Την παραμονή των Χριστουγέννων από νωρίς το πρωί τα καλντερίμια του χωριού μας γέμιζαν από παρέες πιτσιρικάδων που τριγυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι λέγοντας τα κάλαντα στους Ντομπρινοβίτες:
«Κόλιντι, Μέλιντι,
Ντέ νι κουλάκλου Τέτα,
Σ΄μπινιάτζ Λάλα σι φιτσιόρι»
Ντέ νι κουλάκλου Τέτα,
Σ΄μπινιάτζ Λάλα σι φιτσιόρι»
Το «κουλάκλου» (κουλούρι) που οι νεαροί ζητούσαν από την θεία (τέτα), ευχόμενοι να της ζήσουν ο θείος (λάλα) και τα παιδιά (φιτσιόρι), ήταν ένα κυκλικό έδεσμα, που οι γυναίκες του χωριού μας έφτιαχναν ειδικά για την περίσταση και το έδιναν στα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα.
Οι νεαροί έδεναν στη μέση μιας βέργας μια κλωστή (ή έπαιρναν ένα ξύλο σε σχήμα ανάποδου «Τ») και περνούσαν εκεί τα κουλούρια που έπαιρναν.
Όλες οι νοικοκυρές του χωριού φρόντιζαν να δίνουν κάτι στα παιδιά ακόμη και στους πιο δύσκολους καιρούς.
Αν κάποια από αυτές όμως τύχαινε και δεν καλοδεχόταν τους νεαρούς, άκουγε στον ρυθμό των καλάντων τις προθέσεις τους, που δεν ήταν καθόλου ευγενικές:
«Σι μι κάκου του βάτρα, σι μι κίσιου του ουαλ».
Από την ημέρα της παραμονής των Χριστουγέννων σε κάθε σπίτι του χωριού μας άναβαν το τζάκι και φρόντιζαν αυτό να μην σβήσει ποτέ, ως και την ημέρα των «Φώτων».Οι νεαροί έδεναν στη μέση μιας βέργας μια κλωστή (ή έπαιρναν ένα ξύλο σε σχήμα ανάποδου «Τ») και περνούσαν εκεί τα κουλούρια που έπαιρναν.
Όλες οι νοικοκυρές του χωριού φρόντιζαν να δίνουν κάτι στα παιδιά ακόμη και στους πιο δύσκολους καιρούς.
Αν κάποια από αυτές όμως τύχαινε και δεν καλοδεχόταν τους νεαρούς, άκουγε στον ρυθμό των καλάντων τις προθέσεις τους, που δεν ήταν καθόλου ευγενικές:
«Σι μι κάκου του βάτρα, σι μι κίσιου του ουαλ».
Η στάχτη από όλες αυτές τις μέρες μαζευόταν στην άκρη του τζακιού και την ημέρα των «Φώτων» σκορπιζόταν στα χωράφια και στους κήπους (για να έχουν πολλούς καρπούς) κάθε οικογένειας.
Τα πιο παλιά χρόνια η καμπάνα του Αγίου Νικολάου χτυπούσε τα μεσάνυκτα και ο παπάς του χωριού άρχιζε τότε την λειτουργία των Χριστουγέννων.
Αργότερα όμως η ώρα άλλαξε και η καμπάνα της εκκλησίας μας καλούσε πλέον τους πιστούς στις 5 το πρωί.
Από το ξημέρωμα των Χριστουγέννων και για το επόμενο δωδεκαήμερο οι γυναίκες ξεκινούσαν να θυμιατίζουν το σπίτι και τους γύρω χώρους, ώστε να διώξουν τους καλικάντζαρους (σαϊτάνιδες) που πίστευαν πως τις μέρες των Χριστουγέννων άφηναν τον καταχθόνιο κόσμο τους και ανέβαιναν στην γη για να πειράξουν τους ανθρώπους.
Αργότερα όμως η ώρα άλλαξε και η καμπάνα της εκκλησίας μας καλούσε πλέον τους πιστούς στις 5 το πρωί.
Από το ξημέρωμα των Χριστουγέννων και για το επόμενο δωδεκαήμερο οι γυναίκες ξεκινούσαν να θυμιατίζουν το σπίτι και τους γύρω χώρους, ώστε να διώξουν τους καλικάντζαρους (σαϊτάνιδες) που πίστευαν πως τις μέρες των Χριστουγέννων άφηναν τον καταχθόνιο κόσμο τους και ανέβαιναν στην γη για να πειράξουν τους ανθρώπους.
Η ημέρα των Χριστουγέννων ήταν μια σημαντική μέρα για τους Ντομπρινοβίτες που συνήθιζαν αυτές τις μέρες να υποδέχονται στο χωριό τους ξενιτεμένους συγγενείς τους.
Οι συχωριανοί μας θεωρούσαν πως το κάθε σπίτι γιόρταζε την μέρα αυτή και έτσι οι επισκέψεις στους Ντομπρινοβίτες που γιόρταζαν το όνομα τους γινόταν την επόμενη μέρα.
Ένα έθιμο που δεν συναντάτε στα διπλανά χωριά και που ισχύει ως και τις μέρες μας (το ίδιο συμβαίνει στο χωριό μας και γι΄ αυτούς που γιορτάζουν το Πάσχα).
Τα Χριστούγεννα σήμαινε και το τέλος της Σαρανταήμερης νηστείας, στην οποία ακόμη και οι πιο μικροί Ντομπρινοβίτες «κρατούσαν», αφού ήταν παλιά συνήθεια οι περισσότεροι να μεταλαβαίνουν την ημέρα αυτή.
Οι ετοιμασίες για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι ξεκινούσαν σε κάθε σπίτι από νωρίς το πρωί..
Οι γυναίκες του σπιτιού ζύμωναν και έψηναν το «Χριστόψωμο» (ένα μελωμένο ψωμί που στην πάνω όψη του είχε τον σταυρό) ενώ ετοίμαζαν και τα υπόλοιπα φαγητά.
Στο τραπέζι στρώνονταν πάντα και κάποια αδειανά πιάτα για τους συγγενείς που έλειπαν, αφού η κάθε οικογένεια είχε την ελπίδα πως έστω και την τελευταία στιγμή τα αγαπημένα τους πρόσωπα που απουσίαζαν θα επέστρεφαν στο σπίτι τους.
Οι συχωριανοί μας θεωρούσαν πως το κάθε σπίτι γιόρταζε την μέρα αυτή και έτσι οι επισκέψεις στους Ντομπρινοβίτες που γιόρταζαν το όνομα τους γινόταν την επόμενη μέρα.
Ένα έθιμο που δεν συναντάτε στα διπλανά χωριά και που ισχύει ως και τις μέρες μας (το ίδιο συμβαίνει στο χωριό μας και γι΄ αυτούς που γιορτάζουν το Πάσχα).
Τα Χριστούγεννα σήμαινε και το τέλος της Σαρανταήμερης νηστείας, στην οποία ακόμη και οι πιο μικροί Ντομπρινοβίτες «κρατούσαν», αφού ήταν παλιά συνήθεια οι περισσότεροι να μεταλαβαίνουν την ημέρα αυτή.
Οι ετοιμασίες για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι ξεκινούσαν σε κάθε σπίτι από νωρίς το πρωί..
Οι γυναίκες του σπιτιού ζύμωναν και έψηναν το «Χριστόψωμο» (ένα μελωμένο ψωμί που στην πάνω όψη του είχε τον σταυρό) ενώ ετοίμαζαν και τα υπόλοιπα φαγητά.
Στο τραπέζι στρώνονταν πάντα και κάποια αδειανά πιάτα για τους συγγενείς που έλειπαν, αφού η κάθε οικογένεια είχε την ελπίδα πως έστω και την τελευταία στιγμή τα αγαπημένα τους πρόσωπα που απουσίαζαν θα επέστρεφαν στο σπίτι τους.
Κύριο φαγητό σε κάθε Χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν (και είναι) τα γιαπράκια.
Οι λαχανοντολμάδες, λέγεται πως συμβολίζουν τα σπάργανα του νεογέννητου Χρηστού και οι νοικοκυρές των σπιτιών φρόντιζαν να υπάρχουν σε κάθε σπίτι.
Πολλές οικογένειες συνήθιζαν για «κουρμπάνι» (τάμα) να σφάζουν αυτή τη μέρα το καλύτερο αρνί που διέθεταν.
Φυσικά από το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι δεν θα μπορούσε να λείψει το κρασί, αλλά και το αρμοζούμι που αποδεικνυόταν ιδιαίτερα χρήσιμο για όσους τους παρέσερνε το «κλίμα των ημερών» και έπιναν λίγο παραπάνω.
ΠΗΓΗ: iliochori.eu
Οι λαχανοντολμάδες, λέγεται πως συμβολίζουν τα σπάργανα του νεογέννητου Χρηστού και οι νοικοκυρές των σπιτιών φρόντιζαν να υπάρχουν σε κάθε σπίτι.
Πολλές οικογένειες συνήθιζαν για «κουρμπάνι» (τάμα) να σφάζουν αυτή τη μέρα το καλύτερο αρνί που διέθεταν.
Φυσικά από το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι δεν θα μπορούσε να λείψει το κρασί, αλλά και το αρμοζούμι που αποδεικνυόταν ιδιαίτερα χρήσιμο για όσους τους παρέσερνε το «κλίμα των ημερών» και έπιναν λίγο παραπάνω.
ΠΗΓΗ: iliochori.eu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου