Η περιγραφή της φορεσιάς των γυναικών επιχειρείται εδώ κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε φορά να προβάλλεται καθένα κομμάτι της πρώτα σαν κατεξοχήν καλλωπιστικό εξάρτημα της τοπικής λαϊκής Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς και στη συνέχεια σαν πρακτικό κυρίως συμπλήρωμα της καθημερινής γυναικείας αμφίεσης. Η γυναικεία λαϊκή Ζαγορίσια φορεσιά απαρτιζόταν από το πουκάμισο, το μαντίλι, το γελέκι, τη φούστα, το φόρεμα, την ποδιά, το σεγκούνι, τη ζώνη, τις πατούνες και τα τσαρούχια. Από τα κομμάτια αυτά, άλλα πλέκονταν ή κεντιόνταν στο χέρι ή υφαίνονταν στον αργαλειό ή ράβονταν στη μηχανή από τις γυναίκες του χωριού ή επιτηδεύονταν με αυτά ντόπιοι ή ξένοι αξιόλογοι τεχνίτες, άλλα πάλι σαν υφάσματα ή έτοιμα έμπαιναν στο χωριό από τις Βαλκανικές ή τις Ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι Ζαγορίτες ξενιτεύονταν και κατέληγαν.
Τέλος η ύπαρξη ακόμα και σήμερα τέτοιων παλιών κομματιών της γυναικείας λαϊκής φορεσιάς, που φυλάσσονται επιμελώς στις κασέλες των γυναικών του χωριού, οι μαρτυρίες γι' αυτά γεροντισσών που τα γνώρισαν από κοντά και τα φόρεσαν κι η αναφορά τους στα προικοσύμφωνα όπου απαριθμούνται σαν επιμέρους αντικείμενα της προίκας, ήταν βασικές προϋποθέσεις, πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η πληρότητα κι η αξιοπιστία της παρακάτω περιγραφής τους.
1. Το γυναικείο πουκάμισο, μακρύ ως το γόνατο ήταν κατά κανόνα χειριδωτό, δηλαδή με μανίκια, που έφταναν ως τον καρπό του χεριού, όπου κούμπωναν με ένα ασημόκουμπο. Άσπρο, κάτασπρο ήταν γενικά ή μεταξωτό ή συνήθως φτιαγμένο από χασέ (άσπρο βαμβακερό ύφασμα). Το πουκάμισο που προοριζόταν για συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς, ήταν κεντημένο με άσπρες μεταξωτές οτρές (κλωστές) στη λαιμαργιά και τις μανσέτες του. Το πουκάμισο σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, γινόταν επίσης από έτοιμο πανί ποικίλης προέλευσης, όπως από Γιαννιώτικο, Αμερικάνικο και Φραγκόπανο, δηλαδή Ευρωπαϊκό πανί, που ήταν λεπτό και εκλεχτής ποιότητας. Υπήρχε ακόμα και το εγχώριο πουκάμισο, γνωστό με το όνομα χερίσιο, δηλ. φτιαγμένο με το χέρι, στον αργαλειό, που ήταν για καθημερινή χρήση, μάλλινο για το χειμώνα, λινό για το καλοκαίρι. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η όλη εμφάνιση του γιορτινού πουκάμισου κοσμείτο από μια πρόσθετη δαντέλα περασμένη γύρω από τη λαιμαργιά και τις μανσέτες του, όπου επίτηδες προεξείχε για να προβάλλεται ή από τη λαιμαργιά, είδος κεντημένου περιλαίμιου, που φάνταζε στο στήθος σαν εγκόλπιο. Εξάλλου από τα προικοσύμφωνα πληροφορούμαστε πως ονομαστό ήταν το πουκάμισο της Βράνιας, αξιομνημόνευτο το ξενθυμενίσιο πουκάμισο που ήταν φτιαγμένο από είδος ομώνυμου βαμβακομέταξου υφάσματος και ασύγκριτο το γιορτινό ή νυφιάτικο πουκάμισο φτιαγμένο από πιμπιζάρι, είδος βαμβακομέταξου υφάσματος, που ήταν μακρύ ως τα πόδια, με φαρδιά μανίκια και χρυσοκέντητες φυτικές διακοσμήσεις στο άνοιγμα του λαιμού και τα μανίκια.
1. Το γυναικείο πουκάμισο, μακρύ ως το γόνατο ήταν κατά κανόνα χειριδωτό, δηλαδή με μανίκια, που έφταναν ως τον καρπό του χεριού, όπου κούμπωναν με ένα ασημόκουμπο. Άσπρο, κάτασπρο ήταν γενικά ή μεταξωτό ή συνήθως φτιαγμένο από χασέ (άσπρο βαμβακερό ύφασμα). Το πουκάμισο που προοριζόταν για συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς, ήταν κεντημένο με άσπρες μεταξωτές οτρές (κλωστές) στη λαιμαργιά και τις μανσέτες του. Το πουκάμισο σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, γινόταν επίσης από έτοιμο πανί ποικίλης προέλευσης, όπως από Γιαννιώτικο, Αμερικάνικο και Φραγκόπανο, δηλαδή Ευρωπαϊκό πανί, που ήταν λεπτό και εκλεχτής ποιότητας. Υπήρχε ακόμα και το εγχώριο πουκάμισο, γνωστό με το όνομα χερίσιο, δηλ. φτιαγμένο με το χέρι, στον αργαλειό, που ήταν για καθημερινή χρήση, μάλλινο για το χειμώνα, λινό για το καλοκαίρι. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η όλη εμφάνιση του γιορτινού πουκάμισου κοσμείτο από μια πρόσθετη δαντέλα περασμένη γύρω από τη λαιμαργιά και τις μανσέτες του, όπου επίτηδες προεξείχε για να προβάλλεται ή από τη λαιμαργιά, είδος κεντημένου περιλαίμιου, που φάνταζε στο στήθος σαν εγκόλπιο. Εξάλλου από τα προικοσύμφωνα πληροφορούμαστε πως ονομαστό ήταν το πουκάμισο της Βράνιας, αξιομνημόνευτο το ξενθυμενίσιο πουκάμισο που ήταν φτιαγμένο από είδος ομώνυμου βαμβακομέταξου υφάσματος και ασύγκριτο το γιορτινό ή νυφιάτικο πουκάμισο φτιαγμένο από πιμπιζάρι, είδος βαμβακομέταξου υφάσματος, που ήταν μακρύ ως τα πόδια, με φαρδιά μανίκια και χρυσοκέντητες φυτικές διακοσμήσεις στο άνοιγμα του λαιμού και τα μανίκια.
