ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΕΙΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ΣΤΟ:

iliochori@gmail.com


6 Αυγ 2011

Το πανηγύρι της μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Ηλιοχώρι *


  Το Ντομπρίνοβο έχει πολλά να διηγηθεί από τα περασμένα του χρόνια. Πολλά μένουν στην θύμηση των γεροντότερων, γιατί τα παλιά χρόνια ήταν ένα κεφαλοχώρι, πρώτο σε παραγωγή σταφυλιών και κρασιών στην περιοχή του. Με όνομα γνωστό,  με αρχοντικά που χάθηκαν, με παραδόσεις που κινδυνεύουν να λησμονηθούν, με πανηγύρια και γιορτές που ξεχνιούνται.
Ένα απ' αυτά τα πανηγύρια ήταν το αφιερωμένο στη γιορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που γινόταν στις 6 Αυγούστου και διαρκούσε δύο μέρες.
Θα προσπαθήσω να το περιγράψω με περισσότερες λεπτομέρειες, όπως ακριβώς το γιόρταζαν οι παλιότεροι κάτοικοι του Ντομπρίνοβου, για να το μάθουν κ' οι νεότεροι.
Τρία περίπου χιλιόμετρα προς το βορειοδυτικό μέρος του χωρίου, στη τοποθεσία «Μπόγκοβου», είναι κτισμένο από τα χέρια των παππούδων προγόνων της οικογένειας Χαραχούσου το ξωκκλήσι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
 
  Το ξωκκλήσι αυτό, το όποιο σήμερα έχει καταρρεύσει, είναι πνιγμένο από τα γέρικα δένδρα, δάσος ολόκληρο, που αιώνες τώρα χέρι ανθρώπινο δεν έκοψε κλαράκι, γιατί είναι το δάσος «ιερό», είναι το «βακούφικο», που ανήκει μόνο στη Θεία Χάρη.
Ενθυμούμαι καλά ότι ήτανε ένα μικρό πέτρινο εκκλησάκι σκεπασμένο με μαύρες βαρείες πλάκες. Είχε μέσα εξ στασίδια, ένα μικρό τέμπλο που χώριζε το άγιο βήμα.
Η εικόνα της Μεταμορφώσεως ήτανε βυζαντινή και την είχαν φέρει από την Κωνσταντινούπολη οι παππούδες του Χαραχούσου.
Το μικρό του δάπεδο ήταν πλακόστρωτο κ' είχε ένα παραθυράκι στο δεξιό μέρος. Την ήμερα του Σωτήρος, απ' τα χαράματα, χτυπούσε η καμπάνα του χωριού φέρνοντας το μήνυμα του πανηγυριού σ' όλα τα σπίτια. Ο παπάς του χωριού με τον κανδηλανάπτη ξεκινούσαν πρωί-πρωί για το ξωκκλήσι στην τοποθεσία «Μπόγκοβου».
Πήγαιναν αυτοί πρώτοι ν' ανοίξουν, να βγάλουν την εικόνα έξω, ακουμπισμένη στο μικρό τραπεζάκι, στολισμένο με τ' αγριολούλουδα, που γύρω απ' το ξωκκλήσι χύνουν το βαρύ μεθυστικό τους άρωμα.
Μόλις ό ήλιος χρύσωνε τα βουνά, αρχίζανε οι χωριανοί να ετοιμάζουν τα ζωντανά για να πάνε στο πανηγύρι.
Άλογα, μουλάρια, ταπεινά γαϊδουράκια, στολισμένα όλα με τα γιορτινά τους στα σαμάρια. Κόκκινες, πράσινες, κίτρινες, γαλάζιες βελέντζες, πολύχρωμα σακκούλια φορτωμένα, παιδιά και γέροντες καβάλα στο σαμάρι.
Τα ζώα τα τραβούσανε νέες κοπέλες ντυμένες στα γιορτινά· οι νυφάδες με τις τραχηλιές στα στήθη, τη χρυσοκέντητη σκούφια στο κεφάλι, μ' αραδιαστά τα φλουριά, την φλοκάτα και τις κεντημένες ποδιές ομόρφαιναν το μακρυνό δρόμο εκείνη την ημέρα.
Τ' αηδόνια, στις ρεμματιές που περνούσαν, χωμένα μέσα στις ολόδροσες φυλλωσιές, ψάλλουν τον ύμνο του καλοκαιριού. Μόλις φθάναν στα δένδρα του ξωκκλησιου θα κρεμαστούν τα δισάκια, τροβάδες, και θα στρωθούν σε πολύχρωμες βελέντζες.
Εκεί, σ' εκείνα τα δένδρα, κάθε φαμελιά είχε και τον τύπο της, κληρονομιά από τους παππούδες.
Σε κάθε ρίζα δένδρου, μια, δυο και τρεις συγγενικές οικογένειες, στρώνανε τις πολύχρωμες βελέντζες και κοντά τους φιλοξενούνταν και τα φιλικά πρόσωπα των γύρω χωριών Βρυσοχωρίου, Παλαιοχωρίου και Λάιστας.

  Στο τέλος της λειτουργίας βγαίνουν οι επίτροποι με τους δίσκους και το γκιούλσι (τριανταφυλλόνερο), για τη «βοήθεια της εκκλησίας». Όλος εκείνος ο κόσμος αφού έπαιρνε το αντίδωρο από του παπά το χέρι άλληλοευχόντουσαν τα «χρόνια πολλά» κ' έμπαιναν στο χορό.
Μοσχοβολούσε ο τόπος. Το γλέντι αρχίζει με τα λαϊκά όργανα.
Τα τελευταία χρόνια γνωρίσαμε το κλαρίνο του Χάλη, το λαούτο του Στέργιου Κουτσομύτη το ντέφι του Χρόνη, το τραγούδι του Τσιαβέα από το Ντομπρίνοβο και το βιολί του Γιάννη Καρακατσούλη απ' το Βρυσοχώρι.
Ο χορός σιγανός, σαν τα ήσυχα νερά, όρθια κορμιά, γεροδεμένα παλικάρια του Ντομπρίνοβου, νιόπαντρες που λάμπουν στα στολίδια και στα χρυσά φλουριά, κοπέλες με τριανταφυλλένια πρόσωπα, καμαρωτές, πιασμένοι όλοι χέρι-χέρι, κινούσαν τα βήματα τους, μπρος και πίσω, μεγαλόπρεπα. Κι ακολουθούσαν τραγούδια της ξενιτιάς, τραγούδια της αγάπης, για πέρδικες, αηδόνια και τρυγόνες.

  Σύμφωνα με το έθιμο, το μεσημέρι στρώνονταν το τραπέζι των ανδρών. Για καθίσματα χρησιμοποιούσαν χοντρά ξύλα (κούτσουρα) σε σχήμα ενός τεραστίου κεφαλαίου «Π», πάνω στρωμένες πολύχρωμες βελέντζες ή κιλίμια και κάτω, στις πολύχρωμες μαργαριτουλες, χρώματα-χρώματα πετσέτες κ' επάνω πίττες, ψητά, ψάρια ποταμίσια, τυριά, σαλάτες, ρακιά, κόκκινα κρασιά στράφταν όλα στην καθαρή ατμόσφαιρα του καλοκαιριού, που δε γίνονταν ομορφότερη.
Στην κορυφή του τραπεζίου έπαιρνε θέση ο παπάς με τους γεροντότερους, άρχιζαν την προσευχή, κι όλοι όρθιοι οι άνδρες με γυρμένο το κεφάλι, καλοί χριστιανοί, μια οικογένεια αυτή την ήμερα όλο το χωριό.

  Οι γυναίκες, όταν τελείωναν τη φροντίδα του τραπεζίου των ανδρών, ετοίμαζαν κάτω στους ίσκιους των δένδρων το δεύτερο τραπέζι για τον εαυτό τους, τα παιδιά, τις πεθερές, και τα συγγενικά πρόσωπα πού ήρθαν στο πανηγύρι. Όταν το φαγοπότι τελείωνε, τα όργανα ξανάρχιζαν τραγούδια για χορό. Τώρα είχαν σειρά οι νιόπαντρες. Ακολουθούνε οι άνδρες τους, γεροδεμένα παλικάρια, και ύστερα κόσμος χαρούμενος, κόσμος με έγνοιες λιγοστές, δεμένος με τη γη πού είχε κληρονομήσει από τους προγόνους του.
Οι μανάδες και οι πεθερές καμάρωναν, οι πεθεροί κάπνιζαν το στριμένο τσιγάρο τους, που άναβε με το πριόβολο και την ύσκα, και τα παιδιά χαλούσαν τον κόσμο με τα δικά τους παιγνιδάκια.
Και μόλις ο ήλιος έπαιρνε να γύρη πίσω προς τη βρυσοχωρίτικη ράχη, άρχιζαν οι κοπέλες να συμμαζεύουν τα ζώα.
Καλοφαγωμένα εκείνα, χαλούσαν τον κόσμο στα χρεμετίσματα.
Είναι η ώρα που θάρχιζε ο γυρισμός.
Πρώτοι ξεκινούσαν οι ξενοχωρίτες πού βιάζονταν να φύγουν, κ' ύστερα άρχιζε το ξεκίνημα των χωριανών.
Με τη δύση του ηλίου συγκεντρώνονταν και πάλι στην πλατεία του χωρίου, κοντά στον πλάτανο.
Εκεί θ' άναβαν τα μεγάλα φανάρια του Μπαλάφα, κ' ένα κούτσουρο δάδινο,
αναμμένο πάνω στο μεγάλο φεγγίτη του Καρώνη, πετούσαν μακριά το φως για να συνεχιστή το γλέντι της ημέρας.
Επί πλέον ήταν και το αυγουστιάτικο φεγγάρι πού βοηθούσε, λούζοντας με το χλωμό του φως τα κεφάλια των παλικαριών και τα ρόδινα πρόσωπα των κοριτσιών, που δίχως αποσταμό, πιασμένα πάλι απ' τα χέρια, χόρευαν εκεί στο Μεσοχώρι του Ντομπρίνοβου.
Ο χορός θα κρατούσε ως πέρ' απ' τα μεσάνυχτα.
Και ήταν υποχρεωμένοι οι νέοι του χωρίου να ξέρουν όλα τα τραγούδια του χορού και του τραπεζίου. 
 
Έτσι συνεχίζονταν η παλιά καλή παράδοση του τόπου.
 
Το πανηγύρι αυτό της 6ης Αυγούστου τελούνταν με μεγαλοπρέπεια και ζωηρότητα μόνο τα παλιότερα χρόνια, επί τουρκοκρατίας.
Από της απελευθερώσεως της Ηπείρου 1912-1913 εγκαταλείφθηκε το ξωκλήσι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και σιγά - σιγά κατέρρευσε.
Από την απελευθέρωση, το πανηγύρι γίνεται κάθε χρόνο, την 20η Ιουλίου, μέρα εορτασμού του Προφήτη Ηλία.
Η θεία λειτουργία τελείται στο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, στην τοποθεσία «Καστίνιου».
Ενθυμούμαι ότι κατά τη δεκαετία 1930-1940 το πανηγύρι αυτό το οργάνωνε ο μακαρίτης Αντώνης Καφέτσιος, γαλακτοπώλης, που ερχόταν στο χωριό κάθε καλοκαίρι από τη Λάρισα. Αυτός πλήρωνε τα βιολιά και παρέθετε τραπέζια με πλούσια φαγητά στο σπίτι του.
Εκεί προσκαλούσε ολόκληρο σχεδόν το χωριό να συμμετάσχει στο φαγοπότι, το μεσημέρι, και εν συνεχεία πήγαιναν για χορό στο Μεσοχώρι.


  • Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Ν. Εξάρχου «Το Ντομπρίνοβο»
ΠΗΓΗ:  iliochori.eu

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου