Ιστορικά στοιχεία - αρχιτεκτονική ναού
Η Μονή της Κοίμησης Θεοτόκου Βισοκού, βρίσκεται σ’ ένα μικρό οροπέδιο σε απόσταση 3 χλμ. από το χωριό Καλουτά ή Καλωτά του Κεντρικού Ζαγορίου το οποίο έχει αναλάβει και την επίβλεψη της Μονής.Το χωριό Καλουτά απέχει 47 χλμ. από την πόλη των Ιωαννίνων. Εκκλησιαστικά υπάγεται στη Μονή Βουτσάς (Γρεβενήτι Ανατολικού Ζαγορίου. Η ονομασία Βισοκός, ετυμολογείται από τη σλαβική λέξη “vysokb”, που σημαίνει τόπος υψηλός, ενώ στο τοπικό ιδίωμα προφέρει το τοπωνύμιο “στου φισκό” ή “στου βρισκό”, κατά παρετυμολογία της λέξεως φυσικό.
Στη θέση του μοναστηριού υπήρχε ομώνυμος οικισμός και ήταν σε σημείο με εμπορική αξία καθώς ήταν πέρασμα από τη Θεσσαλία για την Ήπειρο και τα λιμάνια της Αδριατικής. Υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά, ιστορικά και πνευματικά κέντρα της Ηπείρου.
Από την υπέρθυρη επιγραφή της κύριας εισόδου του καθολικού, πληροφορούμαστε ότι χτίστηκε από κάποιο τοπικό άρχοντα ονομαζόμενο Μιχαήλ, το 1114 και ανακαινίστηκε το 1787 από τον σεβαστό ηγούμενο Κωνστάντιο. Η ίδια επιγραφή μας πληροφορεί ότι τοιχογραφήθηκε το 1818:
‘‘ ΕΚΤΙΣΤΗ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΜΟΝΑΣΤΙΡΗΟΝ ΟΙΠΟ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΕΣΤΑΤΟΥ ΑΡΧΩΝΤΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΤΗΣ ΑΥΤΗΣ ΧΟΡΑΣ ΒΙΣΟΚΟ ’ΕΤΟΥΣ 1114. ΕΟΝΙΑ ΤΟΥ ΟΙ ΜΝΙΜΙ. ΕΤΗ ΔΕ ΑΝΑΚΕΝΙΣΘΗ ΥΠΟ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΥΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΑΥΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΕΤΟΥΣ 1787. ΕΟΝΙΑ ΤΟΥ Η ΜΝΙΜΗ και ΕΖΟΓΡΑΦΙΣΤΙ ΔΙΑ ΣΙΝΔΡΟΜΙΣ ΚΕ ΕΠΙΜΕΛΙΑΣ ΑΝΘΙΜΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΤΗΣ ΑΥΤΗΣ ΜΟΝΗΣ. ΔΙΕΞΟΔΟΝ ΤΟΝ ΑΥΤΑΔΕΛΦΟΝ ΘΕΟΔΟΡΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΙΤΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΕΚ ΧΟΡΑΣ ΤΖΟΥΤΙΛΑ ΕΤΟΥΣ 1818 ΜΑΙΟΥ 3 ΕΟΝΙΑ ΤΟΥΣ Ι ΜΝΙΜΗ. ΔΙΑ ΧΙΡΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΠΠΕΣΟΒΙΤΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΝ ΤΣΕΠΕΛΟΒΙΤ.’’
Από μία άλλη επιγραφή στην ξύλινη οροφή του ναού και συγκεκριμένα την επιγραφή που περιτρέχει την παράσταση του «Παντοκράτορα», μαθαίνουμε ότι το ξύλινο ταβάνι – στη σημερινή τουλάχιστον μορφή του – έγινε το 1904 με έξοδα του ΣΤΕΦΑΝΟΥ Γ. ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΑ:
‘’ 1904 Ιανουάρ 31. ΔΙ ΕΞΟΔΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΥ. Γ. ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΑ. ΚΥΡΙΕ ΕΠΙΒΛΕΨΟΝ ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΙΔΕ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕ ΤΗΝ ΑΜΠΕΛΟΝ ΤΑΥΤΗΝ ΗΝ ΕΦΙΤΕΥΣΕ Η ΔΕΞΙΑ ΣΟΥ.’’
Η διάταξη του μοναστηριακού συγκροτήματος ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό τύπο του «περίκλειστου». Περιβάλλεται στις τρεις πλευρές του από ψηλό περίβολο που συγχρόνως αποτελεί και τον εξωτερικό τοίχο των κελιών.
Το συγκρότημα παρουσιάζει στην κάτοψη ακανόνιστα ορθογώνιο σχήμα, με το καθολικό κανονικά προσανατολισμένο – με την αψίδα στην ανατολή – και τοποθετημένο στη νότια πλευρά του μοναστηριού.
Από τη βόρεια πλευρά του καθολικού αναπτύσσονται αντικριστά οι δύο πτέρυγες των κελιών με κατεύθυνση προς βορρά, γύρω από μία μικρή αυλή, που την θεωρούμε ως εσωτερική.
Ένας μικρός διάδρομος κάτω από την ανωδομή της βόρειας πτέρυγας των κελιών καταλήγει στην πρώτη είσοδο που κλείνει με ξύλινη δίφυλλη πόρτα και οδηγεί σε μία δεύτερη αυλή που τη θεωρούμε εξωτερική και από εκεί μέσω κλειστού διαδρόμου στην έξοδο του μοναστηριού που στεγάζεται με πρόπυλο.
Στα δυτικά της μικρής εξωτερικής αυλής διαμορφώνονται κελιά – αποθήκες που εφάπτονται στην τοιχοποιία των κελιών της εσωτερικής αυλής.
Ο ναός ανήκει στον απλό τύπο της μονόχωρης Βασιλικής με στενή ημικυκλική αψίδα που προεξέχει ανατολικά και ενσωματωμένο στην κάτοψη, νάρθηκα – γυναικωνίτη υπερυψωμένο στα δυτικά.
Στη βόρεια πλευρά ανοίγεται ένα προστώο – χαγιάτι που στηρίζεται σε τρεις τετράγωνους πεσσούς και περιβάλλεται από χτιστό πέτρινο πεζούλι. Το προστώο, κατά μήκος της βόρειας πλευράς, καταλήγει στα ανατολικά σε μικρό χώρο προσαρτημένο στο ιερό του ναού και χρησίμευε προφανώς για οστεοφυλάκιο.
Η αψίδα στα ανατολικά είναι ημικυκλική ενώ εξωτερικά η λιθοδομή είναι εννιάπλευρη, τυπικό για τους ναούς του 18ου αι. Στο κέντρο έχει ένα μικρό στενό παράθυρο, τύπου πολεμίστρας, τυπικό κι αυτό της Μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής.
Στον χαρακτηριστικό τύπο της Ηπειρωτικής Βασιλικής, που ακμάζει ιδιαίτερα τον 18ο αι., ανήκει και η τετράριχτη από σκούρα σχιστόπλακα στέγη, που στη βόρεια πλευρά της επιμηκύνεται για να καλύψει το χαγιάτι.
Στη νότια πλευρά ανοίγονται τρία παράθυρα στον κυρίως ναό και ένα στο νάρθηκα.
Η κύρια είσοδος στο ναό βρίσκεται στη βόρεια πλευρά. Έχει μονόλιθο υπέρθυρο που σχηματίζει το μουσουλμανικό θλαστό τόξο, ενώ σκαλίζονται στην επιφάνεια του άκομψα επιπεδόγλυφοι ρόδακες και αστέρες. Στην ίδια πλευρά βρίσκεται και η είσοδος του νάρθηκα, μικρών διαστάσεων, απολήγει σε τεθλασμένο ορθογώνιο υπέρθυρο, ενώ η ξύλινη πόρτα έχει εμφανή τα ίχνη της παλαιόπορτας (καρφιά με φαρδιά κεφαλή, χειρολαβή τυπική των οικημάτων του 18ου αι.).
Στο εσωτερικό του ναού τέσσερα απότομα σκαλοπάτια οδηγούν μέσα από χαμηλό άνοιγμα, από τον κυρίως ναό, στον υπερυψωμένο νάρθηκα, ενώ η επικοινωνία τους υποβοηθείται και από δύο ορθογώνια ανοίγματα εκατέρωθεν της πόρτας, που καλύπτονται από καφασωτό, κατά τη συνήθεια των χρόνων της τουρκοκρατίας.
Το καθολικό μένει εκτός περιβόλου στα νότια του συγκροτήματος ενώ μια αντηρίδα που έχει κτιστεί στη Ν.Α. γωνία του δίπλα από την αψίδα, δεν φαίνεται να εξυπηρετεί σε τίποτε.
Το σύστημα τοιχοποιίας του καθολικού, που προηγείται χρονολογικά των κελιών, αποτελείται από μεγάλους και μικρούς λίθους, τοπικής προέλευσης, χονδρολαξευμένους και τοποθετημένους με οριζόντια διάθεση χωρίς την παρεμβολή κονιάματος, παρά μόνο χρησιμοποιείται σαν συνδετικό κονίαμα χώμα που επιφανειακά είναι αρμολογημένο με ασβεστοκονίαμα. Το συνδετικό κονίαμα είναι εμφανέστερο στη νότια πλευρά.
Το πάχος των τοίχων είναι ομοιόμορφο σε όλες τις πλευρές, ενώ κάποιες μεταγενέστερες επισκευές στο νότιο και δυτικό τμήμα του νάρθηκα και το δυτικό τμήμα του χαγιατιού δεν αλλοίωσαν το αρχικό πάχος και το σχήμα.
Οι μεταγενέστερες επεμβάσεις στο καθολικό έγιναν, ένα τμήμα με ξερολιθιά και εμφανείς ξυλοδεσιές με μέση απόσταση μεταξύ τους 1,40 μ. και τοιχοποιία με τσιμεντοκονίαμα και οριζόντια σενάζ από οπλισμένο σκυρόδεμα.
Η στέγη έχει ξύλινο φέροντα οργανισμό, ζευκτά από κορμούς δέντρων, και πέτσωμα με πέταυρα, όπου τοποθετήθηκε η τελική επικάλυψη από σχιστόπλακα της περιοχής, τυπικό παράδειγμα της περιοχής του Ζαγορίου.
Το καθολικό του ναού είναι κατάγραφο από τοιχογραφίες τόσο στους εσωτερικούς τοίχους όσο και στους νότιο και ανατολικό τοίχο του προστώου που είναι προστατευμένοι από το χαγιάτι.
Η κτητορική επιγραφή άνωθεν της κύριας εισόδου του καθολικού, μας πληροφορεί ότι ο ναός τοιχογραφήθηκε το 1818 από τον Καπεσοβίτη Αναστάσιο Αναγνώστη υιό Οικονόμου και τον υιό (του;) Γεώργιο τον Τσεπελοβίτη. Ο ίδιος καπεσοβίτης ζωγράφος αγιογράφησε το ναό του αγ. Μγνά στο Δίκορφο.
Στη μονή Βισοκού οι ζωγράφοι είναι εξαιρετικά πιστοί στην παράδοση και ως προς το εικονογραφικό πρόγραμμα αλλά και ως προς την τεχνοτροπία, όπως δείχνουν τα ψιλόλιγνα σώματα με το ωραίο σχέδιο και τους συνδυασμούς θερμών και ψυχρών χρωμάτων. Μόνο τα όμορφα, γεμάτα ωραιοπάθεια πρόσωπα, με τους ανοιχτούς τόνους δείχνουν καθαρά την εποχή και τις τάσεις της ζωγραφικής μιας ομάδας που κυριαρχεί στην Ήπειρο μέχρι τα μέσα του 19ου αι.
Η Μονή της Κοίμησης Θεοτόκου Βισοκού, βρίσκεται σ’ ένα μικρό οροπέδιο σε απόσταση 3 χλμ. από το χωριό Καλουτά ή Καλωτά του Κεντρικού Ζαγορίου το οποίο έχει αναλάβει και την επίβλεψη της Μονής.Το χωριό Καλουτά απέχει 47 χλμ. από την πόλη των Ιωαννίνων. Εκκλησιαστικά υπάγεται στη Μονή Βουτσάς (Γρεβενήτι Ανατολικού Ζαγορίου. Η ονομασία Βισοκός, ετυμολογείται από τη σλαβική λέξη “vysokb”, που σημαίνει τόπος υψηλός, ενώ στο τοπικό ιδίωμα προφέρει το τοπωνύμιο “στου φισκό” ή “στου βρισκό”, κατά παρετυμολογία της λέξεως φυσικό.
Στη θέση του μοναστηριού υπήρχε ομώνυμος οικισμός και ήταν σε σημείο με εμπορική αξία καθώς ήταν πέρασμα από τη Θεσσαλία για την Ήπειρο και τα λιμάνια της Αδριατικής. Υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά, ιστορικά και πνευματικά κέντρα της Ηπείρου.
Από την υπέρθυρη επιγραφή της κύριας εισόδου του καθολικού, πληροφορούμαστε ότι χτίστηκε από κάποιο τοπικό άρχοντα ονομαζόμενο Μιχαήλ, το 1114 και ανακαινίστηκε το 1787 από τον σεβαστό ηγούμενο Κωνστάντιο. Η ίδια επιγραφή μας πληροφορεί ότι τοιχογραφήθηκε το 1818:
‘‘ ΕΚΤΙΣΤΗ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΜΟΝΑΣΤΙΡΗΟΝ ΟΙΠΟ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΕΣΤΑΤΟΥ ΑΡΧΩΝΤΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΤΗΣ ΑΥΤΗΣ ΧΟΡΑΣ ΒΙΣΟΚΟ ’ΕΤΟΥΣ 1114. ΕΟΝΙΑ ΤΟΥ ΟΙ ΜΝΙΜΙ. ΕΤΗ ΔΕ ΑΝΑΚΕΝΙΣΘΗ ΥΠΟ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΥΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΑΥΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΕΤΟΥΣ 1787. ΕΟΝΙΑ ΤΟΥ Η ΜΝΙΜΗ και ΕΖΟΓΡΑΦΙΣΤΙ ΔΙΑ ΣΙΝΔΡΟΜΙΣ ΚΕ ΕΠΙΜΕΛΙΑΣ ΑΝΘΙΜΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΤΗΣ ΑΥΤΗΣ ΜΟΝΗΣ. ΔΙΕΞΟΔΟΝ ΤΟΝ ΑΥΤΑΔΕΛΦΟΝ ΘΕΟΔΟΡΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΙΤΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΕΚ ΧΟΡΑΣ ΤΖΟΥΤΙΛΑ ΕΤΟΥΣ 1818 ΜΑΙΟΥ 3 ΕΟΝΙΑ ΤΟΥΣ Ι ΜΝΙΜΗ. ΔΙΑ ΧΙΡΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΠΠΕΣΟΒΙΤΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΝ ΤΣΕΠΕΛΟΒΙΤ.’’
Από μία άλλη επιγραφή στην ξύλινη οροφή του ναού και συγκεκριμένα την επιγραφή που περιτρέχει την παράσταση του «Παντοκράτορα», μαθαίνουμε ότι το ξύλινο ταβάνι – στη σημερινή τουλάχιστον μορφή του – έγινε το 1904 με έξοδα του ΣΤΕΦΑΝΟΥ Γ. ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΑ:
‘’ 1904 Ιανουάρ 31. ΔΙ ΕΞΟΔΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΥ. Γ. ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΑ. ΚΥΡΙΕ ΕΠΙΒΛΕΨΟΝ ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΙΔΕ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕ ΤΗΝ ΑΜΠΕΛΟΝ ΤΑΥΤΗΝ ΗΝ ΕΦΙΤΕΥΣΕ Η ΔΕΞΙΑ ΣΟΥ.’’
Η διάταξη του μοναστηριακού συγκροτήματος ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό τύπο του «περίκλειστου». Περιβάλλεται στις τρεις πλευρές του από ψηλό περίβολο που συγχρόνως αποτελεί και τον εξωτερικό τοίχο των κελιών.
Το συγκρότημα παρουσιάζει στην κάτοψη ακανόνιστα ορθογώνιο σχήμα, με το καθολικό κανονικά προσανατολισμένο – με την αψίδα στην ανατολή – και τοποθετημένο στη νότια πλευρά του μοναστηριού.
Από τη βόρεια πλευρά του καθολικού αναπτύσσονται αντικριστά οι δύο πτέρυγες των κελιών με κατεύθυνση προς βορρά, γύρω από μία μικρή αυλή, που την θεωρούμε ως εσωτερική.
Ένας μικρός διάδρομος κάτω από την ανωδομή της βόρειας πτέρυγας των κελιών καταλήγει στην πρώτη είσοδο που κλείνει με ξύλινη δίφυλλη πόρτα και οδηγεί σε μία δεύτερη αυλή που τη θεωρούμε εξωτερική και από εκεί μέσω κλειστού διαδρόμου στην έξοδο του μοναστηριού που στεγάζεται με πρόπυλο.
Στα δυτικά της μικρής εξωτερικής αυλής διαμορφώνονται κελιά – αποθήκες που εφάπτονται στην τοιχοποιία των κελιών της εσωτερικής αυλής.
Ο ναός ανήκει στον απλό τύπο της μονόχωρης Βασιλικής με στενή ημικυκλική αψίδα που προεξέχει ανατολικά και ενσωματωμένο στην κάτοψη, νάρθηκα – γυναικωνίτη υπερυψωμένο στα δυτικά.
Στη βόρεια πλευρά ανοίγεται ένα προστώο – χαγιάτι που στηρίζεται σε τρεις τετράγωνους πεσσούς και περιβάλλεται από χτιστό πέτρινο πεζούλι. Το προστώο, κατά μήκος της βόρειας πλευράς, καταλήγει στα ανατολικά σε μικρό χώρο προσαρτημένο στο ιερό του ναού και χρησίμευε προφανώς για οστεοφυλάκιο.
Η αψίδα στα ανατολικά είναι ημικυκλική ενώ εξωτερικά η λιθοδομή είναι εννιάπλευρη, τυπικό για τους ναούς του 18ου αι. Στο κέντρο έχει ένα μικρό στενό παράθυρο, τύπου πολεμίστρας, τυπικό κι αυτό της Μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής.
Στον χαρακτηριστικό τύπο της Ηπειρωτικής Βασιλικής, που ακμάζει ιδιαίτερα τον 18ο αι., ανήκει και η τετράριχτη από σκούρα σχιστόπλακα στέγη, που στη βόρεια πλευρά της επιμηκύνεται για να καλύψει το χαγιάτι.
Στη νότια πλευρά ανοίγονται τρία παράθυρα στον κυρίως ναό και ένα στο νάρθηκα.
Η κύρια είσοδος στο ναό βρίσκεται στη βόρεια πλευρά. Έχει μονόλιθο υπέρθυρο που σχηματίζει το μουσουλμανικό θλαστό τόξο, ενώ σκαλίζονται στην επιφάνεια του άκομψα επιπεδόγλυφοι ρόδακες και αστέρες. Στην ίδια πλευρά βρίσκεται και η είσοδος του νάρθηκα, μικρών διαστάσεων, απολήγει σε τεθλασμένο ορθογώνιο υπέρθυρο, ενώ η ξύλινη πόρτα έχει εμφανή τα ίχνη της παλαιόπορτας (καρφιά με φαρδιά κεφαλή, χειρολαβή τυπική των οικημάτων του 18ου αι.).
Στο εσωτερικό του ναού τέσσερα απότομα σκαλοπάτια οδηγούν μέσα από χαμηλό άνοιγμα, από τον κυρίως ναό, στον υπερυψωμένο νάρθηκα, ενώ η επικοινωνία τους υποβοηθείται και από δύο ορθογώνια ανοίγματα εκατέρωθεν της πόρτας, που καλύπτονται από καφασωτό, κατά τη συνήθεια των χρόνων της τουρκοκρατίας.
Το καθολικό μένει εκτός περιβόλου στα νότια του συγκροτήματος ενώ μια αντηρίδα που έχει κτιστεί στη Ν.Α. γωνία του δίπλα από την αψίδα, δεν φαίνεται να εξυπηρετεί σε τίποτε.
Το σύστημα τοιχοποιίας του καθολικού, που προηγείται χρονολογικά των κελιών, αποτελείται από μεγάλους και μικρούς λίθους, τοπικής προέλευσης, χονδρολαξευμένους και τοποθετημένους με οριζόντια διάθεση χωρίς την παρεμβολή κονιάματος, παρά μόνο χρησιμοποιείται σαν συνδετικό κονίαμα χώμα που επιφανειακά είναι αρμολογημένο με ασβεστοκονίαμα. Το συνδετικό κονίαμα είναι εμφανέστερο στη νότια πλευρά.
Το πάχος των τοίχων είναι ομοιόμορφο σε όλες τις πλευρές, ενώ κάποιες μεταγενέστερες επισκευές στο νότιο και δυτικό τμήμα του νάρθηκα και το δυτικό τμήμα του χαγιατιού δεν αλλοίωσαν το αρχικό πάχος και το σχήμα.
Οι μεταγενέστερες επεμβάσεις στο καθολικό έγιναν, ένα τμήμα με ξερολιθιά και εμφανείς ξυλοδεσιές με μέση απόσταση μεταξύ τους 1,40 μ. και τοιχοποιία με τσιμεντοκονίαμα και οριζόντια σενάζ από οπλισμένο σκυρόδεμα.
Η στέγη έχει ξύλινο φέροντα οργανισμό, ζευκτά από κορμούς δέντρων, και πέτσωμα με πέταυρα, όπου τοποθετήθηκε η τελική επικάλυψη από σχιστόπλακα της περιοχής, τυπικό παράδειγμα της περιοχής του Ζαγορίου.
Το καθολικό του ναού είναι κατάγραφο από τοιχογραφίες τόσο στους εσωτερικούς τοίχους όσο και στους νότιο και ανατολικό τοίχο του προστώου που είναι προστατευμένοι από το χαγιάτι.
Η κτητορική επιγραφή άνωθεν της κύριας εισόδου του καθολικού, μας πληροφορεί ότι ο ναός τοιχογραφήθηκε το 1818 από τον Καπεσοβίτη Αναστάσιο Αναγνώστη υιό Οικονόμου και τον υιό (του;) Γεώργιο τον Τσεπελοβίτη. Ο ίδιος καπεσοβίτης ζωγράφος αγιογράφησε το ναό του αγ. Μγνά στο Δίκορφο.
Στη μονή Βισοκού οι ζωγράφοι είναι εξαιρετικά πιστοί στην παράδοση και ως προς το εικονογραφικό πρόγραμμα αλλά και ως προς την τεχνοτροπία, όπως δείχνουν τα ψιλόλιγνα σώματα με το ωραίο σχέδιο και τους συνδυασμούς θερμών και ψυχρών χρωμάτων. Μόνο τα όμορφα, γεμάτα ωραιοπάθεια πρόσωπα, με τους ανοιχτούς τόνους δείχνουν καθαρά την εποχή και τις τάσεις της ζωγραφικής μιας ομάδας που κυριαρχεί στην Ήπειρο μέχρι τα μέσα του 19ου αι.
ΠΗΓΗ: www.aeinaes.com
Ευχαριστούμε που αναφέρατε το site μας ως πηγή του άρθρου σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια για το εγχείρημά σας.