2. Το μαντίλι της κεφαλής, απαραίτητο συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς, ήταν μαύρο εκλεκτής ποιότητας, συνήθως από τσίπα, πολύ λεπτό, σχεδόν διάφανο και σταμπάτο, δηλαδή έφερνε στην τετράγωνη άκρη του ολόγυρα σταμπαρισμένο κέντημα, συνήθως κλάρα με λουλούδια σε απαλές και αχνές αποχρώσεις χρώματος κόκκινου, πράσινου και γαλάζιου. Το μαντίλι αυτό, πέρα από το σταμπάτο κέντημά του είχε στον κόθρο του, πρόσθετο ποικίλο κέντημα, που γινόταν με λογιαστά μπρισίμια σε ένα έως τρία κάτια. Το πρόσθετο αυτό κέντημα, που συνδετικός του κρίκος με το μαντίλι ήταν ο καγκελάς, είδος προκαταρκτικού κεντήματος σε σχήμα ποντικόδοντου, ανάλογα με το είδος του σχεδίου του ονομαζόταν μπαρμπαρόζα, όταν είχε το σχήμα φύλλου μοσχομολόχας, βασιλικό, όταν είχε το σχήμα φύλλου βασιλικού, μακεδονήσι, όταν είχε το σχήμα φύλλου μαϊντανού, ανθάκι, όταν είχε το σχήμα λουλουδιού, πεταλούδα, όταν είχε το σχήμα πολύχρωμης πεταλούδας, πέταλο όταν είχε το σχήμα πετάλου, που κατέληγε μάλιστα σε φούντα.
Τα μαντίλια ανάλογα με τον τόπο προέλευσής τους διακρίνονταν στης Πόλης (Πολίτικα), της Ραιδεστού (Ροδοστιανά), της Βιέννας (Βιεννέζικα), της Φραγκιάς (Φραντζέζικα), των Ιωαννίνων (Γιαννιώτικα), της Βράνιας, της Βλαχιάς, της Τριέστης (Τεργέστης), της Κάρλοβας (Καρλόβου) και της Λιβόρνας (Λιβόρνου). Εξάλλου τα μαντίλια ανάλογα με το κόστος τους σε γρόσια ονομάζονταν δεκαρίσια, όσα στοίχιζαν δέκα γρόσια κι είχαν για κέντημα κλάρα πράσινη ή κίτρινη και οχτάρια, όσα στοίχιζαν οχτώ γρόσια κι ήταν συνήθως κλαρωτά με λουλούδια. Υπήρχαν ακόμα και τα πρόστυχα χοντρά μαντίλια της πένας, που στοίχιζαν πέντε γρόσια, είχαν για κέντημα ψάνα και τα φορούσαν οι γυναίκες στις δουλειές. Το μαντίλι ή τσεμπέρι που φορούσαν οι κοπέλες κι οι γυναίκες του χωριού σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης ήταν άσπρο ή μαύρο, μάλλινο για το χειμώνα, βαμπακερό για το καλοκαίρι και μεταξωτό για τις γιορτές. Τα κορίτσια μόλις ξεσκολούσαν, φορούσαν στο κεφάλι τους, σύμφωνα με την επιχώρια συνήθεια, άσπρο μαντίλι, το χρώμα της αγνότητας και της χαράς, σκέτο, δηλαδή χωρίς κέντημα, που για στολίδια του κρέμονταν στην άκρη της μπάλας του παλιότερα χάντρες κι αργότερα αστραφτερές χρυσαφένιες πούλιες. Ίδια κι απαράλλαχτα άσπρα μαντίλια, σύμβολα της χαράς και του ξεφαντώματος, φορούσαν ευκαιριακά οι κοπέλες, αλλά και οι γυναίκες, όταν το χωριό έμπαινε στον τρύγο. Οι παντρεμένες γυναίκες φορούσαν μαύρα μαντίλια, που έφεραν στο γύρω τους σταμπαρισμένα, ποικίλα, αχνά κεντήματα σε απαλές αποχρώσεις χρώματος κόκκινου, πράσινου, κίτρινου και γαλάζιου. Οι χήρες κι οι γριές φορούσαν επίσης μαύρα μαντίλια, αλλά σκέτα, δηλ. χωρίς κέντημα. Το πιο απλό και συγχρόνως πρακτικό, πρόσθετο κέντημα όλων των μαντιλιών ήταν το ποντικόδοντο, όμοιο με πριονάκι, που περιοριζόταν μονάχα στον κόθρο της προσόψής του και γινόταν για να στέκεται και να μην ξεφτίζει το μαντίλι. Το τετράγωνο αυτό μαντίλι, αφού διπλωνόταν στα δύο και έπαιρνε το σχήμα τριγώνου, δενόταν στο κεφάλι. Έξι ήταν οι κυριότεροι τρόποι δεσίματος του μαντιλιού: 1) Ουρά ή τζουβρές: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό, το μαντίλι δενόταν ανάλαφρα πίσω στο λαιμό, ώστε να αφήνει ξεσκέπαστο το πρόσωπο, ανέγγιχτη τη μπάλα του και οι δύο άκρες του να σχηματίζουν πίσω στον αυχένα ουρά. 2) Ουρανός: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό, το μαντίλι δενόταν σφιχτά πίσω στον αυχένα, ώστε να σχηματίζει μπροστά στην μπάλα θόλο, ενώ οι δύο άκρες του ρίχνονταν μπροστά. 3) Φουρτζές: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό, οι δύο άκρες του μαντιλιού περνούσαν σταυρωτά πίσω στον αυχένα και κατόπι δένονταν πάνω στο ζερβό ή δεξιό πλάι του κεφαλιού. 4) Κατσώτα: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό, το μαντίλι με δύο ειδικές καρφίτσες, μακριές με κεφάλι, σκαλωνόταν ψηλά και πίσω στον κότσο των μαλλιών και μετά, δενόταν ανάποδα πάνω στο κεφάλι. 5) Τζαντάρ: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό το μαντίλι δενόταν ελαφρά υψηλά στα μαλλιά σε σχήμα φεσιού. Αυτός ο τρόπος δεσίματος του μαντιλιού συνηθιζόταν ιδιαίτερα στο κεντροδυτικό Ζαγόρι. 6) Μπαρμπούλωμα: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό, οι δύο άκρες του μαντιλιού περνούσαν σταυρωτά κάτω και μπροστά από το λαιμό και δένοντανστη συνέχεια πάνω στην κορφή του κεφαλιού. Αυτός ο τρόπος δεσίματος του μαντιλιού, συνηθιζόταν τις καθημερινές από τις γυναίκες, που ήταν απασχολημένες με τις δουλειές του σπιτιού.
3. Το γιλέκι ή ιλέκι μακρύ μόλις ως τη μέση, χωρίς μανίκια, ήταν ή μεταξωτό ή φτιαγμένο από ύφασμα εκλεχτής ποιότητας, γυαλιστερό, λεπτό κι ελαφρύ, μια που φοριόταν την άνοιξη και το καλοκαίρι. Μονόχρωμο συνήθως, αλλά και εμπριμέ, χρώματος κατά κανόνα καφέ ή μπλε ή βυσσινί, ήταν κεντημένο στα δύο φύλλα της μόστρας του με χρυσές μεταξωτές οτρές σε οδοντωτά ή κοχλυωτά, δηλ. σε σχήμα σαλιγκαριού με λουλουδάτα σχέδια, γνωστά με τ' όνομα γκουργκλάδες. Καθώς κούμπωνε από τη λαιμαργιά ως την ούγια του με μια πυκνή σειρά από ζάβες(κόπιτσες), άφηνε επίτηδες να φανεί ένα φανταχτερό ρέλι, που το χτυπητό του χρώμα ερχόταν σε εντυπωσιακή αντίθεση με το χρώμα του γιλέκου. Πάνω από το ρέλι αυτό, κατέληγε ένα κέντημα με δοντάκια, γνωστό για το λόγο αυτό με το όνομα πριονάκι. Εξάλλου από τα προικοσύμφωνα, μαθαίνουμε πως το γιλέκι γινόταν από ποικίλα υφάσματα, όπως από τζανφέ είδος μεταξωτού υφάσματος, από πέλο είδος βαμβακερού υφάσματος, από κουτνί είδος μεταξωτού υφάσματος, από φανέλα είδος βαμβακερού ή μάλλινου υφάσματος και από ρούχο, είδος χοντρού υφάσματος.
4. Η φούστα ξεκινούσε από τη μέση, όπου κούμπωνε στο πλάι με μια κόπιτσα και κατέληγε κάτω από το γόνατο. Μάλλινη ή υφαντή στον αργαλειό για το χειμώνα, βαμβακερή από χασέ ή κάμποτο (είδος αλεύκαστου βαμβακερού υφάσματος) για το καλοκαίρι και από φανέλα για τις γιορτές, που ήταν μάλιστα κεντημένη στον ποδόγυρο με κεντήματα φτιαγμένα στον καμβά (καναβάτσα) σε διάφορα σχέδια και χρώματα, ήταν συνήθως φοδραρισμένη για να πέφτει καλύτερα και να μη ζαρώνει. Έφερνε ακόμα κάτω χαμηλά από μέσα ένα κυκλικό τρουκί, γνωστό με το όνομα μαλακόφ, για να κρατάει φουσκωτό το φόρεμα, μια που φοριόταν κάτω από αυτό, αλλά η γυναικεία φιλαρέσκεια δεν παράλειπε να επιδεικνύει τη φούστα ανασηκώνοντας επίτηδες το φόρεμα. Η φούστα, σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης αποτελούσε μαζί με το κοντό ή με μια ζακέτα για πανωκόρμι ένα απλό σύνολο, που προτιμούσαν οι κοπέλες και οι γυναίκες του χωριού στο καθημερινό σπορ ντύσιμο τους. Εξάλλου, από τα προικοσύμφωνα πληροφορούμαστε πως ονομαστή ήταν η φούστα της Βράνιας, περιζήτητη η φούστα της μόδας και ξεχωριστή η καμπρικένια, φούστα φτιαγμένη από καμπρίκ, είδος πολύ λεπτό μάλλινου γαλλικού υφάσματος.
5. Το φόρεμα ή φουστάνι σαν συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς, αλλά συγχρόνως και της γυναικείας αμφίεσης, μακρύ ως τα κότσια των ποδιών, ήταν μάλλινο για το χειμώνα, βαμβακερό ή λινό για το καλοκαίρι και μεταξωτό για τις γιορτές. Φαρδύ στο πανωκόρμι και τη φούστα του, με μανίκια επίσης φαρδιά που στένευαν, καθώς κατέληγαν στον καρπό του χεριού, όπου κούμπωναν στις μανσέτες με μια ζάβα, ήταν ή με- σάτο ή με σούφρα στη μέση. Κατά κανόνα φοδραρισμένο, αλλά κι αφοδράριστο, έφερνε ακόμα από μέσα κάτω χαμηλά τον ποδόγυρο φτιαγμένο από ύφασμα αντιάνας για να στέκεται καλύτερα. Μονόχρωμο συνήθως χρώματος καφέ ή μοβ ή μπεζ, αλλά κι εμπριμέ, ήταν ή σκέτο, δηλ. χωρίς κέντημα για τις καθημερινές, ή κεντημένο για τις γιορτές. Το κέντημά του γινόταν με μεταξωτές οτρές και το κούμπωμα περιοριζόταν στη λαιμαργιά, όπου μάλιστα τα λοξά κεντήματα τα έλεγαν σπαθιά και τις μανσέτες, γνωστές με τ' όνομα πουλτσέτια. Σε άλλη περίπτωση αντί για κέντημα έφερνε σειρές από ασημόκουμπα, αραδιασμένα κατά μήκος του κουμπώματος.
Από τα προικοσύμφωνα μαθαίνουμε πως το φουστάνι γινόταν από ποικίλα υφάσματα, όπως από τζανφέ είδος μεταξωτού υφάσματος, από κλάσενα είδος μάλλινου χοντρού μπλε υφάσματος, από φασονέ είδος μάλλινου υφάσματος, από πέλο είδος βαμβακερού υφάσματος, από ρούχο είδος χοντρού υφάσματος, από αλατζά είδος βαμβακερού χοντρού υφάσματος, από ατλάζι είδος μεταξωτού υφάσματος, από ινδιάνα είδος υφάσματος από την Ινδία, από κουτνί είδος μεταξωτού υφάσματος κι από δημοκατώνι είδος λινού υφάσματος. Επίσης στα προικοσύμφωνα μνημονεύονται ονομαστικά διάφορα φορέματα, όπως το γκελμέτι ή γκελμέζι, το κιοταπί, το μαντίνι, το μποχαράκι, το νταρακλή ή ταρακλή, το σουλτανί και το τσηκμιέ. Εξάλλου ονομαστά ξένα φουστάνια ήταν το κουτνί της Βιέννης, το μεταξωτό της Βλαχιάς, το κεντητό της Νιγρίτας κι ο Σμυρνιός αλατζάς. Εγχώριο ήταν το γαλάζιο, φουστάνι γνεστικό χρώματος θαλασσί, που πλεκόταν από τις γυναίκες του χωριού στο χέρι κι ήταν ή σκέτο, δηλ. χωρίς κέντημα, ή κεντημένο με χάρτζια το καλό, με σιρίτια ή γαϊτάνια το κατώτερο. Αξιόλογα επίσης φορέματα όταν το γυναικείο αντερί, μακρύ ως τα κότσια των ποδιών, με μανίκια που κατέληγαν μόλις στον αγκώνα του χεριού, τολμηρό δείγμα νεωτερισμού για την έλλειψη κοντομάνικων γυναικείων φουστανιών, φτιαγμένο από μονόχρωμο ή ριγωτό ύφασμα, μεταξωτό ή βαμβακερό, κεντημένο με χρυσές μεταξωτές οτρές και το κορδόνι, είδος νυφιάτικου μεταξωτού φορέματος, χρώματος άσπρου και γυαλιστερού, κεντημένου επίσης με χρυσές μεταξωτές οτρές.
6. Η ποδιά σημαντικό καλλωπιστικό συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς, ήταν φτιαγμένη από μαύρο ολομέταξο ατλάζι, φοδραρισμένο με εκλεχτό λεπτό ύφασμα για να μη ζαρώνει και να πέφτει καλύτερα. Κάτω κατέληγε σε φεστόνι, δηλ. ένα μικρό στενό λεπτό ανεβατό οδοντωτό κέντημα, που απαρτιζόταν από πολύ μικρά ανθάκια κεντημένα πάνω σε ένα πλισέ, φαρδύ όσο μισό φουρκί, γνωστό με το όνομα φρούτο, από όπου το είδος αυτό της ποδιάς ονομαζόταν «ποδιά με φρούτο». Πιο πάνω φάνταζε το ανεβατό ή γεμιστό κυρίως κέντημα της ποδιάς, φαρδύ όσο ένα φουρκί, που αποτελούνταν από τριαντάφυλλα, διάφορα λουλούδια, κλαριά και φύλλα, κεντημένα πάνω σε τελάρο με μεταξωτές κλωστές, λογιαστών φανταχτερών χρωμάτων, συναρμολογημένα όλα σε μια τέτοια αναλογική σύνθεση κι ένα τέτοιο αρμονικό συνταίριασμα, ώστε να αποτελούν ένα τέλειο σύνολο.
Η ποδιά ήταν κυρίως πρακτικό παρά καλλωπιστικό συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, μια που χρησίμευε περισσότερο, καθώς φοριόταν πάνω από το φόρεμα για να το προφυλάξει από τον καθημερινό κίνδυνο του λερώματος. Οι ποδιές που έζωναν στη μέση οι κοπέλες κι οι γυναίκες του χωριού ήταν άσπρες ή μαύρες, μάλλινες για το χειμώνα, βαμβακερές για το καλοκαίρι, από ντρίλι (είδος φτηνού βαμβακερού υφάσματος) ή ρετσίνα (είδος εγχώριου βαμβακερο΄τα υφάσματος) οι καθημερινές και από μετάξι ή κατιφέ (βελούδο) οι γιορτινές. Τα κορίτσια μόλις ξεσκολνούσαν, έζωναν στη μέση, σύμφωνα με την επιχώρια συνήθεια, άσπρη ποδιά σκέτη, δηλ. χωρίς κέντημα, που για μοναδικό στολίδι είχε συρραμμένο ολόγυρα στον κόθρο της φανταχτερό σιρίτι και πάνω δεξιά ραμμένη τσεπούλα γαρνιρισμένη με το ίδιο σιρίτι, όπου φύλαγαν το μαντιλάκι τους. Οι γυναίκες δέναν στη μέση τους μαύρη ποδιά σκέτη, δηλ. χωρίς κέντημα, με συρραμμένο ολόγυρα στον κόθρο του, ομοιόχρωμο σιρίτι και πάνω δεξιά ραμμένη μικρή τσέπη γαρνιρισμένη με το ίδιο σιρίτι, όπου φύλαγαν το μανδηλέλι τους. Οι μεταξωτές ή κατιφένιες ποδιές, που φορούσαν οι γυναίκες τις γιορτές ήταν επίσης μαύρες, αλλά κάτω κατέληγαν σε ανεβατό δαντελωτό κέντημα από άσπρη ή μαύρη δαντέλα ή σε πλισέ. Οι ποδιές αυτές ήταν επίσης στις προτιμήσεις των μετρημένων γυναικών σαν συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς. Υπήρχαν ακόμα οι πρόστυχες ποδιές καμωμένες από χοντρό κατώτερο ποιοτικά μαύρο ύφασμα, που φορούσαν οι γυναίκες στις δουλειές κι οι παρδαλές ποδιές, σύμβολα διασκεδαστικής εκτροπής, που φορούσαν ευκαιριακά οι κοπέλες, αλλά κι οι γυναίκες, όταν το χωριό έμπαινε στον τρύγο.
Η ποδιά ήταν κυρίως πρακτικό παρά καλλωπιστικό συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, μια που χρησίμευε περισσότερο, καθώς φοριόταν πάνω από το φόρεμα για να το προφυλάξει από τον καθημερινό κίνδυνο του λερώματος. Οι ποδιές που έζωναν στη μέση οι κοπέλες κι οι γυναίκες του χωριού ήταν άσπρες ή μαύρες, μάλλινες για το χειμώνα, βαμβακερές για το καλοκαίρι, από ντρίλι (είδος φτηνού βαμβακερού υφάσματος) ή ρετσίνα (είδος εγχώριου βαμβακερο΄τα υφάσματος) οι καθημερινές και από μετάξι ή κατιφέ (βελούδο) οι γιορτινές. Τα κορίτσια μόλις ξεσκολνούσαν, έζωναν στη μέση, σύμφωνα με την επιχώρια συνήθεια, άσπρη ποδιά σκέτη, δηλ. χωρίς κέντημα, που για μοναδικό στολίδι είχε συρραμμένο ολόγυρα στον κόθρο της φανταχτερό σιρίτι και πάνω δεξιά ραμμένη τσεπούλα γαρνιρισμένη με το ίδιο σιρίτι, όπου φύλαγαν το μαντιλάκι τους. Οι γυναίκες δέναν στη μέση τους μαύρη ποδιά σκέτη, δηλ. χωρίς κέντημα, με συρραμμένο ολόγυρα στον κόθρο του, ομοιόχρωμο σιρίτι και πάνω δεξιά ραμμένη μικρή τσέπη γαρνιρισμένη με το ίδιο σιρίτι, όπου φύλαγαν το μανδηλέλι τους. Οι μεταξωτές ή κατιφένιες ποδιές, που φορούσαν οι γυναίκες τις γιορτές ήταν επίσης μαύρες, αλλά κάτω κατέληγαν σε ανεβατό δαντελωτό κέντημα από άσπρη ή μαύρη δαντέλα ή σε πλισέ. Οι ποδιές αυτές ήταν επίσης στις προτιμήσεις των μετρημένων γυναικών σαν συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς. Υπήρχαν ακόμα οι πρόστυχες ποδιές καμωμένες από χοντρό κατώτερο ποιοτικά μαύρο ύφασμα, που φορούσαν οι γυναίκες στις δουλειές κι οι παρδαλές ποδιές, σύμβολα διασκεδαστικής εκτροπής, που φορούσαν ευκαιριακά οι κοπέλες, αλλά κι οι γυναίκες, όταν το χωριό έμπαινε στον τρύγο.
Ακόμα από τα προικοσύμφωνα πληροφορούμαστε πως οι γυναίκες φορούσαν ποδιές σκέτες ή κεντημένες φτιαγμένες από διάφορα υφάσματα σε ποικίλα χρώματα, πάντοτε ασορτί με τα φορέματα, όπως πελένιες που ήταν από πέλο είδος βαμβακερού υφάσματος, μπογασένιες που ήταν από μπουχασί, είδος χρωματιστού υφάσματος κόκκινου ή γαλάζιου, σατενένιες που ήταν από σατέν είδος βαμβακερού ή μάλλινου ή μεταξωτού υφάσματος, ρούχινες που ήταν από ρούχο είδος χοντρού υφάσματος, φανελένιες που ήταν από φανέλα είδος βαμβακερού ή μάλλινου υφάσματος, αμπέρι που ήταν από πράσινο ύφασμα στο χρώμα των φύλλων της αμπεριάς (γαζίας) κι υφαντές που υφαίνονταν στον αργαλειό κι ήταν μάλλινες κόκκινου χρώματος, με σχέδια σε σχήμα ψαροκόκκαλου χρώματος άσπρου, μαύρου και πράσινου, που φοριόνταν τις καθημερινές κι ήταν μακριές, γνωστές με το όνομα φούτες.
7. Το σεγκούνι, γνωστό και με το όνομα σαγιάκι-σαϊάκι ή φλοκωτό, όπως το έλεγαν στο κεντρικό Ζαγόρι, ήταν το πιο εντυπωσιακό και συγχρόνως το πιο ακριβό κομμάτι της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς. Ήταν ένα είδος μεσάτου πανωφοριού χωρίς μανίκια, ανοιχτό μπροστά και ριχτό πίσω, πού δενόταν στη μέση με ένα εσωτερικό κουμπί. Μακρύ ως τα μισά της άντζας, κατέληγε σε δύο βαθιά κοψίματα, με τα οποία χωριζόταν σε τρία φύλλα, το μεσιανό στενό και τα δύο ακρινά πλατιά. Φτιαχνόταν από δίμητο, μάλλινο χοντρό και κρουστό μαύρο ύφασμα δουλεμένο ειδικά σε όρθιο (αντρομιδίσιο) αργαλειό. Το ανεβατό κέντημά του γινόταν με μεταξωτές οτρές και κόκκινα μπρισίμια, που το χρώμα τους ήταν ανεξίτηλο. Τα είδη του κεντήματος ήταν ποικίλα, αλλά ακολουθούσαν ορισμένα κοχλιωτά, δηλ. σε σχήμα σαλιγκαριού ή κολιαντίνας, δηλ. σε σχήμα κρίκου αλυσίδας, σχέδια (πλάνα), που επαναλαμβάνονταν κάθε φορά με διάφορες παραλλαγές. Ανάλογα με την έκταση του κεντήματος ή το καπλάντισμα, το σεγκούνι διακρινόταν σε μισοσάικο ή τσαπαρένιο, σε κλειστό και σε σπατέλα. Στο μισοσάικο ή τσαπαρένιο σεγκούνι, που ήταν φοδραρισμένο με κλαρωτό ύφασμα, το κέντημα περιοριζόταν στις άκρες ολόγυρά του, στις δύο καμάρες του και την πλάτη του. Το κλειστό σεγκούνι, που ήταν φοδραρισμένο με σατέν ή εμπριμέ ύφασμα, ήταν ολοκέντητο. Το σεγκούνι σπατέλα ήταν καπλαντισμένο στα πλευρά του με δύο ορθογώνια κομμάτια κόκκινης τσόχας, γνωστής με το όνομα σπατέλα, και το υπόλοιπο κέντημά του ήταν περιορισμένο.
Ονομαστός υφαντής και κεντητής σεγκουνιών ήταν ο Δημήτριος Α. Φίτσης (1838 - 2.1.1921) από τον Ελαφότοπο, που διατηρούσε το εργαστήρι του στο μεσοχώρι, ενώ ξακουστός σεγκουνάς σε ολάκερο το Ζαγόρι ήταν ο Οδυσσέας Πανταζής από το Μονοδέντρι. Εξάλλου τα σεγκούνια ανάλογα με το κόστος τους σε παράδες ονομάζονταν εφταλιρίτικα, όσα στοίχιζαν εφτά λίρες, πενταλιρίτικα, όσα στοίχιζαν πέντε λίρες και τριαλιρίτικα, όσα στοίχιζαν τρεις λίρες. Υπήρχαν ακόμα και τα πρόστυχα, που στοίχιζαν μια λίρα κι ήταν σιριτένια, δηλ. κεντημένα με σιρίτι.
Πέρα από το σεγκούνι, που ήταν αποκλειστικό κομμάτι της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς, οι γυναίκες φορούσαν το χειμώνα και την άνοιξη διάφορα άλλα είδη πανωφοριών, κομμάτια της γυναικείας γενικά αμφίεσης, όπως το φλοκωτό ή φλοκάτα, τη σαλταμάρκα, το σαμαλατζά και το κοντό. Το φλοκωτό ή φλοκάτα ήταν χοντρό μάλλινο για το χειμώνα, ελαφρύ βαμβακερό για την άνοιξη, πανωφόρι, άσπρο ή μαύρο με φλόκια, από όπου και το όνομά του, καλό, δηλ. καλής ποιότητας για τις γιορτές, της αράδας, δηλ. κατώτερης ποιότητας για τις καθημερινές. Χειριδωτό, δηλ. με μανίκια, ήταν ή σκέτο, δηλ. χωρίς κέντημα ή αρματωμένο, δηλ. κεντημένο με τσίφτι ή σιρίτι ή γαϊτάνι ή σιριτογάιτανο. Ονομαστό ήταν το Μοσχοπολιάνικο φλοκωτό ή φλοκάτα, που προερχόταν από τη Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου. Υπήρχε ακόμα και το εγχώριο φλοκωτό ή φλοκάτα, σκέτο ή τσαπαρένιο, που ύφαιναν οι κυρές στον αργαλειό ή έπλεκαν στο χέρι, γνωστό με το όνομα οσπητίσιο ή γνεστικό. Η σαλταμάρκα ήταν κοντογούνι, δηλ. είδος κοντού χοντρού πανωφοριού, μάλλινου για το χειμώνα γουνιασμένου ειδικά με σαμούρι (η γούνα της νυφίτσας) ή γενικά με γούνα στη λαιμαργιά και τα μανίκια ή είδος αλαφρού, βαμβακερού για την άνοιξη αγούνιαστου πανωφοριού. Ακόμα η σαλταμάρκα ήταν σκέτη, δηλ. χωρίς κέντημα ή τσαπαρένια, δηλ. κεντημένη με γαϊτάνια ή σπατέλα, δηλαδή καπλαντισμένη στα δυο φύλλα της μόστρας της, με δύο ορθογώνια κομμάτια κόκκινης τσόχας, γνωστής με το όνομα σπατέλα. Ο σαμαλατζάς ήταν είδος καφτανιού, δηλαδή μακριού ως το κότσι του ποδαριού μεσάτου πανωφοριού με μακριά μανίκια, που έδενε στη μέση με μια ζώνη. Γινόταν από έτοιμο μεταξωτό ή βαμβακερό ριγωτό άσπρο και τρανταφυλλί ύφασμα, γνωστό με το όνομα σαλαματζάς, από όπου και το όνομα του σαμαλατζένιου πανωφοριού.
Πέρα από το σεγκούνι, που ήταν αποκλειστικό κομμάτι της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς, οι γυναίκες φορούσαν το χειμώνα και την άνοιξη διάφορα άλλα είδη πανωφοριών, κομμάτια της γυναικείας γενικά αμφίεσης, όπως το φλοκωτό ή φλοκάτα, τη σαλταμάρκα, το σαμαλατζά και το κοντό. Το φλοκωτό ή φλοκάτα ήταν χοντρό μάλλινο για το χειμώνα, ελαφρύ βαμβακερό για την άνοιξη, πανωφόρι, άσπρο ή μαύρο με φλόκια, από όπου και το όνομά του, καλό, δηλ. καλής ποιότητας για τις γιορτές, της αράδας, δηλ. κατώτερης ποιότητας για τις καθημερινές. Χειριδωτό, δηλ. με μανίκια, ήταν ή σκέτο, δηλ. χωρίς κέντημα ή αρματωμένο, δηλ. κεντημένο με τσίφτι ή σιρίτι ή γαϊτάνι ή σιριτογάιτανο. Ονομαστό ήταν το Μοσχοπολιάνικο φλοκωτό ή φλοκάτα, που προερχόταν από τη Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου. Υπήρχε ακόμα και το εγχώριο φλοκωτό ή φλοκάτα, σκέτο ή τσαπαρένιο, που ύφαιναν οι κυρές στον αργαλειό ή έπλεκαν στο χέρι, γνωστό με το όνομα οσπητίσιο ή γνεστικό. Η σαλταμάρκα ήταν κοντογούνι, δηλ. είδος κοντού χοντρού πανωφοριού, μάλλινου για το χειμώνα γουνιασμένου ειδικά με σαμούρι (η γούνα της νυφίτσας) ή γενικά με γούνα στη λαιμαργιά και τα μανίκια ή είδος αλαφρού, βαμβακερού για την άνοιξη αγούνιαστου πανωφοριού. Ακόμα η σαλταμάρκα ήταν σκέτη, δηλ. χωρίς κέντημα ή τσαπαρένια, δηλ. κεντημένη με γαϊτάνια ή σπατέλα, δηλαδή καπλαντισμένη στα δυο φύλλα της μόστρας της, με δύο ορθογώνια κομμάτια κόκκινης τσόχας, γνωστής με το όνομα σπατέλα. Ο σαμαλατζάς ήταν είδος καφτανιού, δηλαδή μακριού ως το κότσι του ποδαριού μεσάτου πανωφοριού με μακριά μανίκια, που έδενε στη μέση με μια ζώνη. Γινόταν από έτοιμο μεταξωτό ή βαμβακερό ριγωτό άσπρο και τρανταφυλλί ύφασμα, γνωστό με το όνομα σαλαματζάς, από όπου και το όνομα του σαμαλατζένιου πανωφοριού.
Το κοντό, είδος γυναικείου επενδυτή, ήταν μακρύ μόλις ως τη μέση, γεγονός στο οποίο άλλωστε χρωστούσε το όνομά του. Χειριδωτό, δηλ. με μακριά μανίκια, που κατέληγαν σε κομψά κουμίματα και κούμπωναν στα πουλτσέτια με δύο γυάλινα κουμπιά, ήταν φτιαγμένο από μάλλινα ντουμπλαρισμένα υφάσματα καλής ποιότητας, χρώματος συνήθως καφέ ή μπλε, μια που φοριόταν κυρίως το χειμώνα. Υπήρχε όμως και το βαμβακερό κοντό φτιαγμένο από πέλο ή εμπριμέ, που ήταν ελαφρύτερο και φοριόταν την άνοιξη. Το κοντό είτε μάλλινο είτε βαμβακερό κούμπωνε μπροστά με μια μονάχα ζάβα χαμηλά στη μέση κι έτσι άφηνε ανοιχτό το στήθος επίτηδες για να προβάλλεται το γιλέκο. Ήταν επίσης κεντημένο με καφέ ή μαύρες οτρές στη λαιμαργιά, τις μανσέτες και μπροστά στο στήθος, όπου μάλιστα τα κεντήματα τα έλεγαν σπαθιά. Φοριόταν κατά προτίμηση από τις μεσόκαιρες γυναίκες με τη φούστα, με την οποία αποτελούσε ένα σπορ σύνολο, παρόμοιο με το σημερινό ταγέρ. Το κοντό που φορούσαν οι γυναίκες τις καθημερινές ήταν φτιαγμένο από ρετσίνα ή άλλα φτηνά υφάσματα. Εξάλλου ονομαστό ήταν το κοντό της Βράνιας και της Βλαχιάς, μια που ιδιαίτερα μνημονεύονται στα προικοσύμφωνα.
8. Η ζώνη ή ζώστρα ήταν προπαντός καλλωπιστικό εξάρτημα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς. Διακρινόταν σε υφασμάτινη, που ήταν ομορφότερη και σε μεταλλική, που ήταν ακριβότερη. Η πρώτη γινόταν από γκρενά βελούδο ή βυσσινί ατλάζι κι ήταν κεντημένη με χρυσές μεταξωτές οτρές και στολισμένη με αστραφτερές πούλιες. Χρυσοκέντητη και ολοκέντητη σχεδόν έκλεινε με μια χειροποίητη ασημένια φλωροκαπνισμένη αγκράφα, από την οποία κρέμονταν τρία ή τέσσερα ασημένια κουδουνάκια. Η δεύτερη, σφυρηλατημένη από ατόφιο ασήμι, ήταν φυσεκωτή, δηλαδή απαρτιζόταν από λεπτά ψιλοδουλεμένα ασημένια θηλυκωτήρια, που είχαν το σχήμα φυσεκιού, από όπου και το όνομά της και συναποτελούσαν είδος φυσιγγιοθήκης. Η φλωροκαπνισμένη κατά κανόνα κούμπωνε με ένα απλό κρίκο ή με μια ασημένια αγκράφα. Εξάλλου οι μεσόκαιρες φορούσαν κατά προτίμηση Γιαννώτικη ζώνη φτιαγμένη από λεπτό βαμβακερό χρυσοκέντητο ύφασμα, που έκλεινε μπροστά με τσαπράζια πολίτικα.
Οι ζώνες που φορούσαν οι κοπέλες και οι γυναίκες του χωριού σαν καλλωπιστικό και συγχρόνως πρακτικό εξάρτημα της γυναικείας αμφίεσης ήταν ή σκέτες, δηλαδή χωρίς κέντημα ή κεντημένες, καμωμένες από διάφορα ντουμπλαρισμένα υφάσματα, όπως μάλλινες για το χειμώνα, βαμβακερές για το καλοκαίρι, πρόστυχες για τις καθημερινές και μεταξωτές για τις γιορτές. Στα προικοσύμφωνα μνημονεύεται η ζώνη της μόδας, που ακολουθούσε κάθε φορά το συρμό της εποχής και για τούτο ήταν περιζήτητη.
9. Οι πατούνες που φορούσαν οι γυναίκες είτε σαν συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς είτε σαν εξάρτημα της γυναικείας αμφίεσης παλιότερα, ήταν χοντρές άσπρες και χαμηλές ως το γόνατο, όπου δένονταν γύρω στην κλείδωσή του με μάλλινο γνέμα, με το οποίο οι γυναίκες έπλεκαν επίσης στο χέρι τα τσουράπια (κάλτσα). Οι πατούνες αυτές έφερναν στη μύτη και τη φτέρνα τους κέντημα, που γινόταν συγχρόνως με το πλέξιμό τους με γνέμα βαμμένο κόκκινο, μαύρο, μοβ, και χρυσαφί. Το κέντημα αυτό, γνωστό με το όνομα πλουμί (κεντίδι), ανάλογα με το είδος του σχεδίου του ονομαζόταν, τριφύλλι όταν έμοιαζε με το φύλλο του, γκορτσιά όταν έμοιαζε με το κλαρί της, αϊτός όταν παρίστανε το βασιλιά των πουλιών κ.ά. Στο κατόπι οι γυναίκες φορούσαν μαύρες κάλτσες πλεγμένες στο χέρι συνήθως σκέτες, μάλλινες το χειμώνα, βαμβακερές το καλοκαίρι.
Αλλά και τα προπόδια που φορούσαν οι γυναίκες, ήταν παλιότερα άσπρα, πλεγμένα με γνέμα στο χέρι και κεντημένα στη μύτη και τη φτέρνα τους, κατά τον ίδιο κι απαράλλαχτο τρόπο που κεντούσαν τις πατούνες. Στο κατόπι τα προπόδια όπως και οι πατούνες, ήταν μαύρα σκέτα, μάλλινα για το χειμώνα, βαμβακερά για το καλοκαίρι.
10. Τα τσαρούχια, βασικό συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς τα παλιότερα χρόνια, στις μέρες μας οι γόβες. Τα τσαρούχια ήταν φτιαγμένα από κόκκινο λεπτό πρεσαριστό πετσί, που ονομαζόταν τελατίνι. Χωστά έπιαναν το ποδάρι ως τα κότσια, για να μη βγαίνουν, όταν μάλιστα η γυναίκα χόρευε. Ακόμα μονά, δηλαδή χωρίς δεύτερο πάτο και χωρίς τακούνι ήταν για αυτό ανάλαφρα και κατάλληλα για το χορό και το σεργιάνι. Φανταχτερά στην εμφάνιση είχαν στην κορυφή του ανοίγματος ολόγυρα συρραμμένο ένα σιρίτι από λεπτό μαύρο λουστρίνι κεντημένο στο χέρι με άσπρο γαζί, που ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με το μαύρο λουστρίνι. Ακόμα οι μύτες τους έφεραν μαύρες ολοστρόγγυλες φούντες από διαλεχτό μεταξωτό νήμα. Οι γυναίκες αγόραζαν τα τσαρούχια τους στο τούρκικο, όπου υπήρχαν πολλά καλά τσαρουχάδικα και αργότερα στο ελληνικό προμηθεύονταν πια τα τσαρούχια τους έτοιμα ή κατόπιν παραγγελίας, από τα ξακουστά τσαρουχάδικα των Γιαννίνων. Στις προτιμήσεις τους πρώτο ερχόταν το ονομαστό τσαρουχάδικο του Γιωργάνα. Με το τέλος του Α' παγκοσμίου πολέμου τα τσαρούχια, σαν συμπλήρωμα της Ζαγορίσιας γυναικείας φορεσιάς αντικαταστάθηκαν σιγά, σιγά από τις γόβες, που ήταν φτιαγμένες από μαύρο τριζάτο λουστρίνι κι είχαν ψηλό τακούνι, που χάριζε μπόι στις γυναίκες.
Τις καθημερινές οι γυναίκες φορούσαν σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, τσαρούχια με διπλό πάτο και τακούνι, οι μεσόκαιρες τσαρούχια χωρίς φούντες, αλλά με μύτες και οι γριές τις λεγόμενες κορδέλες, είδος μαύρων στρωτών χαμηλών πρόχειρων παπουτσιών όμοιων με τα πατήκια, που έδεναν όμως με κορδέλες, δηλαδή κορδόνια, από όπου και το όνομά τους. Μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο τα τσαρούχια σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης αντικαταστάθηκαν σιγά, σιγά από τα παπούτσια. Μέσα στο σπίτι οι γυναίκες φορούσαν τα πατ’ στά, είδος παντοφλών.
Τις καθημερινές οι γυναίκες φορούσαν σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, τσαρούχια με διπλό πάτο και τακούνι, οι μεσόκαιρες τσαρούχια χωρίς φούντες, αλλά με μύτες και οι γριές τις λεγόμενες κορδέλες, είδος μαύρων στρωτών χαμηλών πρόχειρων παπουτσιών όμοιων με τα πατήκια, που έδεναν όμως με κορδέλες, δηλαδή κορδόνια, από όπου και το όνομά τους. Μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο τα τσαρούχια σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης αντικαταστάθηκαν σιγά, σιγά από τα παπούτσια. Μέσα στο σπίτι οι γυναίκες φορούσαν τα πατ’ στά, είδος παντοφλών.
ΠΗΓΗ: www.yousouroum.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου