τους έγραψαν στα δημοτολόγια της κοινότητας. Ήταν γι’ αυτούς «βλάχοι» παρότι οικονομικά βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση λόγω των κοπαδιών τους. Στο Τσεπέλοβο για να εξισωθούν οι Σαρακατσάνοι με τους Ζαγορίσιους, εκτός από την εγγραφή τους στα δημοτολόγια που έγινε πριν το 1940, έπρεπε να έρθει το 1961 που για πρώτη φορά στο χωριό έγινε πρόεδρος Σαρακατσάνος ο Β. Τσουμάνης και αργότερα ο Π. Τσουμάνης, ο Χρ. Βαγγέλης και τελευταία ο Θεόδωρος Τσουμάνης, ο οποίος διετέλεσε και Δήμαρχος Τύμφης με επιτυχία.
Η επικράτηση των Σαρακατσαναίων
Στο Κουκούλι και στο Βραδέτο η ενσωμάτωση ήταν καταλυτική. Επικράτησαν ολοσχερώς οι Σαρακατσαναίοι. Στο Πάπιγκο η παρουσία των Σαρακατσαναίων ήταν συναινετική και μόνο στο Σκαμνέλι χρειάζεται αγώνας δεκαετιών για να δεχτούν οι Ζαγορίσιοι τηννομοτέλεια της ιστορίας ότι κάποτε στις κοινωνίες γίνονται ανακατατάξεις. Μόνο στο Καπέσοβο οι γραμματοδιδάσκαλοι αρνήθηκαν την εγκατάσταση των Σαρακατσαναίων στο χωριό και σήμερα, όπως ομολογούν οι ίδιοι, ήταν λάθος τους, γιατί τώρα σχεδόν «λαλούν κουκουβάγιες», λόγω ερήμωσης του χωριού. Και τώρα το 2010 που ο ενιαιοποιημένος Δήμος με το σχέδιο Καλλικράτης, που περιλαμβάνει και τα 46 χωριά του Ζαγορίου, διεκδικήθηκε, και από ένα Σαρακατσάνο, τον αρχιτέκτονα μηχανικό από το Πάπιγκο Λεωνίδα Τσουμάνη. «Οποία» εξέλιξη. Για να φτάσουν τα πράγματα εδώ βοήθησε η καταξίωση πολλών Σαρακατσαναίων στα γράμματα. Η σταδιοδρομία του Γιώργου Τσουμάνη, ως αξιωματικού, του Ηλία Τσουμάνη ως πολιτικού μηχανικού και του Τρύφωνα Τσουμάνη ως δικηγόρου από το Βραδέτο προέβαλαν το συνάφι.
Ο Γιώργος Τσουμάνης ως συμβολαιογράφος, ο Βασίλης Τσουμάνης ως γιατρός και ο Χρήστος Τσουμάνης ως δάσκαλος, όλοι από το Κουκούλι, ήταν καταξιωμένα άτομα. Μεταπολεμικά τώρα, ξεκινώντας από τα γίδια και τα πρόβατα, με χίλιες στερήσεις, διέπρεψαν στο Γυμνάσιο Αρρένων Ιωαννίνων ο Λάκης Τσουμάνης, ο Νίκος Πάσχος και ο Βαγγέλης Δελημήτρος. Επίσης και ο Άρης Τσουμάνης στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων.
Στη συνέχεια ο Λευτέρης Καζούκας τελειώνει την Αν. Βιομηχανική Σχολή, ο Κώστας Βαγγελής και ο Ηλίας Καζούκας γίνονται αξιωματικοί, ο Κώστας Τσουμάνης από το Βραδέτο πολιτικός μηχανικός, ο Ανδρέας Τσουμάνης και ο Κώστας Χαρίσης σταδιοδρομούν στη Στατιστική Υπηρεσία, ο Κωστούλας Τσουμάνης πετυχαίνει στην Εθνική Τράπεζα και ο Γιώργος Φερεντίνος στο Ι.Κ.Α., ο Μιχάλης Κουμπής γίνεται αξιωματικός της Αστυνομίας, ο Ευρ. Μακρής εξελίσσεται ως δάσκαλος και ο Κοσμάς Φερεντίνος γίνεται επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Αν κάποιοι μου διέφυγαν ζητώ συγνώμη.
Μετά την ίδρυση του γυμνασίου Τσεπελόβου η πρόσβαση στα γράμματα ήταν ευκολότερη καθώς εφαρμόστηκαν και οι Πανελλήνιες εξετάσεις και ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Πολλά παιδιά Σαρακατσανόπουλα μπήκαν στο στίβο των γραμμάτων και ανελίχθηκαν. Ενδεικτικά αναφέρω τον Κώστα Πάσχο, τη Μαίρη Τσουμάνη, Βασιλική Γιαννάκη, Γιώργο και Γιάννη Τσουμάνη, Γιώργο Καπρινιώτη, Παναγιώτη Μπαλατσό, φιλολόγους. Τον Τάκη Γιαννάκη ουρολόγο και νυν καθηγητή της Ιατρικής Σχολής Ιωαννίνων, τον Γιάννη Φερεντίνο οφθαλμίατρο, τον Νίκο Φερεντίνο τον Χρήστο Τσουμάνη και το Λάμπρο Φερεντίνο καθηγητές. Τον Κώστα Τσάκα υπάλληλο του ΟΤΕ, τον Τάκη Τσουμάνη υπάλληλο της ΔΕΗ, τους αξιωματικούς Παπιγκιώτη Δήμητριο, Παύλο και Άλκη Τσουμάνη, Βαγγέλη Κουμπή, Μήτσιο Πάσχο και Αριστείδη Τσουμάνη. Τη Χρυσάνθη Ζήγου και τους καθηγητές Κατερίνα Ζήγου, Ελένη Μυριούνη, Λένα Τσουμάνη και Χρήστο Τάγκα, τον υπομηχανικό Άρη Τάγκα και τους πολιτικούς μηχανικούς Δημήτρη Τάγκα από του Κουκούλι και Δημήτρη Τσουμάνη νυν βουλευτή Πρέβεζας και τα αδέρφια Τάσος και Ευαγόρας Τσουμάνης, Δασολόγος και Αξιωματικός Πυροσβεστικής αντίστοιχα. Πολλοί Σαρακατσαναίοι πέτυχαν στο εμπόριο, επαγγελματίες, καταστηματάρχες συμβάλλοντας στην αναβάθμιση του συναφιού.
Στην ενσωμάτωση των Σαρακατσαναίων βοήθησε και η επιμειξία με τους Ζαγορίσιους. Πολλές Σαρακατσάνες παντρεύτηκαν Ζαγορίσιους και λίγες Ζαγορίσιες Σαρακατσάνους, γιατί δεν τα έβρισκαν οι «πολιτισμένες» Ζαγορίσιες με τους αυταρχικούς Σαρακατσάνους.
Οι νέες γενιές απαλλαγμένες από τις αντιπαλότητες του παρελθόντος ενωμένοι αγωνίζονται για την ανάπτυξη του Ζαγοριού σε όλους τους τομείς με βάση τον τουρισμό ώστε να αποκτήσει αίγλη η περιοχή, όπως είχε τα παλιότερα χρόνια, και να γίνει πόλος έλξης για όλη την Ελλάδα και για πολλές χώρες της Ευρώπης.
Λάκης Τσουμάνης
Συνταξιούχος Δάσκαλος

ΠΗΓΗ:  www.agon.gr

Πολιτιστική εκδήλωση στο Καβαλλάρι Ζαγορίου


Όπως πληροφορήθηκα, την Κυριακή 24-7-2011 και ώρα 11.00΄ ο Μορφωτικός και Εκπολιτιστικός Σύλλογος  Καβαλλαριτών Ζαγορίου «Η Αγία Τριάς» διοργανώνει πολιτιστική εκδήλωση στην πλατεία του Καβαλλαρίου με θέμα «Η επιστήμη στην υπηρεσία του ανθρώπου».
Στην εκδήλωση θα μιλήσει ο Πρόεδρος του Συλλόγου Δημήτρης Θάνος, εκπαιδευτικός ενώ θα απευθύνει χαιρετισμό και ο Δήμαρχος Ζαγορίου Γαβριήλ Παπαναστασίου. Παράλληλα θα τιμηθεί η επιστήμων Μαργαρίτα Τζαφλίδου, καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, η οποία κατάγεται από τους Φραγκάδες Ζαγορίου.
Η εκδήλωση θα ολοκληρωθεί με παραδοσιακούς χορούς που θα παρουσιάσει ο Λαογραφικός όμιλος Αγρινίου «Οι Μερακλήδες» με την ορχήστρα του Λευτέρη Σαρρέα.
Την παρουσίαση του προγράμματος θα κάνει η φιλόλογος Πηνελόπη Θάνου.

Ζαγόρι-1ος Μαραθώνιος Αγώνας Ορεινού Τρεξίματος

Στις 7 το πρωί, από τη Γέφυρα Κόκκορη του Δήμου Ζαγορίου, θα δοθεί την Κυριακή 24 Ιουλίου η εκκίνηση του 1ου Μαραθωνίου Αγώνα Ορεινού Τρεξίματος. Οι σταθμοί απ’ τους οποίους θα περάσουν οι αθλητές είναι Εκβολές Μεζαριάς, Κλήμα, Πηγές Βοϊδομάτη, Μικρό Πάπιγκο, Ενδιάμεσο Καταφύγιο, Λίμνη Ρομπόζι, Αυγερινός, Βραδέτο. Ο τερματισμός της διαδρομής θα γίνει στην Πασχάλειο Σχολή Καπεσόβου, όπου μετά τις 12 το μεσημέρι θα αρχίσει η υποδοχή των επισκεπτών. Στις  5 το απόγευμα θα απονεμηθούν τα βραβεία στους νικητές.

22 Ιουλ 2011

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΖΑΓΟΡΙ

Ταξιδεύουμε στο Δυτικό Ζαγόρι, τόπο με αυθεντική ηπειρώτικη αρχιτεκτονική και εξαίρετο φυσικό ανάγλυφο.
Παραδοσιακά χωριά, χτισμένα στην περιοχή των ορεινών συγκροτημάτων της Τύμφης, της Πίνδου και του Μιτσικελίου, τα Ζαγοροχώρια αποτελούν τόπο ιδανικό για περιπατητές και φυσιολάτρες. Η περιήγησή μας επικεντρώθηκε στο Δυτικό Ζαγόρι, που απλώνεται δυτικά της Τύμφης, ενός από τα ψηλότερα (κορυφή Γκαμήλα, υψόμετρο 2.497) και επιβλητικότερα βουνά της χώρας μας. Επιθυμία μας ήταν να γνωρίσουμε το μοναδικό φυσικό ανάγλυφο της περιοχής (εθνικός δρυμός Βίκου – Αώου, φαράγγι Βίκου, κορυφή Αστράκα, ποταμός Βοϊδομάτης), τα γραφικά μονοπάτια, τις ενδιαφέρουσες περιπατητικές διαδρομές, τα παραδοσιακά σπίτια και αρχοντικά.
Η Βίτσα, από όπου κατάγονταν σημαντικοί ευεργέτες και άνθρωποι των γραμμάτων, ήταν το πρώτο χωριό που επισκεφθήκαμε. Πετρόχτιστα αρχοντικά και σπίτια αυθεντικής ηπειρώτικης αρχιτεκτονικής, γραφικά λιθόστρωτα καλντερίμια, η Βριζοπούλειος Σχολή, οι παλαιές εκκλησίες (Άγιος Νικόλαος, Άγιος Γεώργιος – Ταξιάρχες, Κοίμηση Θεοτόκου), η πλατεία της Κάτω Βίτσας, η σκάλα της Βίτσας (τμήμα του μονοπατιού που οδηγεί από την Κάτω Βίτσα στο γεφύρι του Μίσιου) και το δίτοξο γεφύρι του Μίσιου (το έχτισε το 1748 ο άρχοντας Αλέξιος Μίσιος στο φαράγγι του Βίκου), ο αρχαιολογικός χώρος της περιοχής (στη διαδρομή προς το Μονοδένδρι) συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον μας.
 
Στο Μονοδένδρι, αντιπροσωπευτικό παραδοσιακό χωριό του Ζαγορίου με πετρόχτιστα κτίρια και γραφικά καλντερίμια, επισκεφθήκαμε τις εκκλησίες του Αγίου Μηνά (αρχές 17ου αι.) και του Αγίου Αθανασίου (1804), το σπίτι των αδελφών Ριζάρη, το κτίριο της Ριζαρείου Σχολής, το Ριζάρειο Χειροτεχνικό Κέντρο και το Ριζάρειο Εκθεσιακό Κέντρο. Επίσης, τη βυζαντινή μονή της Αγίας Παρασκευής, σε ορθοπλαγιά του φαραγγιού του Βίκου, τη μονή του Προφήτη Ηλία και τη θέση «Οξυά», από όπου απολαύσαμε τη συγκλονιστική θέα στο φαράγγι του Βίκου.
Καλοδιατηρημένα σπίτια και αρχοντικά, τη μονή της Ευαγγελίστριας (τέλη 18ου αι.) και την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου (τέλη 18ου αι.) συναντήσαμε στα Άνω Πεδινά, χωριό που γνώρισε περίοδο ακμής στο β’ μισό του 19ου αι., όταν είχε Ελληνικό Σχολείο, αλληλοδιδακτικό και παρθεναγωγείο. Στα Κάτω Πεδινά την προσοχή μας τράβηξαν οι εκκλησίες του Αγίου Αθανασίου και των Ταξιαρχών (1591), το κτίριο του παρθεναγωγείου (1910), τα πέτρινα αλώνια της περιοχής, μνημείο λαϊκής αρχιτεκτονικής της Προβιομηχανικής Εποχής, και το ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου Καλυβίων (15ος αι.).
Ο όμορφος Ελαφότοπος με τις αξιόλογες εκκλησίες (Κοίμηση Θεοτόκου, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Γεώργιος), τη λαογραφική συλλογή, τα περίτεχνα καλντερίμια, τις ξερολιθιές και τις παλαιές βρύσες ήταν ο επόμενος σταθμός μας.
Η περιήγησή μας στο βόρειο τμήμα του Δυτικού Ζαγορίου ξεκίνησε από την Αρίστη, χωριό με παραδοσιακό ηπειρώτικο χρώμα και θέα στο εξαίρετο φυσικό ανάγλυφο της περιοχής. Μεταξύ άλλων, στα αξιοθέατα της Αρίστης συγκαταλέγονται οι εκκλησίες της Κοίμησης της Θεοτόκου (1767) και του Αγίου Αθανασίου, η κοιλάδα του Βοϊδομάτη, η μονή της Παναγίας της Σπηλαιώτισσας, η γέφυρα του Βοϊδομάτη και τα «Καγκέλια», φιδωτό τμήμα της διαδρομής από τη γέφυρα του Βοϊδομάτη προς το Πάπιγκο.
Στο Βίκο, χωριό χτισμένο εντός των ορίων του εθνικού δρυμού Βίκου – Αώου, είδαμε την εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα, τις πηγές του Βοϊδομάτη στο φαράγγι του Βίκου και την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Το οδοιπορικό μας στο Δυτικό Ζαγόρι ολοκληρώθηκε με την επίσκεψή μας στο Πάπιγκο και το Μικρό Πάπιγκο. Εδώ τα εξαίρετης αρχιτεκτονικής πετρόχτιστα σπίτια και αρχοντικά, οι περίτεχνες αυλόπορτες και οι λουλουδιασμένες αυλές, οι εκκλησίες (Άγιος Βλάσιος, Αγία Παρασκευή, Άγιοι Απόστολοι και Αγία Κυριακή στο Πάπιγκο, Ταξιάρχες στο Μικρό Πάπιγκο), τα γραφικά καλντερίμια και οι βρύσες συνθέτουν μια μαγευτική εικόνα. Από τα στολίδια της φύσης ξεχωρίσαμε την επιβλητική Αστράκα («Πύργοι Αστράκας»), κορυφή της Τύμφης, τις λιμνούλες «Οβίρες» ή «Ρογκοβό», το σπηλαιοβάραθρο Προβατίνα και τη Δρακόλιμνη της Τύμφης (υψόμετρο 2.050), κοντά στην κορυφή Γκαμήλα.

20 Ιουλ 2011

Το πανηγύρι του Προφ. Ηλία στο Ηλιοχώρι

Στις 19 και 20 Ιουλίου το χωριό μας πανηγυρίζει. Χθές το βράδυ οι χωριανοί μας και άλλοι επισκέπτες από τα γύρω χωριά διασκέδασαν στην πλατείοα του χωριού με τους ήχους παραδοσιακής δημοτικής  μουσικής. 
Σήμερα το πρωί, όπως συνηθίζεται κάθε χρόνο, η θεία λειτουργία τελέσθηκε στο εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία. Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας όλοι οι παρευρισκόμενοι βγάλαμε μια αναμνηστική φωτογραφία και στη συνέχεια πήγαμε στην πλατεία του χωριού για καφεδάκι και τσίπουρο. Το βράδυ θα συνεχισθεί και πάλι το πανηγύρι στην πλατεία του χωριού με δημοτική παραδοσιακή μουσική. 





19 Ιουλ 2011

Ιερά Μονή Προφήτη Ηλία Βίτσας

Η ιερή Μονή του Προφήτη Ηλία βρίσκεται βόρεια της Βίτσας και νοτιοδυτικά του Μονοδεντρίου σε μια εξαιρετική τοποθεσία σε υψόμετρο 1117 μέτρα. Αποτελείται από συγκρότημα κτιρίων, πολλά εκ των οποίων έχουν καταστραφεί. Η χρονολογία ίδρυσης του μοναστηριού δεν είναι γνωστή. Το καθολικό της Μονής κατασκευάστηκε το έτος 1632, μετά από την έλευση των αρχόντων από τη Βαστανιά.Το 1792 επεκτάθηκε το καθολικό της Μονής , με ηγούμενο το μοναχό Σεραφείμ. Το καθολικό ανακαινίστηκε αργότερα κατά το έτος 1832.
Το καθολικό είναι ρυθμού " Βασιλική μονόκλιτη με τρούλο και νάρθηκα. Έχει πολύ αξιόλογη αγιογράφηση, η οποία διατηρείται θαυμάσια, επίσης έχει ξυλόγλυπτο τέμπλο άριστης τέχνης με ανάγλυφες παραστάσεις λουλουδιών, ζώων, πουλιών, δράκων και ανθρώπων.
Η Μονή του Προφήτη Ηλία ήταν μια από τις πλουσιότερες Μονές του Ζαγορίου, η οποία συλήθηκε πολλές φορές επί τουρκοκρατίας από διάφορους επιδρομείς, σε μία από αυτές κατά το έτος 1835 ο Ταφίλ Μπούζης τουρκαλβανός ληστής από την περιοχή Μπερατίου, στρατολόγησε στην Αλβανία σώμα τουρκαλβανών και κατέλαβε τη Μονή του Προφήτη Ηλία την οποία απογύμνωσε από όλα τα υπάρχοντα και της έβαλε φωτιά στις 13 Απριλίου και έκαψε ένα μέρος της. Τον πλούτο της Μονής δείχνει και πίνακας 205 χωριών τα οποία αναφέρονται σε κατάστιχο και τα οποία πρόσφεραν δωρεές και αφιερώματα σε αυτή. Μερικές από τις δωρεές που αναφέρονται ήταν και αυτή της κατασκευής ενός κιόσκι από τον Γεώργιο Μαρίνο από το Καπέσοβο στα 1796. Το ίδιο κιόσκι ανακαίνισε ο Αλέξιος Νούτσος από το Καπέσοβο στα 1808 και αργότερα με έρανο οι κάτοικοι των τριών μαχαλάδων Βίτσας στα 1859. Από πολλά μέρη της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού οι πιστοί προσέρχονταν στη Μονή για να προσκυνήσουν και να ζητήσουν τη βοήθεια του Προφήτη Ηλία. 
Επιγραφή από κατάστιχο της Μονής:
«Κατάστιχον του Ιερού Μοναστηριού του Προφήτου Ηλιού Βεϊτζης εν έτει 1632….»
«Επεκτάθηκε το 1668. Από χαραγμένη επιγραφή σε εντοιχισμένη πλάκα πάνω από την κύρια είσοδο του καθολικού. ΕΝ ΕΤΕΙ 1668»
Το Μοναστήρι αποτελεί μεγάλο κτιριακό συγκρότημα, το οποίο περιβάλλεται από μαντρότοιχο σε μεγάλη έκταση. Εκτός από το καθολικό υπάρχουν γύρω και πολλά άλλα κτίρια: κελιά μοναχών, βοηθητικοί χώροι, στάβλοι, αχυρώνες και κτίρια διαμονής των πολλών επισκεπτών και παραθεριστών. Σήμερα σώζεται μέρος αυτών όπως η τραπεζαρία, τα μαγειρεία, λίγα κελιά, το ηγουμενείο, μερικοί αχερώνες και η στέρνα για πόσιμο νερό. Λόγω του εξαιρετικού κλίματος και της μαγευτικής θέσης στην οποία βρίσκεται η Μονή οι επισκέπτες ήταν πάρα πολλοί, ιδίως δε την επισκέπτονταν και διέμεναν σε αυτή άρρωστοι με προβλήματα αναπνοής και φυματικοί. Η μαγευτική θέση της Μονής ανάγκασε τον Αθανάσιο Σταγειρίτη να προσδιορίσει τη θέση του Μαντείου της Δωδώνης κοντά στη Μονή.        
 Στα τέλη του 18ου αιώνα έγινε προσπάθεια ίδρυσης Πανεπιστημίου στη Μονή Προφήτη Ηλία ή στη Μονή Ρογκοβού, με διευθυντή τον Γεώργιο Γεννάδιο, τον οποίον καθώς και το Νεόφυτο Δούκα είχαν στείλει για το σκοπό αυτό στη Γερμανία για εκπαίδευση. Το σχέδιο όμως εκείνο δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί οι άντρες που επρόκειτο να διδάξουν σε αυτό όπως ο Γεννάδιος, ο Δούκας, ο Ασώπιος μυήθηκαν στη φιλική εταιρία, ασπάστηκαν τις αρχές της και εργάστηκαν για τη διάδοσή τους, αφήνοντας ανεκτέλεστο το αρχικό σχέδιο τους.  
Στη Μονή διέμειναν και έμαθαν τα πρώτα τους γράμματα στο κρυφό σχολειό που λειτουργούσε εκεί ο Μάρκος Μπότσαρης, ο μεγάλος δάσκαλος του γένους Γεώργιος Γεννάδιος, οι Τιτουλάριοι Τύρριος και Λεόντιος και πολλοί άλλοι. Ο Ραφαήλ Μητροπολίτης Δρυινουπόλεως χάρισε στη Μονή στα 1720 μέρος του λειψάνου του Αγίου Σώζοντος και το χωράφι του ‘Επισκόπου’ στο βουνό.
Το 1916 έρχεται στη Μονή του Προφήτη Ηλία να μονάσει μία Άγια μορφή της σύγχρονης ιστορίας μας ο πατήρ Ιάκωβος. Μετά από μία διαδρομή 44 ετών στη Μονή ο πατήρ Ιάκωβος, στις 15 Φεβρουαρίου 1960 απεβίωσε στο νοσοκομείο Ιωαννίνων. Το 1982 απεβίωσε και ο τελευταίος μοναχός της Μονής ο ιερομόναχος Σωτήριος Βαλαδήμας ανιψιός του πατήρ Ιάκωβου.  
Το 1965 με Υπουργική απόφαση (ΦΕΚ 404 / 6-7-1965) η Μονή κηρύσσεται Ιστορικό Διατηρητέο Μνημείο.
Η Μονή γιορτάζει στις 20 Ιουλίου εορτής του Προφήτη Ηλία με βραδινή αγρυπνία την παραμονή και πανηγυρική Θεία Λειτουργία ανήμερα της γιορτής.

ΠΗΓΗ:  www.vitsa.gr

18 Ιουλ 2011

Παραδοσιακά Πανηγύρια στα Ζαγοροχώρια

Το καλοκαίρι τα χωριά μας ξαναζωντανεύουν για κάποια μικρά χρονικά διαστήματα, αφού πολλοί απόδημοι επιστρέφουν σ' αυτά για ολιγοήμερες διακοπές. Οι περισσότεροι βέβαια κανονίζουν να βρίσκονται στο χωριό τους τις ημέρες που γίνεται το παραδοασιακό πανηγύρι, οπότε έχουν την  ευκαιρία να συνατήσουν συγγενείς και φίλους, που ίσως και να είχαν χρόνια να τους δούν. Έτσι τα παραδοσιακά πανηγύρια δίνουν ζωντάνια σε κάθε  χωριό αλλά και την ευκαιρία σε επισκέπτες να γνωρίσουν τα ήθη και έθιμα της περιοχής και τον τρόπο που γλεντάμε στο Ζαγόρι.
Στη σελίδα  www.epirusbook.gr βρήκα μία λίστα με τα παραδοσιακά πανηγύρια στα χωριά του Ζαγορίου και σας την μεταφέρω για να ενημερωθείτε και να προγραμματίσετε την επίσκεψή σας σε όποιο από τα πανηγύρια σας ενδιαφέρει. Το σίγουρο είναι ότι όπου και να πάτε θα περάσετε καλά.

Παραδοσιακά Πανηγύρια στα Ζαγοροχώρια


Παραδοσιακό Πανηγύρι στον Αγ. Μηνά
25 Μαρτίου: Πανηγύρι παραδοσιακό
11 Νοεμβρίου: Πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στον Ανθρακίτη
26 Ιουλίου: Γιορτή Αγίας Παρασκευής, πανηγύρι παραδοσιακό
 
Παραδοσιακό Πανηγύρι στα Άνω Πεδινά
25 Μαρτίου: Πανηγύρι παραδοσιακό στη μονή Ευαγγελιστρίας
24 Αυγούστου: Γιορτή Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στους Ασπραγγέλλους
15 Αυγούστου: Γιορτή Κοίμησης Θεοτόκου, πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στην Αρίστη
Γιορτή Ζωοδόχου Πηγής: Πανηγύρι παραδοσιακό
29 Αυγούστου: Πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στη Βίτσα
15 Αυγούστου: Γιορτή Κοίμησης Θεοτόκου, πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στη Βωβούσα
26 Ιουλίου: Γιορτή Αγίας Παρασκευής, πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Βραδέτο
8 Σεπτεμβρίου: Πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Βρυσοχώρι
26 Ιουλίου: Γιορτή Αγίας Παρασκευής, πανηγύρι παραδοσιακό
Γιορτή Αγ. Πνεύματος: Πανηγύρι παραδοσιακό στο μοναστήρι του Αγ. Πνεύματος

Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Γρεβενίτι
15 Αυγούστου: Γιορτή Κοίμησης Θεοτόκου, πανηγύρι παραδοσιακό
7 και 8 Σεπτεμβρίου: Θρησκευτικές Παραδοσιακό Πανηγύρι στο μοναστήρι Βουτσάς
26 Οκτωβρίου: Πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Δίκορφο

29 Αυγούστου: Πανηγύρι παραδοσιακό
24 Μαΐου: Θρησκευτικές Παραδοσιακό Πανηγύρι στο εξωκλήσι του Αι Γιάννη

Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Δίλοφο
15 Αυγούστου: Γιορτή Κοίμησης Θεοτόκου, πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Διπόταμο
15 Αυγούστου: Γιορτή Κοίμησης Θεοτόκου, πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στη Δόλιανη
29 Ιουνίου: Γιορτή Πέτρου και Παύλου, πανηγύρι παραδοσιακό
20 Ιουλίου: Γιορτή Προφήτη Ηλία, πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στην Ελάτη
Γιορτή Αγ. Πνεύματος: Πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Ελατοχώρι
21 Μαΐου: Γιορτή Αγίου Κωνσταντίνου και Αγίας Ελένης, πανηγύρι παραδοσιακό
6 Αυγούστου: Γιορτή Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στον Ελαφότοπο
6 Αυγούστου: Γιορτή Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Ηλιοχώρι
20 Ιουλίου: Γιορτή Προφήτη Ηλία, πανηγύρι παραδοσιακό
15 Αυγούστου: Παραδοσιακές Παραδοσιακό Πανηγύρι Αντάμωμα των απανταχού Ηλιοχωριτών

Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Καβαλλάρι
Γιορτή Αγ. Πνεύματος: Πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Καλωτά
6 Αυγούστου: Πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Καπέσοβο 
20 Ιουλίου: Γιορτή Προφήτη Ηλία, πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στον Καστανώνα
8 Σεπτεμβρίου: Πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στα Κάτω Πεδινά
29 Αυγούστου: Πανηγύρι παραδοσιακό
 
Παραδοσιακό Πανηγύρι στους Κήπους
6 Αυγούστου: Γιορτή Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, πανηγύρι παραδοσιακό
8 Σεπτεμβρίου: Πανηγύρι παραδοσιακό
 
Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Κουκούλι
Γιορτή Ζωοδόχου Πηγής: Πανηγύρι παραδοσιακό
15 Αυγούστου: Γιορτή Κοίμησης Θεοτόκου, πανηγύρι παραδοσιακό
 
Παραδοσιακό Πανηγύρι στη Λάιστα
15 Αυγούστου: Γιορτή Κοίμησης Θεοτόκου, πανηγύρι παραδοσιακό

Παραδοσιακό Πανηγύρι στη Λεπτοκαρυά
26 Ιουλίου: Γιορτή Αγίας Παρασκευής, πανηγύρι παραδοσιακό
 
Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Μακρίνο
15 Αυγούστου: Γιορτή Κοίμησης Θεοτόκου, πανηγύρι παραδοσιακό
8 Σεπτέμβριου: Πανηγύρι παραδοσιακό
 
Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Μανασσή
20 Ιουλίου: Γιορτή Προφήτη Ηλία, πανηγύρι παραδοσιακό
 
Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Μεσοβούνι
15 Αυγούστου: Γιορτή Κοίμησης Θεοτόκου, πανηγύρι παραδοσιακό
 
Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Μονοδένδρι
26 Ιουλίου: Γιορτή Αγίας Παρασκευής, πανηγύρι παραδοσιακό
 
Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Πάπιγκο
20 Ιουλίου: Γιορτή Προφήτη Ηλία, πανηγύρι παραδοσιακό
27 Ιουλίου: Πανηγύρι παραδοσιακό στη θέση Αβραγώνια
8 Σεπτεμβρίου: Πανηγύρι παραδοσιακό στο Μικρό Πάπιγκο
 
Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Σκαμνέλι
26 Ιουλίου: Γιορτή Αγίας Παρασκευής, πανηγύρι παραδοσιακό
 
Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Τρίστενο
23 Αυγούστου: Πανηγύρι παραδοσιακό
 
Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Τσεπέλοβο
24 Ιουνίου: Πανηγύρι παραδοσιακό
15 Αυγούστου: Γιορτή Κοίμησης Θεοτόκου, πανηγύρι παραδοσιακό
 
Παραδοσιακό Πανηγύρι στο Φλαμπουράρι
20 Ιουλίου: Γιορτή Προφήτη Ηλία, πανηγύρι παραδοσιακό
 
Παραδοσιακό Πανηγύρι στους Φραγκάδες
15 Αυγούστου: Γιορτή Κοίμησης Θεοτόκου, πανηγύρι παραδοσιακό

17 Ιουλ 2011

Αθλητισμός,περιβάλλον και εθελοντισμός στο Ζαγόρι

Της ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΛΑΖΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ

Πλούσιο είναι το πρόγραμμα των πολιτιστικών εκδηλώσεων του Δήμου Ζαγορίου, που παρά τις ριζικές αλλαγές από την εφαρμογή του προγράμματος «Καλλικράτης» και την οικονομική δυσχέρεια της τοπικής αυτοδιοίκησης, στηρίζει τον πολιτισμό.
Το εγχείρημα δύσκολο, όπως αναγνώρισε η αντιδήμαρχος Ζαγορίου Αγγελική Αγγέλη, καθώς στο πλαίσιο των αλλαγών του «Καλλικράτη» το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου μόλις πρόσφατα συστήθηκε σε οργανισμό.
Στο Δήμο Ζαγορίου υπάρχουν 43 χωριά και περίπου οι διπλάσιοι πολιτιστικοί σύλλογοι, γεγονός που αναδεικνύει την αναγκαιότητα διοργάνωσης πολιτιστικών εκδηλώσεων στην ευρύτερη περιοχή.
Το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με την συνδιοργάνωση με τους πολιτιστικούς συλλόγους, προωθώντας παράλληλα και τη συνεργασία με τους τοπικούς φορείς πολιτισμού, που άλλωστε είναι και στόχος της δημοτικής αρχής, υπογράμμισε.
Μέσα από τις εκδηλώσεις γίνεται προσπάθεια για την ανάδειξη της παράδοσης, του πολιτισμού και του περιβαλλοντικού πλούτου της περιοχής, με την προσέλκυση νέων επισκεπτών. Όπως σημείωσε η κα Αγγέλη, συνδετικός κρίκος όλων η παράδοση.

Σε παράδοση για το Ζαγόρι, την Ήπειρο και ολόκληρη την χώρα ευελπιστεί να αναδείξει τον Μαραθώνιο Ορεινού Τρεξίματος, που για πρώτη φορά φέτος διοργανώνεται στο Ζαγόρι στις 24 Ιουλίου.
Οι συμμετοχές έχουν αγγίξει τις 200, αριθμός που ξεπερνά τις αρχικές βλέψεις των διοργανωτών.
Σύμφωνα με την κα Αγγέλη, μέσα από τη συγκεκριμένη διοργάνωση δίνεται η δυνατότητα προβολής του Ζαγορίου, ενώ παράλληλα αναδεικνύονται ο αθλητισμό, ο φυσικός πλούτος, ο εθελοντισμός και το ευ αγωνίζεσθαι.
Για την διοργάνωση του Μαραθωνίου καθαρίστηκαν και ανοίχτηκαν μονοπάτια του Ζαγορίου, που για αρκετά χρόνια είχαν ξεχαστεί. Μάλιστα, η δημοτική αρχή προγραμματίζει την ανάπτυξη δράσης για την χαρτογράφηση και τη σηματοδότηση των μονοπατιών της περιοχής για την περαιτέρω αξιοποίησή τους.
«Όραμα της δημοτικής αρχής και το Δημάρχου προσωπικά είναι η σύνδεση όλων αυτών των μονοπατιών στο μέλλον», κατέληξε η κα Αγγέλη.

ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ ΣΤΟ: www.epirusonline.gr

16 Ιουλ 2011

Η ανδρική ενδυμασία στο Ζαγόρι

Η αντρική ενδυμασία στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας πέρασε από τρεις βασικές εναλλαγές, που καθεμιά κληρονόμησε στην άλλη ορισμένα ή περισσότερα γνωρίσματά της, ώσπου στο ελληνικό επικράτησε οριστικά πια η Φράγκικη ή Ευρωπαϊκή αντρική φορεσιά.
Η πρώτη και παλιότερη ενδυμασία των αντρών στο τούρκικο αποτελούνταν από το αντερί, τη φλοκάτα και το φέσι. Το αντερί είδος ριχτού αντρικού φορέματος με μανίκια ήταν ανοιχτό μπροστά, αλλά κούμπωνε στο πλάι με μια ζάβα, όμοιο με το σημερινό μεσοφόρι των παπάδων. Μακρύ ως τα κότσια των ποδιών, γινόταν από μάλλινα υφάσματα για το χειμώνα, βαμβακερά για το καλοκαίρι. Η φλοκάτα είδος μακριού πανωφοριού χωρίς μανίκια, χρώματος μαύρου ή άσπρου, γινόταν από σκουτί, μάλλινο χοντρό ύφασμα με φλόκια, δουλεμένο στον αργαλειό. Το φέσι, σαν το πρώτο υποχρεωτικό κάλυμμα της κεφαλής των αντρών στο τούρκικο, πέρασε με την ίδια ιδιότητα και στη δεύτερη βασική εναλλαγή της αντρικής αμφίεσης.
Η λαϊκή αντρική ενδυμασία, που διαδέχτηκε την πρώτη παλιότερη αντρική φορεσιά, αποτελούνταν από εννιά κομμάτια, το φέσι, το πουκάμισο, το πισλί, τη φουστανέλα που αντικαταστάθηκε από το πουτούρι, το ντουλαμά, το γελέκι, το ζωνάρι, τις κάλτσες και τα τσαρούχια.
Τέλος τα Φράγκικα ή Ευρωπαϊκά, η τρίτη νεώτερη αντρική ενδυμασία, που αντικατέστησε τη λαϊκή αντρική φορεσιά, μπήκε στο Ζαγόρι από τις Ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι Ζαγορίσιοι ξενιτεύονταν και κατέληγαν. Το παλιότερο Φράγκικο κοστούμι απαρτιζόταν από το σακάκι, σκέτο ή σταυρωτό με μανίκια, το παντελόνι φαρδύ ή στενό με ρεβέρ και το γιλέκο, γνώρισμα της λαϊκής αντρικής φορεσιάς, σκέτο επίσης ή σταυρωτό, μ' ένα σωρό τσέπες, όπου οι άντρες φύλαγαν το ρολόι τους και μια σειρά από χρυσές ή ασημένιες καδένες, σε μια προσπάθεια επίδειξης πλούτου κι ευδοκίμησης στα ξένα. Και τα τρία κομμάτια της Φράγκικης ενδυμασίας ήταν ραμμένα από το ίδιο ύφασμα, μάλλινο για το χειμώνα, βαμβακερό για το καλοκαίρι και μεταξωτό για τις γιορτές. Απαραίτητα συμπληρώματά της, το πουκάμισο, γνώρισμα της λαϊκής αντρικής φορεσιάς, κατά κανόνα άσπρο, κολλαριστό, που ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με το μαύρο παπιγιόν και τα στιβάλια, χαμηλές μπότες με ένα σωρό θηλυκωτήρια.

1. Το φέσι, κάλυμμα της κεφαλής των αντρών επί Τουρκοκρατίας, ψηλό και κυλινδρικό, χωρίς γύρο, ήταν φτιαγμένο από μάλλινο κόκκινο ύφασμα, είδος μαλακού χοντρού βελούδου της τσόχας. Με φούντα από μεταξωτό μαύρο νήμα ή χωρίς φούντα φοριόταν ή σεμνά όρθιο ή μάγκικα στραβά. Ονομαστός κατασκευαστής φεσιών ήταν o Δημήτριος Σπ. Κρεμμύδας (1856 - 1918) από τον Ελαφότοπο.
Οι μεσόκαιροι κι οι γέροι, πέρα από το φέσι, φορούσαν κατά προτίμηση ή σκουφί από μαύρη τσόχα ή καλπάκι (στρογγυλό καπέλο από μάλλινο ύφασμα ή δερμα), από μαύρο αστραχάν, αλλά κι οι ξενιτεμένοι χωριανοί γύριζαν στο χωριό τους από τις Βαλκανικές χώρες φορώντας στο κεφάλι τους σουμπάρες, δηλ. δερμάτινες σκούφιες. Με την πτώση των Γιαννίνων στα 1913 σ' αντικατάσταση του μισητού φεσιού έκαναν σε λίγο την εμφάνισή τους, το λαϊκό κασκέτο, η αρχοντική ρεμπούμπλικα (είδος ανδρικού καπέλου από μαλακό καστόρι) κι η φιλελεύθερη τρίτσα (σκληρό ψάθινο καπέλο).

2. Το πουκάμισο, μακρύ ως λίγο πιο κάτω από τη μέση ήταν ή χειριδωτό, δηλ. με πολύ φαρδιά μανίκια, που στένευαν καθώς κατέληγαν στον καρπό του χεριού, όπου κούμπωναν στις μανσέτες μ' ένα κουμπί ή μια ζάβα, που το φορούσαν το χειμώνα ή κοντομάνικο που τα φαρδιά μανίκια του έπεφταν ελεύθερα ως κάτω από τον αγκώνα, που το φορούσαν το καλοκαίρι. Άσπρο, κάτασπρο, με χαμηλό γιακά, κούμπωνε μπροστά με μια σειρά κουμπιά ή ζάβες κι ήταν γενικά ή μεταξωτό ή συνήθως φτιαγμένο από χασέ. Το πουκάμισο που προοριζόταν για συμπλήρωμα της λαϊκής αντρικής φορεσιάς ήταν κεντημένο με άσπρες μεταξωτές οτρές στη λαιμαργιά και τα μανίκια. Το αντρικό πουκάμισο, καθώς μαθαίνουμε από τα προικοσύμφωνα, γινόταν επίσης από έτοιμο πανί ποικίλης προέλευσης, όπως από Γιαννιώτικο, Αμερικάνικο και Φραγκόπανο, δηλ. Ευρωπαϊκό πανί, που ήταν εκλεκτής ποιότητας. Υπήρχε ακόμα και το εγχώριο πουκάμισο, γνωστό με το όνομα χερίσιο, δηλ. φτιαγμένο με το χέρι στον αργαλειό, που ήταν για καθημερινή χρήση, μάλλινο για το χειμώνα, λινό για το καλοκαίρι.

 3. Το πισλί ήταν είδος χονδρού χειμωνιάτικου ανδρικού εξωτερικού επενδυτή με χαμηλό γιακά, μακρύ μόλις ως τη μέση. Φτιαχνόταν από μάλλινο εγχώριο σκουτί, υφασμένο στον αργαλειό ή από ευρωπαϊκή τσόχα. Τα μανίκια του ράβονταν μόλις κατά το 1/5 από τη ραφή του ώμου, ακριβώς κάτω και πίσω από τη μασχάλη και κρέμονταν ελεύθερα πίσω στη ράχη σε σχήμα τριγώνου. Τα ριχτά προς τα πίσω μανίκια, γνωστά με το όνομα πισλιά, ονομάτησαν ολόκληρο τον επενδυτή πισλί. Το πισλί άσπρο ή γαλάζιο ήταν εσωτερικά ντουμπλαρισμένο και εξωτερικά κεντημένο με μεταξωτές μαύρες οτρές στα δυο φύλλα της μόστρας του, τα μανίκια και τη ράχη του σε ζικ-ζακ ή κοχλιωτά (σε σχήμα σαλιγκαριού) ή κολιαντίνας (σε σχήμα κρίκου αλυσίδας) σχέδια. Υπήρχε ακόμα και το ολοκέντητο πισλί, φοδραρισμένο από μέσα με εμπριμέ ύφασμα και καπλαντισμένο από έξω με κόκκινο λεπτό ύφασμα, που ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με το μαύρο κέντημα. Στο ολοκέντητο πισλί, πέρα από τα τρία σχέδια του κεντήματος που μνημονεύτηκαν, κυριαρχούσαν οι ρόδακες. Χωρίς κούμπωμα, φοριόταν ανοιχτό μπροστά για να φαίνονται από το άνοιγμά του και να προβάλονται, το κεντημένο γιλέκι ή το κεντημένο πουκάμισο, ανάλογα με τον τρόπο που κάθε φορά φοριόταν, δηλ. ή αμέσως πάνω από το πουκάμισο ή πάνω από το γελέκι.

4. Η φουστανέλα, είδος πολύπτυχης ανδρική φούστας, μακρυά παλιότερα ως κάτω από το γόνατο και στη συνέχεια κοντή ως πάνω από το γόνατο, ήταν φτιαγμένη από άσπρο, κάτασπρο χασέ. Μια κανονική φουστανέλα γινόταν απαραίτητα από 50 πήχεις πανί, φαρδύ 0,92μ, που πτυχωνόταν σε 400 δίπλες, τις λόξες, κατανεμημένες σε 50 σύνολα, τις μάνες. Στηριζόταν στη μέση με ένα περαστό κορδόνι, τη γνωστή βρακοζώνα. Παλιότερα ραβόταν στο πανωκόρμι και ονομαζόταν κορμοφουστανέλα.
Τη φουστανέλα αντικατέστησε το πουτούρι, είδος παντελονιού στενού στα σκέλια και πλατιού στα οπίσθια. Το πουτούρι, κλειστό μπρος και πίσω, προσδενόταν στη μέση με μάλλινη βρακοζώνα. Μακρύ ως το κότσι του ποδιού, γινόταν από μάλλινη υφαντή συνήθως τσόχα, χρώματος άσπρου ή μαύρου και ραβόταν από ειδικούς ραφτάδες. Ονομαστός υφαντής και ράφτης πουτουριών ήταν ο Δημήτριος Α. Φίτσης (1838 - 2.1.1921) από τον Ελαφότοπο.
 
5. Ο ντουλαμάς, είδος κοντού χοντρού μανδύα ή χλαίνης με χαμηλό γιακά και πτυχές στη φούστα του, ήταν φτιαγμένος από μάλλινο εγχώριο σκουτί δουλεμένο στον αργαλειό. Παραλλαγή της φλοκάτας, είδος πανωφοριού της πρώτης και παλιότερης αντρικής ενδυμασίας, πέρασε με την ίδια ιδιότητα στη λαϊκή αντρική φορεσιά. Τα μανίκια του ράβονταν μόλις κατά το 1/5 από τη ραφή του ώμου ακριβώς κάτω και πίσω από τη μασχάλη και κρέμονταν ελεύθερα πίσω στη ράχη. Ο ντουλαμάς χρώματος μαύρου ή βαθυγάλαζου ήταν εσωτερικά ντουμπλαρισμένος κι εξωτερικά καπλαντισμένος με κόκκινο ή καφέ βελούδο στα φαρδιά πέτα του, που κατέληγε στην κορφή τους σε δοντάκια, στις λοξές τσέπες του, που κατέληγε επίσης στο άνοιγμά τους σε δοντάκια, στα μανίκια και πίσω στη μέση του με δύο μικρές λωρίδες. Ακόμα έξι κομμάτια πράσινου βελούδου, σε σχήμα φύλλου δέντρου, γαζωμένα δύο καταμεσής στα πέτα, δύο στην κορφή στα μανίκια και δύο κάτω χαμηλά στα μπροστινά φύλλα της φούστας, συμπλήρωναν το καπλάντισμά του. Εξάλλου ο ντουλαμάς ήταν κεντημένος με δύο σειρές σιρίτι, άσπρο έξω και χρυσό μέσα, στα πέτα, τα μανίκια, τις τσέπες και τον ποδόγυρο του και το αρμάτωμά του συμπληρωνόταν με μία σειρά ξύλινα ή πάνινα κουμπιά αραδιασμένα στα πέτα ολόγυρα σε σχήμα πετάλου, στις μανσέτες και πίσω στη μέση κατά μήκος των δύο μικρών βελούδινων λωρίδων. Επίσης κούμπωνε εσωτερικά μονάχα στο πανωκόρμι του με μια σειρά ζάβες ή με μια σειρά θηλιές σε πάνινα κουμπιά κι έφερνε στη μέση μπροστά μέσα και έξω για κούμπωμα από ένα μεγάλο πάνινο κουμπί.
Πέρα από το ντουλαμά, που ήταν αποκλειστικό κομμάτι της λαϊκής αντρικής φορεσιάς, οι τσελιγκάδες φορούσαν το χειμώνα ή την άνοιξη στις ράχες και τα χαμηλώματα, όπου έβοσκαν τα ζωντανά τους, την κάπα ή το ταλαγάνι, για να προφυλάγονται από το κρύο, τη βροχή και το χιόνι. Η κάπα ήταν είδος ριχτού, βαριού ασήκωτου πανωφοριού χωρίς μανίκια. Μακριά ως τα κότσια των ποδιών φτιαχνόταν από χοντρό μάλλινο άγριο σκουτί, υφασμένο στον αργαλειό με τράγιο μαλλί, που στην επιφάνειά του αφήνονταν επίτηδες μακριές τρίχες, που έδιωχναν τη βροχή ή γλιστρούσαν το χιόνι. Η κάπα χρώματος μαύρου ή γκρίζου, στο φυσικό χρώμα του τραγίσιου μαλλιού, με χαμηλό γιακά, είχε συρραμμένη στον αυχένα του λαιμού της κατσούλα φτιαγμένη από το ίδιο ύφασμα για την προφύλαξη του κεφαλιού. Το ταλαγάνι ήταν κοντοκάπι, δηλ. είδος κοντού ελαφρύτερου πανωφοριού με μανίκια. Μακρύ ως το γόνατο, με λοξές τσέπες, φτιαχνόταν επίσης από χοντρό μάλλινο φίνο σκουτί, υφασμένο στον αργαλειό με γίδινο μαλλί. Το ταλαγάνι αφηνόταν επίσης στο φυσικό χρώμα του γιδίσιου μαλλιού και φοριόταν από τους τσελιγκάδες την άνοιξη για την προφύλαξή τους από τη βροχή.
6. Το γελέκι ή ιλέκι μακρύ μόλις μέχρι τη μέση, χωρίς μανίκια, ήταν ή μεταξωτό ή φτιαγμένο από ύφασμα εκλεκτής ποιότητας, γυαλιστερό, λεπτό κι ελαφρύ, μια που φοριόταν μονάχα την άνοιξη και το καλοκαίρι. Μονόχρωμο συνήθως σε χρώμα μπλε ή μαύρο ήταν ντουμπλαρισμένο εσωτερικά για να πέφτει καλύτερα και να μην ζαρώνει κι εξωτερικά κεντημένο στη λαιμαργιά και τα δύο φύλλα της μόστρας του, με χρυσές μεταξωτές οτρές σε ποικίλα σχέδια. Κούμπωνε μπροστά από τη λαιμαργιά ως την ούγια του, με δύο σειρές μεταλλικά ή μάλλινα κουμπιά. Είχε ακόμα ένα σωρό τσέπες, όπου οι άντρες φύλαγαν το ρολόι τους και μια σειρά από χρυσές ή ασημένιες καδένες, σε μια εξεζητημένη προσπάθεια επίδειξης πλούτου κι ευδοκίμησης στα ξένα. Φοριόταν πάνω από το πουκάμισο μαζί με το πισλί, που αφηνόταν επίτηδες ξεκούμπωτο για να προβάλλεται το γιλέκι. Το γιλέκι καλλωπιστικό κυρίως συμπλήρωμα της λαϊκής αντρικής φορεσιάς στο τουρκικό, πέρασε με την ίδια ιδιότητα στη Φράγκικη ή Ευρωπαϊκή αντρική ενδυμασία. Εξάλλου από τα προικοσύμφωνα πληροφορούμαστε πως το αντρικό γιλέκι γινόταν από ποικίλα υφάσματα, όπως από πέλο είδος βαμβακερού υφάσματος, από φανέλα είδος βαμβακερού ή μάλλινου υφάσματος και από ρούχο είδος χοντρού υφάσματος.


7. Το ζωνάρι ή ζωστάρι ήταν πρακτικό και συγχρόνως καλλωπιστικό εξάρτημα της αντρικής λαϊκής φορεσιάς. Διακρινόταν σε πλεκτό, υφασμάτινο και δερμάτινο. Το πλεκτό ζωνάρι πλεκόταν στο χέρι από τις γυναίκες κι ήταν συνήθως άσπρο με κρόσσια στις δύο άκρες του. Το υφασμάτινο υφαινόταν στον αργαλειό κι ήταν μεταξωτό ή μάλλινο ή βαμβακερό, άσπρο ή χρωματιστό, με κρόσσια επίσης στις δύο άκρες του. Το πλεκτό και το υφασμάτινο ζωνάρι ήταν μακρύ 4-5 μέτρα και φαρδύ ως δύο παλάμες. Περιζωνόταν στη μέση από άκρη σε άκρη πάνω από το πουκάμισο και τη φουστανέλα ή το πουτούρι. Το δερμάτινο ζωνάρι χρώματος μαύρου ή καφέ ήταν φαρδύ και κούμπωνε μπροστά με ένα τσοπλίδι (αγκράφα). Συχνά το υποκαταστούσε ή το σελάχι, δερμάτινο πολύπτυχο ζωστάρι, φαρδύ ως μιάμιση παλάμη, όπου ο άντρας φύλαγε απαραίτητα αντικείμενά του (όπως τις κουμπούρες του, το σουγιά, την καπνοσακούλα, τον πριόβολο, το καλαμάρι, το δεφτέρι και το χτένι του), ή το κεμέρι, δερμάτινο ζωστάρι, όπου ο άντρας φύλαγε τους παράδες του. Εξάλλου στα προικοσύμφωνα μνημονεύονται το υφασμάτινο ζωνάρι της Μάλτας και το καμηλίσιο ζωστάρι που ήταν φτιαγμένο από δέρμα καμήλας.


8. Οι αντρικές κάλτσες αποτελούνταν από τις πατούνες και τα καλάμια. Οι πατούνες ήταν χοντρές, χρώματος συνήθως μαύρου. Πλέκονταν στο χέρι με μάλλινο νήμα από τις γυναίκες. Έπιαναν την πατούσα του ποδιού κι έφταναν ως την άντσα του. Τα καλάμια ήταν μάλλινα λεπτά άσπρα και πλέκονταν επίσης στο χέρι από τις γυναίκες. Χωρίς λαπούδες (η πατούσα της κάλτσας), έπιαναν τα ποδάρια από τα κότσια ως χαμηλά στα σκέλια. Εφαρμοστά στις άντσες και τους μηρούς, προσδένονταν κάτω από το γόνατο με μαύρο γαϊτάνι ή μαύρη καλτσοδέτα, που έφερνε μια ή δύο μαύρες φούντες καμωμένες από μεταξωτό νήμα. Προσδένονταν ακόμα κάτω από την καμάρα τον ποδαριού με ένα σκαλοπάτι, δηλ. φαρδιά θηλιά. Το καλάμι ή λάστιχο φοριόταν πάνω από τις πατούνες, που τις σκέπαζε από το κότσι και πάνω.


9. Τα τσαρούχια, βασικό συμπλήρωμα της λαϊκής αντρικής ενδυμασίας, ήταν φτιαγμένα από κόκκινο λεπτό πρεσαριστό πετσί, γνωστό με το όνομα τελατίνι. Χωστά έπιαναν τα ποδάρια ως τα κότσια για να μη βγαίνουν, όταν μάλιστα ο άντρας χόρευε και πηδούσε. Ακόμα μονά, δηλ. χωρίς δεύτερο πάτο και χωρίς φτέρνες ήταν για αυτό ανάλαφρα και κατάλληλα για το χορό. Φανταχτερά στην εμφάνιση είχαν στην κορφή τον ανοίγματος ολόγυρα συρραμμένο ένα σιρίτι από λεπτό μαύρο λουστρίνι κεντημένο στο χέρι με άσπρο γαζί, που ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με το μαύρο λουστρίνι. Οι μύτες τους γυριστές λίγο προς τα πάνω, έφερναν μαύρες πλούσιες φούντες από διαλεχτό μεταξωτό νήμα. Τις καθημερινές οι άντρες φορούσαν βέβαια τσαρούχια με διπλό πάτο και διπλές φτέρνες ενισχυμένα μάλιστα με πρόκες, που ήταν βαριά και ασήκωτα. Στο τουρκικό υπήρχαν πολλά καλά τσαρουχάδικα από τα οποία οι άντρες αγόραζαν τα τσαρούχια τους και στο ελληνικό προμηθεύονταν τα τσαρούχια τους έτοιμα ή κατόπιν παραγγελίας από τα ξακουστά τσαρουχάδικα των Γιαννίνων, ενώ οι ντόπιοι τσαρουχάδες ήταν πια μπαλωματήδες, γιατί ασχολούνταν κυρίως με την επιδιόρθωση των τσαρουχιών.

15 Ιουλ 2011

Η γυναικεία φορεσιά στο Ζαγόρι

Η περιγραφή της φορεσιάς των γυναικών επιχειρείται εδώ κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε φορά να προβάλλεται καθένα κομμάτι της πρώτα σαν κατεξοχήν καλλωπιστικό εξάρτημα της τοπικής λαϊκής Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς και στη συνέχεια σαν πρακτικό κυρίως συμπλήρωμα της καθημερινής γυναικείας αμφίεσης. Η γυναικεία λαϊκή Ζαγορίσια φορεσιά απαρτιζόταν από το πουκάμισο, το μαντίλι, το γελέκι, τη φούστα, το φόρεμα, την ποδιά, το σεγκούνι, τη ζώνη, τις πατούνες και τα τσαρούχια. Από τα κομμάτια αυτά, άλλα πλέκονταν ή κεντιόνταν στο χέρι ή υφαίνονταν στον αργαλειό ή ράβονταν στη μηχανή από τις γυναίκες του χωριού ή επιτηδεύονταν με αυτά ντόπιοι ή ξένοι αξιόλογοι τεχνίτες, άλλα πάλι σαν υφάσματα ή έτοιμα έμπαιναν στο χωριό από τις Βαλκανικές ή τις Ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι Ζαγορίτες ξενιτεύονταν και κατέληγαν.
 Τέλος η ύπαρξη ακόμα και σήμερα τέτοιων παλιών κομματιών της γυναικείας λαϊκής φορεσιάς, που φυλάσσονται επιμελώς στις κασέλες των γυναικών του χωριού, οι μαρτυρίες γι' αυτά γεροντισσών που τα γνώρισαν από κοντά και τα φόρεσαν κι η αναφορά τους στα προικοσύμφωνα όπου απαριθμούνται σαν επιμέρους αντικείμενα της προίκας, ήταν βασικές προϋποθέσεις, πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η πληρότητα κι η αξιοπιστία της παρακάτω περιγραφής τους.

1. Το γυναικείο πουκάμισο, μακρύ ως το γόνατο ήταν κατά κανόνα χειριδωτό, δηλαδή με μανίκια, που έφταναν ως τον καρπό του χεριού, όπου κούμπωναν με ένα ασημόκουμπο. Άσπρο, κάτασπρο ήταν γενικά ή μεταξωτό ή συνήθως φτιαγμένο από χασέ (άσπρο βαμβακερό ύφασμα). Το πουκάμισο που προοριζόταν για συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς, ήταν κεντημένο με άσπρες μεταξωτές οτρές (κλωστές) στη λαιμαργιά και τις μανσέτες του. Το πουκάμισο σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, γινόταν επίσης από έτοιμο πανί ποικίλης προέλευσης, όπως από Γιαννιώτικο, Αμερικάνικο και Φραγκόπανο, δηλαδή Ευρωπαϊκό πανί, που ήταν λεπτό και εκλεχτής ποιότητας. Υπήρχε ακόμα και το εγχώριο πουκάμισο, γνωστό με το όνομα χερίσιο, δηλ. φτιαγμένο με το χέρι, στον αργαλειό, που ήταν για καθημερινή χρήση, μάλλινο για το χειμώνα, λινό για το καλοκαίρι. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η όλη εμφάνιση του γιορτινού πουκάμισου κοσμείτο από μια πρόσθετη δαντέλα περασμένη γύρω από τη λαιμαργιά και τις μανσέτες του, όπου επίτηδες προεξείχε για να προβάλλεται ή από τη λαιμαργιά, είδος κεντημένου περιλαίμιου, που φάνταζε στο στήθος σαν εγκόλπιο. Εξάλλου από τα προικοσύμφωνα πληροφορούμαστε πως ονομαστό ήταν το πουκάμισο της Βράνιας, αξιομνημόνευτο το ξενθυμενίσιο πουκάμισο που ήταν φτιαγμένο από είδος ομώνυμου βαμβακομέταξου υφάσματος και ασύγκριτο το γιορτινό ή νυφιάτικο πουκάμισο φτιαγμένο από πιμπιζάρι, είδος βαμβακομέταξου υφάσματος, που ήταν μακρύ ως τα πόδια, με φαρδιά μανίκια και χρυσοκέντητες φυτικές διακοσμήσεις στο άνοιγμα του λαιμού και τα μανίκια.
2. Το μαντίλι της κεφαλής, απαραίτητο συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς, ήταν μαύρο εκλεκτής ποιότητας, συνήθως από τσίπα, πολύ λεπτό, σχεδόν διάφανο και σταμπάτο, δηλαδή έφερνε στην τετράγωνη άκρη του ολόγυρα σταμπαρισμένο κέντημα, συνήθως κλάρα με λουλούδια σε απαλές και αχνές αποχρώσεις χρώματος κόκκινου, πράσινου και γαλάζιου. Το μαντίλι αυτό, πέρα από το σταμπάτο κέντημά του είχε στον κόθρο του, πρόσθετο ποικίλο κέντημα, που γινόταν με λογιαστά μπρισίμια σε ένα έως τρία κάτια. Το πρόσθετο αυτό κέντημα, που συνδετικός του κρίκος με το μαντίλι ήταν ο καγκελάς, είδος προκαταρκτικού κεντήματος σε σχήμα ποντικόδοντου, ανάλογα με το είδος του σχεδίου του ονομαζόταν μπαρμπαρόζα, όταν είχε το σχήμα φύλλου μοσχομολόχας, βασιλικό, όταν είχε το σχήμα φύλλου βασιλικού, μακεδονήσι, όταν είχε το σχήμα φύλλου μαϊντανού, ανθάκι, όταν είχε το σχήμα λουλουδιού, πεταλούδα, όταν είχε το σχήμα πολύχρωμης πεταλούδας, πέταλο όταν είχε το σχήμα πετάλου, που κατέληγε μάλιστα σε φούντα.
Τα μαντίλια ανάλογα με τον τόπο προέλευσής τους διακρίνονταν στης Πόλης (Πολίτικα), της Ραιδεστού (Ροδοστιανά), της Βιέννας (Βιεννέζικα), της Φραγκιάς (Φραντζέζικα), των Ιωαννίνων (Γιαννιώτικα), της Βράνιας, της Βλαχιάς, της Τριέστης (Τεργέστης), της Κάρλοβας (Καρλόβου) και της Λιβόρνας (Λιβόρνου). Εξάλλου τα μαντίλια ανάλογα με το κόστος τους σε γρόσια ονομάζονταν δεκαρίσια, όσα στοίχιζαν δέκα γρόσια κι είχαν για κέντημα κλάρα πράσινη ή κίτρινη και οχτάρια, όσα στοίχιζαν οχτώ γρόσια κι ήταν συνήθως κλαρωτά με λουλούδια. Υπήρχαν ακόμα και τα πρόστυχα χοντρά μαντίλια της πένας, που στοίχιζαν πέντε γρόσια, είχαν για κέντημα ψάνα και τα φορούσαν οι γυναίκες στις δουλειές. Το μαντίλι ή τσεμπέρι που φορούσαν οι κοπέλες κι οι γυναίκες του χωριού σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης ήταν άσπρο ή μαύρο, μάλλινο για το χειμώνα, βαμπακερό για το καλοκαίρι και μεταξωτό για τις γιορτές. Τα κορίτσια μόλις ξεσκολούσαν, φορούσαν στο κεφάλι τους, σύμφωνα με την επιχώρια συνήθεια, άσπρο μαντίλι, το χρώμα της αγνότητας και της χαράς, σκέτο, δηλαδή χωρίς κέντημα, που για στολίδια του κρέμονταν στην άκρη της μπάλας του παλιότερα χάντρες κι αργότερα αστραφτερές χρυσαφένιες πούλιες. Ίδια κι απαράλλαχτα άσπρα μαντίλια, σύμβολα της χαράς και του ξεφαντώματος, φορούσαν ευκαιριακά οι κοπέλες, αλλά και οι γυναίκες, όταν το χωριό έμπαινε στον τρύγο. Οι παντρεμένες γυναίκες φορούσαν μαύρα μαντίλια, που έφεραν στο γύρω τους σταμπαρισμένα, ποικίλα, αχνά κεντήματα σε απαλές αποχρώσεις χρώματος κόκκινου, πράσινου, κίτρινου και γαλάζιου. Οι χήρες κι οι γριές φορούσαν επίσης μαύρα μαντίλια, αλλά σκέτα, δηλ. χωρίς κέντημα. Το πιο απλό και συγχρόνως πρακτικό, πρόσθετο κέντημα όλων των μαντιλιών ήταν το ποντικόδοντο, όμοιο με πριονάκι, που περιοριζόταν μονάχα στον κόθρο της προσόψής του και γινόταν για να στέκεται και να μην ξεφτίζει το μαντίλι. Το τετράγωνο αυτό μαντίλι, αφού διπλωνόταν στα δύο και έπαιρνε το σχήμα τριγώνου, δενόταν στο κεφάλι. Έξι ήταν οι κυριότεροι τρόποι δεσίματος του μαντιλιού: 1) Ουρά ή τζουβρές: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό, το μαντίλι δενόταν ανάλαφρα πίσω στο λαιμό, ώστε να αφήνει ξεσκέπαστο το πρόσωπο, ανέγγιχτη τη μπάλα του και οι δύο άκρες του να σχηματίζουν πίσω στον αυχένα ουρά. 2) Ουρανός: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό, το μαντίλι δενόταν σφιχτά πίσω στον αυχένα, ώστε να σχηματίζει μπροστά στην μπάλα θόλο, ενώ οι δύο άκρες του ρίχνονταν μπροστά. 3) Φουρτζές: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό, οι δύο άκρες του μαντιλιού περνούσαν σταυρωτά πίσω στον αυχένα και κατόπι δένονταν πάνω στο ζερβό ή δεξιό πλάι του κεφαλιού. 4) Κατσώτα: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό, το μαντίλι με δύο ειδικές καρφίτσες, μακριές με κεφάλι, σκαλωνόταν ψηλά και πίσω στον κότσο των μαλλιών και μετά, δενόταν ανάποδα πάνω στο κεφάλι. 5) Τζαντάρ: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό το μαντίλι δενόταν ελαφρά υψηλά στα μαλλιά σε σχήμα φεσιού. Αυτός ο τρόπος δεσίματος του μαντιλιού συνηθιζόταν ιδιαίτερα στο κεντροδυτικό Ζαγόρι. 6) Μπαρμπούλωμα: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό, οι δύο άκρες του μαντιλιού περνούσαν σταυρωτά κάτω και μπροστά από το λαιμό και δένοντανστη συνέχεια πάνω στην κορφή του κεφαλιού. Αυτός ο τρόπος δεσίματος του μαντιλιού, συνηθιζόταν τις καθημερινές από τις γυναίκες, που ήταν απασχολημένες με τις δουλειές του σπιτιού.
 3. Το γιλέκι ή ιλέκι μακρύ μόλις ως τη μέση, χωρίς μανίκια, ήταν ή μεταξωτό ή φτιαγμένο από ύφασμα εκλεχτής ποιότητας, γυαλιστερό, λεπτό κι ελαφρύ, μια που φοριόταν την άνοιξη και το καλοκαίρι. Μονόχρωμο συνήθως, αλλά και εμπριμέ, χρώματος κατά κανόνα καφέ ή μπλε ή βυσσινί, ήταν κεντημένο στα δύο φύλλα της μόστρας του με χρυσές μεταξωτές οτρές σε οδοντωτά ή κοχλυωτά, δηλ. σε σχήμα σαλιγκαριού με λουλουδάτα σχέδια, γνωστά με τ' όνομα γκουργκλάδες. Καθώς κούμπωνε από τη λαιμαργιά ως την ούγια του με μια πυκνή σειρά από ζάβες(κόπιτσες), άφηνε επίτηδες να φανεί ένα φανταχτερό ρέλι, που το χτυπητό του χρώμα ερχόταν σε εντυπωσιακή αντίθεση με το χρώμα του γιλέκου. Πάνω από το ρέλι αυτό, κατέληγε ένα κέντημα με δοντάκια, γνωστό για το λόγο αυτό με το όνομα πριονάκι. Εξάλλου από τα προικοσύμφωνα, μαθαίνουμε πως το γιλέκι γινόταν από ποικίλα υφάσματα, όπως από τζανφέ είδος μεταξωτού υφάσματος, από πέλο είδος βαμβακερού υφάσματος, από κουτνί είδος μεταξωτού υφάσματος, από φανέλα είδος βαμβακερού ή μάλλινου υφάσματος και από ρούχο, είδος χοντρού υφάσματος.
 4. Η φούστα ξεκινούσε από τη μέση, όπου κούμπωνε στο πλάι με μια κόπιτσα και κατέληγε κάτω από το γόνατο. Μάλλινη ή υφαντή στον αργαλειό για το χειμώνα, βαμβακερή από χασέ ή κάμποτο (είδος αλεύκαστου βαμβακερού υφάσματος) για το καλοκαίρι και από φανέλα για τις γιορτές, που ήταν μάλιστα κεντημένη στον ποδόγυρο με κεντήματα φτιαγμένα στον καμβά (καναβάτσα) σε διάφορα σχέδια και χρώματα, ήταν συνήθως φοδραρισμένη για να πέφτει καλύτερα και να μη ζαρώνει. Έφερνε ακόμα κάτω χαμηλά από μέσα ένα κυκλικό τρουκί, γνωστό με το όνομα μαλακόφ, για να κρατάει φουσκωτό το φόρεμα, μια που φοριόταν κάτω από αυτό, αλλά η γυναικεία φιλαρέσκεια δεν παράλειπε να επιδεικνύει τη φούστα ανασηκώνοντας επίτηδες το φόρεμα. Η φούστα, σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης αποτελούσε μαζί με το κοντό ή με μια ζακέτα για πανωκόρμι ένα απλό σύνολο, που προτιμούσαν οι κοπέλες και οι γυναίκες του χωριού στο καθημερινό σπορ ντύσιμο τους. Εξάλλου, από τα προικοσύμφωνα πληροφορούμαστε πως ονομαστή ήταν η φούστα της Βράνιας, περιζήτητη η φούστα της μόδας και ξεχωριστή η καμπρικένια, φούστα φτιαγμένη από καμπρίκ, είδος πολύ λεπτό μάλλινου γαλλικού υφάσματος.
 5. Το φόρεμα ή φουστάνι σαν συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς, αλλά συγχρόνως και της γυναικείας αμφίεσης, μακρύ ως τα κότσια των ποδιών, ήταν μάλλινο για το χειμώνα, βαμβακερό ή λινό για το καλοκαίρι και μεταξωτό για τις γιορτές. Φαρδύ στο πανωκόρμι και τη φούστα του, με μανίκια επίσης φαρδιά που στένευαν, καθώς κατέληγαν στον καρπό του χεριού, όπου κούμπωναν στις μανσέτες με μια ζάβα, ήταν ή με- σάτο ή με σούφρα στη μέση. Κατά κανόνα φοδραρισμένο, αλλά κι αφοδράριστο, έφερνε ακόμα από μέσα κάτω χαμηλά τον ποδόγυρο φτιαγμένο από ύφασμα αντιάνας για να στέκεται καλύτερα. Μονόχρωμο συνήθως χρώματος καφέ ή μοβ ή μπεζ, αλλά κι εμπριμέ, ήταν ή σκέτο, δηλ. χωρίς κέντημα για τις καθημερινές, ή κεντημένο για τις γιορτές. Το κέντημά του γινόταν με μεταξωτές οτρές και το κούμπωμα περιοριζόταν στη λαιμαργιά, όπου μάλιστα τα λοξά κεντήματα τα έλεγαν σπαθιά και τις μανσέτες, γνωστές με τ' όνομα πουλτσέτια. Σε άλλη περίπτωση αντί για κέντημα έφερνε σειρές από ασημόκουμπα, αραδιασμένα κατά μήκος του κουμπώματος.
Από τα προικοσύμφωνα μαθαίνουμε πως το φουστάνι γινόταν από ποικίλα υφάσματα, όπως από τζανφέ είδος μεταξωτού υφάσματος, από κλάσενα είδος μάλλινου χοντρού μπλε υφάσματος, από φασονέ είδος μάλλινου υφάσματος, από πέλο είδος βαμβακερού υφάσματος, από ρούχο είδος χοντρού υφάσματος, από αλατζά είδος βαμβακερού χοντρού υφάσματος, από ατλάζι είδος μεταξωτού υφάσματος, από ινδιάνα είδος υφάσματος από την Ινδία, από κουτνί είδος μεταξωτού υφάσματος κι από δημοκατώνι είδος λινού υφάσματος. Επίσης στα προικοσύμφωνα μνημονεύονται ονομαστικά διάφορα φορέματα, όπως το γκελμέτι ή γκελμέζι, το κιοταπί, το μαντίνι, το μποχαράκι, το νταρακλή ή ταρακλή, το σουλτανί και το τσηκμιέ. Εξάλλου ονομαστά ξένα φουστάνια ήταν το κουτνί της Βιέννης, το μεταξωτό της Βλαχιάς, το κεντητό της Νιγρίτας κι ο Σμυρνιός αλατζάς. Εγχώριο ήταν το γαλάζιο, φουστάνι γνεστικό χρώματος θαλασσί, που πλεκόταν από τις γυναίκες του χωριού στο χέρι κι ήταν ή σκέτο, δηλ. χωρίς κέντημα, ή κεντημένο με χάρτζια το καλό, με σιρίτια ή γαϊτάνια το κατώτερο. Αξιόλογα επίσης φορέματα όταν το γυναικείο αντερί, μακρύ ως τα κότσια των ποδιών, με μανίκια που κατέληγαν μόλις στον αγκώνα του χεριού, τολμηρό δείγμα νεωτερισμού για την έλλειψη κοντομάνικων γυναικείων φουστανιών, φτιαγμένο από μονόχρωμο ή ριγωτό ύφασμα, μεταξωτό ή βαμβακερό, κεντημένο με χρυσές μεταξωτές οτρές και το κορδόνι, είδος νυφιάτικου μεταξωτού φορέματος, χρώματος άσπρου και γυαλιστερού, κεντημένου επίσης με χρυσές μεταξωτές οτρές.
 6. Η ποδιά σημαντικό καλλωπιστικό συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς, ήταν φτιαγμένη από μαύρο ολομέταξο ατλάζι, φοδραρισμένο με εκλεχτό λεπτό ύφασμα για να μη ζαρώνει και να πέφτει καλύτερα. Κάτω κατέληγε σε φεστόνι, δηλ. ένα μικρό στενό λεπτό ανεβατό οδοντωτό κέντημα, που απαρτιζόταν από πολύ μικρά ανθάκια κεντημένα πάνω σε ένα πλισέ, φαρδύ όσο μισό φουρκί, γνωστό με το όνομα φρούτο, από όπου το είδος αυτό της ποδιάς ονομαζόταν «ποδιά με φρούτο». Πιο πάνω φάνταζε το ανεβατό ή γεμιστό κυρίως κέντημα της ποδιάς, φαρδύ όσο ένα φουρκί, που αποτελούνταν από τριαντάφυλλα, διάφορα λουλούδια, κλαριά και φύλλα, κεντημένα πάνω σε τελάρο με μεταξωτές κλωστές, λογιαστών φανταχτερών χρωμάτων, συναρμολογημένα όλα σε μια τέτοια αναλογική σύνθεση κι ένα τέτοιο αρμονικό συνταίριασμα, ώστε να αποτελούν ένα τέλειο σύνολο.

Η ποδιά ήταν κυρίως πρακτικό παρά καλλωπιστικό συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, μια που χρησίμευε περισσότερο, καθώς φοριόταν πάνω από το φόρεμα για να το προφυλάξει από τον καθημερινό κίνδυνο του λερώματος. Οι ποδιές που έζωναν στη μέση οι κοπέλες κι οι γυναίκες του χωριού ήταν άσπρες ή μαύρες, μάλλινες για το χειμώνα, βαμβακερές για το καλοκαίρι, από ντρίλι (είδος φτηνού βαμβακερού υφάσματος) ή ρετσίνα (είδος εγχώριου βαμβακερο΄τα υφάσματος) οι καθημερινές και από μετάξι ή κατιφέ (βελούδο) οι γιορτινές. Τα κορίτσια μόλις ξεσκολνούσαν, έζωναν στη μέση, σύμφωνα με την επιχώρια συνήθεια, άσπρη ποδιά σκέτη, δηλ. χωρίς κέντημα, που για μοναδικό στολίδι είχε συρραμμένο ολόγυρα στον κόθρο της φανταχτερό σιρίτι και πάνω δεξιά ραμμένη τσεπούλα γαρνιρισμένη με το ίδιο σιρίτι, όπου φύλαγαν το μαντιλάκι τους. Οι γυναίκες δέναν στη μέση τους μαύρη ποδιά σκέτη, δηλ. χωρίς κέντημα, με συρραμμένο ολόγυρα στον κόθρο του, ομοιόχρωμο σιρίτι και πάνω δεξιά ραμμένη μικρή τσέπη γαρνιρισμένη με το ίδιο σιρίτι, όπου φύλαγαν το μανδηλέλι τους. Οι μεταξωτές ή κατιφένιες ποδιές, που φορούσαν οι γυναίκες τις γιορτές ήταν επίσης μαύρες, αλλά κάτω κατέληγαν σε ανεβατό δαντελωτό κέντημα από άσπρη ή μαύρη δαντέλα ή σε πλισέ. Οι ποδιές αυτές ήταν επίσης στις προτιμήσεις των μετρημένων γυναικών σαν συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς. Υπήρχαν ακόμα οι πρόστυχες ποδιές καμωμένες από χοντρό κατώτερο ποιοτικά μαύρο ύφασμα, που φορούσαν οι γυναίκες στις δουλειές κι οι παρδαλές ποδιές, σύμβολα διασκεδαστικής εκτροπής, που φορούσαν ευκαιριακά οι κοπέλες, αλλά κι οι γυναίκες, όταν το χωριό έμπαινε στον τρύγο.
Ακόμα από τα προικοσύμφωνα πληροφορούμαστε πως οι γυναίκες φορούσαν ποδιές σκέτες ή κεντημένες φτιαγμένες από διάφορα υφάσματα σε ποικίλα χρώματα, πάντοτε ασορτί με τα φορέματα, όπως πελένιες που ήταν από πέλο είδος βαμβακερού υφάσματος, μπογασένιες που ήταν από μπουχασί, είδος χρωματιστού υφάσματος κόκκινου ή γαλάζιου, σατενένιες που ήταν από σατέν είδος βαμβακερού ή μάλλινου ή μεταξωτού υφάσματος, ρούχινες που ήταν από ρούχο είδος χοντρού υφάσματος, φανελένιες που ήταν από φανέλα είδος βαμβακερού ή μάλλινου υφάσματος, αμπέρι που ήταν από πράσινο ύφασμα στο χρώμα των φύλλων της αμπεριάς (γαζίας) κι υφαντές που υφαίνονταν στον αργαλειό κι ήταν μάλλινες κόκκινου χρώματος, με σχέδια σε σχήμα ψαροκόκκαλου χρώματος άσπρου, μαύρου και πράσινου, που φοριόνταν τις καθημερινές κι ήταν μακριές, γνωστές με το όνομα φούτες.

7. Το σεγκούνι, γνωστό και με το όνομα σαγιάκι-σαϊάκι ή φλοκωτό, όπως το έλεγαν στο κεντρικό Ζαγόρι, ήταν το πιο εντυπωσιακό και συγχρόνως το πιο ακριβό κομμάτι της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς. Ήταν ένα είδος μεσάτου πανωφοριού χωρίς μανίκια, ανοιχτό μπροστά και ριχτό πίσω, πού δενόταν στη μέση με ένα εσωτερικό κουμπί. Μακρύ ως τα μισά της άντζας, κατέληγε σε δύο βαθιά κοψίματα, με τα οποία χωριζόταν σε τρία φύλλα, το μεσιανό στενό και τα δύο ακρινά πλατιά. Φτιαχνόταν από δίμητο, μάλλινο χοντρό και κρουστό μαύρο ύφασμα δουλεμένο ειδικά σε όρθιο (αντρομιδίσιο) αργαλειό. Το ανεβατό κέντημά του γινόταν με μεταξωτές οτρές και κόκκινα μπρισίμια, που το χρώμα τους ήταν ανεξίτηλο. Τα είδη του κεντήματος ήταν ποικίλα, αλλά ακολουθούσαν ορισμένα κοχλιωτά, δηλ. σε σχήμα σαλιγκαριού ή κολιαντίνας, δηλ. σε σχήμα κρίκου αλυσίδας, σχέδια (πλάνα), που επαναλαμβάνονταν κάθε φορά με διάφορες παραλλαγές. Ανάλογα με την έκταση του κεντήματος ή το καπλάντισμα, το σεγκούνι διακρινόταν σε μισοσάικο ή τσαπαρένιο, σε κλειστό και σε σπατέλα. Στο μισοσάικο ή τσαπαρένιο σεγκούνι, που ήταν φοδραρισμένο με κλαρωτό ύφασμα, το κέντημα περιοριζόταν στις άκρες ολόγυρά του, στις δύο καμάρες του και την πλάτη του. Το κλειστό σεγκούνι, που ήταν φοδραρισμένο με σατέν ή εμπριμέ ύφασμα, ήταν ολοκέντητο. Το σεγκούνι σπατέλα ήταν καπλαντισμένο στα πλευρά του με δύο ορθογώνια κομμάτια κόκκινης τσόχας, γνωστής με το όνομα σπατέλα, και το υπόλοιπο κέντημά του ήταν περιορισμένο.
Ονομαστός υφαντής και κεντητής σεγκουνιών ήταν ο Δημήτριος Α. Φίτσης (1838 - 2.1.1921) από τον Ελαφότοπο, που διατηρούσε το εργαστήρι του στο μεσοχώρι, ενώ ξακουστός σεγκουνάς σε ολάκερο το Ζαγόρι ήταν ο Οδυσσέας Πανταζής από το Μονοδέντρι. Εξάλλου τα σεγκούνια ανάλογα με το κόστος τους σε παράδες ονομάζονταν εφταλιρίτικα, όσα στοίχιζαν εφτά λίρες, πενταλιρίτικα, όσα στοίχιζαν πέντε λίρες και τριαλιρίτικα, όσα στοίχιζαν τρεις λίρες. Υπήρχαν ακόμα και τα πρόστυχα, που στοίχιζαν μια λίρα κι ήταν σιριτένια, δηλ. κεντημένα με σιρίτι.

Πέρα από το σεγκούνι, που ήταν αποκλειστικό κομμάτι της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς, οι γυναίκες φορούσαν το χειμώνα και την άνοιξη διάφορα άλλα είδη πανωφοριών, κομμάτια της γυναικείας γενικά αμφίεσης, όπως το φλοκωτό ή φλοκάτα, τη σαλταμάρκα, το σαμαλατζά και το κοντό. Το φλοκωτό ή φλοκάτα ήταν χοντρό μάλλινο για το χειμώνα, ελαφρύ βαμβακερό για την άνοιξη, πανωφόρι, άσπρο ή μαύρο με φλόκια, από όπου και το όνομά του, καλό, δηλ. καλής ποιότητας για τις γιορτές, της αράδας, δηλ. κατώτερης ποιότητας για τις καθημερινές. Χειριδωτό, δηλ. με μανίκια, ήταν ή σκέτο, δηλ. χωρίς κέντημα ή αρματωμένο, δηλ. κεντημένο με τσίφτι ή σιρίτι ή γαϊτάνι ή σιριτογάιτανο. Ονομαστό ήταν το Μοσχοπολιάνικο φλοκωτό ή φλοκάτα, που προερχόταν από τη Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου. Υπήρχε ακόμα και το εγχώριο φλοκωτό ή φλοκάτα, σκέτο ή τσαπαρένιο, που ύφαιναν οι κυρές στον αργαλειό ή έπλεκαν στο χέρι, γνωστό με το όνομα οσπητίσιο ή γνεστικό. Η σαλταμάρκα ήταν κοντογούνι, δηλ. είδος κοντού χοντρού πανωφοριού, μάλλινου για το χειμώνα γουνιασμένου ειδικά με σαμούρι (η γούνα της νυφίτσας) ή γενικά με γούνα στη λαιμαργιά και τα μανίκια ή είδος αλαφρού, βαμβακερού για την άνοιξη αγούνιαστου πανωφοριού. Ακόμα η σαλταμάρκα ήταν σκέτη, δηλ. χωρίς κέντημα ή τσαπαρένια, δηλ. κεντημένη με γαϊτάνια ή σπατέλα, δηλαδή καπλαντισμένη στα δυο φύλλα της μόστρας της, με δύο ορθογώνια κομμάτια κόκκινης τσόχας, γνωστής με το όνομα σπατέλα. Ο σαμαλατζάς ήταν είδος καφτανιού, δηλαδή μακριού ως το κότσι του ποδαριού μεσάτου πανωφοριού με μακριά μανίκια, που έδενε στη μέση με μια ζώνη. Γινόταν από έτοιμο μεταξωτό ή βαμβακερό ριγωτό άσπρο και τρανταφυλλί ύφασμα, γνωστό με το όνομα σαλαματζάς, από όπου και το όνομα του σαμαλατζένιου πανωφοριού.
Το κοντό, είδος γυναικείου επενδυτή, ήταν μακρύ μόλις ως τη μέση, γεγονός στο οποίο άλλωστε χρωστούσε το όνομά του. Χειριδωτό, δηλ. με μακριά μανίκια, που κατέληγαν σε κομψά κουμίματα και κούμπωναν στα πουλτσέτια με δύο γυάλινα κουμπιά, ήταν φτιαγμένο από μάλλινα ντουμπλαρισμένα υφάσματα καλής ποιότητας, χρώματος συνήθως καφέ ή μπλε, μια που φοριόταν κυρίως το χειμώνα. Υπήρχε όμως και το βαμβακερό κοντό φτιαγμένο από πέλο ή εμπριμέ, που ήταν ελαφρύτερο και φοριόταν την άνοιξη. Το κοντό είτε μάλλινο είτε βαμβακερό κούμπωνε μπροστά με μια μονάχα ζάβα χαμηλά στη μέση κι έτσι άφηνε ανοιχτό το στήθος επίτηδες για να προβάλλεται το γιλέκο. Ήταν επίσης κεντημένο με καφέ ή μαύρες οτρές στη λαιμαργιά, τις μανσέτες και μπροστά στο στήθος, όπου μάλιστα τα κεντήματα τα έλεγαν σπαθιά. Φοριόταν κατά προτίμηση από τις μεσόκαιρες γυναίκες με τη φούστα, με την οποία αποτελούσε ένα σπορ σύνολο, παρόμοιο με το σημερινό ταγέρ. Το κοντό που φορούσαν οι γυναίκες τις καθημερινές ήταν φτιαγμένο από ρετσίνα ή άλλα φτηνά υφάσματα. Εξάλλου ονομαστό ήταν το κοντό της Βράνιας και της Βλαχιάς, μια που ιδιαίτερα μνημονεύονται στα προικοσύμφωνα.
8. Η ζώνη ή ζώστρα ήταν προπαντός καλλωπιστικό εξάρτημα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς. Διακρινόταν σε υφασμάτινη, που ήταν ομορφότερη και σε μεταλλική, που ήταν ακριβότερη. Η πρώτη γινόταν από γκρενά βελούδο ή βυσσινί ατλάζι κι ήταν κεντημένη με χρυσές μεταξωτές οτρές και στολισμένη με αστραφτερές πούλιες. Χρυσοκέντητη και ολοκέντητη σχεδόν έκλεινε με μια χειροποίητη ασημένια φλωροκαπνισμένη αγκράφα, από την οποία κρέμονταν τρία ή τέσσερα ασημένια κουδουνάκια. Η δεύτερη, σφυρηλατημένη από ατόφιο ασήμι, ήταν φυσεκωτή, δηλαδή απαρτιζόταν από λεπτά ψιλοδουλεμένα ασημένια θηλυκωτήρια, που είχαν το σχήμα φυσεκιού, από όπου και το όνομά της και συναποτελούσαν είδος φυσιγγιοθήκης. Η φλωροκαπνισμένη κατά κανόνα κούμπωνε με ένα απλό κρίκο ή με μια ασημένια αγκράφα. Εξάλλου οι μεσόκαιρες φορούσαν κατά προτίμηση Γιαννώτικη ζώνη φτιαγμένη από λεπτό βαμβακερό χρυσοκέντητο ύφασμα, που έκλεινε μπροστά με τσαπράζια πολίτικα.
Οι ζώνες που φορούσαν οι κοπέλες και οι γυναίκες του χωριού σαν καλλωπιστικό και συγχρόνως πρακτικό εξάρτημα της γυναικείας αμφίεσης ήταν ή σκέτες, δηλαδή χωρίς κέντημα ή κεντημένες, καμωμένες από διάφορα ντουμπλαρισμένα υφάσματα, όπως μάλλινες για το χειμώνα, βαμβακερές για το καλοκαίρι, πρόστυχες για τις καθημερινές και μεταξωτές για τις γιορτές. Στα προικοσύμφωνα μνημονεύεται η ζώνη της μόδας, που ακολουθούσε κάθε φορά το συρμό της εποχής και για τούτο ήταν περιζήτητη.
 
 
9. Οι πατούνες που φορούσαν οι γυναίκες είτε σαν συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς είτε σαν εξάρτημα της γυναικείας αμφίεσης παλιότερα, ήταν χοντρές άσπρες και χαμηλές ως το γόνατο, όπου δένονταν γύρω στην κλείδωσή του με μάλλινο γνέμα, με το οποίο οι γυναίκες έπλεκαν επίσης στο χέρι τα τσουράπια (κάλτσα). Οι πατούνες αυτές έφερναν στη μύτη και τη φτέρνα τους κέντημα, που γινόταν συγχρόνως με το πλέξιμό τους με γνέμα βαμμένο κόκκινο, μαύρο, μοβ, και χρυσαφί. Το κέντημα αυτό, γνωστό με το όνομα πλουμί (κεντίδι), ανάλογα με το είδος του σχεδίου του ονομαζόταν, τριφύλλι όταν έμοιαζε με το φύλλο του, γκορτσιά όταν έμοιαζε με το κλαρί της, αϊτός όταν παρίστανε το βασιλιά των πουλιών κ.ά. Στο κατόπι οι γυναίκες φορούσαν μαύρες κάλτσες πλεγμένες στο χέρι συνήθως σκέτες, μάλλινες το χειμώνα, βαμβακερές το καλοκαίρι.
 Αλλά και τα προπόδια που φορούσαν οι γυναίκες, ήταν παλιότερα άσπρα, πλεγμένα με γνέμα στο χέρι και κεντημένα στη μύτη και τη φτέρνα τους, κατά τον ίδιο κι απαράλλαχτο τρόπο που κεντούσαν τις πατούνες. Στο κατόπι τα προπόδια όπως και οι πατούνες, ήταν μαύρα σκέτα, μάλλινα για το χειμώνα, βαμβακερά για το καλοκαίρι.
10. Τα τσαρούχια, βασικό συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς τα παλιότερα χρόνια, στις μέρες μας οι γόβες. Τα τσαρούχια ήταν φτιαγμένα από κόκκινο λεπτό πρεσαριστό πετσί, που ονομαζόταν τελατίνι. Χωστά έπιαναν το ποδάρι ως τα κότσια, για να μη βγαίνουν, όταν μάλιστα η γυναίκα χόρευε. Ακόμα μονά, δηλαδή χωρίς δεύτερο πάτο και χωρίς τακούνι ήταν για αυτό ανάλαφρα και κατάλληλα για το χορό και το σεργιάνι. Φανταχτερά στην εμφάνιση είχαν στην κορυφή του ανοίγματος ολόγυρα συρραμμένο ένα σιρίτι από λεπτό μαύρο λουστρίνι κεντημένο στο χέρι με άσπρο γαζί, που ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με το μαύρο λουστρίνι. Ακόμα οι μύτες τους έφεραν μαύρες ολοστρόγγυλες φούντες από διαλεχτό μεταξωτό νήμα. Οι γυναίκες αγόραζαν τα τσαρούχια τους στο τούρκικο, όπου υπήρχαν πολλά καλά τσαρουχάδικα και αργότερα στο ελληνικό προμηθεύονταν πια τα τσαρούχια τους έτοιμα ή κατόπιν παραγγελίας, από τα ξακουστά τσαρουχάδικα των Γιαννίνων. Στις προτιμήσεις τους πρώτο ερχόταν το ονομαστό τσαρουχάδικο του Γιωργάνα. Με το τέλος του Α' παγκοσμίου πολέμου τα τσαρούχια, σαν συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς αντικαταστάθηκαν σιγά, σιγά από τις γόβες, που ήταν φτιαγμένες από μαύρο τριζάτο λουστρίνι κι είχαν ψηλό τακούνι, που χάριζε μπόι στις γυναίκες.

Τις καθημερινές οι γυναίκες φορούσαν σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, τσαρούχια με διπλό πάτο και τακούνι, οι μεσόκαιρες τσαρούχια χωρίς φούντες, αλλά με μύτες και οι γριές τις λεγόμενες κορδέλες, είδος μαύρων στρωτών χαμηλών πρόχειρων παπουτσιών όμοιων με τα πατήκια, που έδεναν όμως με κορδέλες, δηλαδή κορδόνια, από όπου και το όνομά τους. Μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο τα τσαρούχια σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης αντικαταστάθηκαν σιγά, σιγά από τα παπούτσια. Μέσα στο σπίτι οι γυναίκες φορούσαν τα πατ’ στά, είδος παντοφλών.
ΠΗΓΗ:  www.yousouroum.gr

14 Ιουλ 2011

Εκδηλώσεις στη Λεπτοκαρυά Ζαγορίου

   Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Λεπτοκαρυάς Ζαγορίου, όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος  διοργανώνει μία σειρά πολιτιστικών  εκδηλώσεων στο πανέμορφο αυτό Ζαγοροχώρι.  
Οι εκδηλώσεις αυτές περιλαμβάνουν μουσική βραδιά, ομιλίες, σεμινάριο φωτογραφίας κλπ
Στη φωτογραφία που ακολουθεί μπορείτε να δείτε το πλήρες πρόγραμμα των εκδηλώσεων και να προγραμματίσετε να παρακολουθήσετε όποια σας ενδιαφέρει. 
Μαζί με το πρόγραμμα των εκδηλώσεων σας δίνουμε και κάποιες ακόμη φωτογραφίες που πήραμε κατά την πρόσφατη επίσκεψή μας στο χωριό.



Ολοκληρώθηκε το 2o Εργαστήριο Κινηματογράφου στα Κάτω Πεδινά

Με μεγάλη επιτυχία και σε γιορτινή ατμόσφαιρα ολοκληρώθηκε το 2o Εργαστήριο Κινηματογράφου, που διοργανώθηκε και φέτος στα Κάτω Πεδινά, από την Πολιτιστική Εταιρία Ζαγορίου. Στην αυλή του παλαιού Παρθεναγωγείου και μπροστά σε πολυπληθές κοινό προβλήθηκαν τη Δευτέρα το βράδυ οι έξι μικρού μήκους ταινίες, που ξεκίνησαν και ολοκληρώθηκαν από τους μαθητές κατά τη διάρκεια του 9ήμερου Εργαστηρίου.
Λίγο νωρίτερα, ο Θάνος Αναστόπουλος, δεύτερος προσκεκλημένος σκηνοθέτης για τη φετινή διοργάνωση, είχε δώσει διάλεξη στους συμμετέχοντες του σεμιναρίου με θέμα «Με ντοκυμαντερίστικη ματιά στη μυθοπλασία της ψηφιακής εποχής». Η βραδιά ολοκληρώθηκε με την προβολή της πολυβραβευμένης ταινίας του Έλληνα σκηνοθέτη «Διόρθωση».  Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους, εκτός των άλλων και ο Δήμαρχος Ζαγορίου Γ. Παπαναστασίου, η Αντιδήμαρχος Ζαγορίου Αγγελική Αγγέλη και ο κ. Σπύρου. 

Εκκολαπτόμενοι κινηματογραφιστές, δάσκαλοι και θεατές ανανέωσαν το ραντεβού τους για το 3ο Εργαστήριο, τον Ιούλιο του 2012.

Η Πολιτιστική Εταιρία Ζαγορίου ευχαριστεί θερμά αυτούς που βοήθησαν στην πραγματοποίηση του 2ου Εργαστηρίου Κινηματογράφου στα Κάτω Πεδινά.  Τους εθελοντές δασκάλους και σκηνοθέτες Γιώργο Μακρή, Κλεάνθη Δανόπουλο, Άκη Κερσανίδη, Χρύσα Τζελέπη, Θάνο Αναστόπουλο και Πέτρο Σεβαστίκογλου, καθώς και τους υποστηρικτές και χορηγούς Περιφέρεια Ηπείρου, Δήμος Ζαγορίου, Μ.Ε.Σ. Κάτω Πεδινών, Monopatia Resort, Zagori Suites, Ξενώνας  Πρίμουλα, Πύρρειον Hotel, Ξενώνας Ελευθερία, Alto jewellery, Compass Adventures, Καφενείο «Μεσοχώρι», Εστιατόριο «Τρίτοξο», Εστιατόριο «Το παλιό Αλώνι» και Αρχοντικό Κρανά. Ειδικότερα, ευχαριστεί τους Ελένη Βήρου,  Παντελή Κολόκα, Ντίνα Παπαναστασίου, Αγγελική Αγγέλη, Βασίλη Παπαρούνα, Γιάννη Αυλωνίτη και τον Βαγγέλη Ράτσικα.