Η 28η Οκτωβρίου είναι ημέρα μνήμης αλλά και κατάθεσης τιμής στους αγώνες των προγόνων μας, αρχικά ενάντια στους Φασίστες Ιταλούς εισβολείς αλλά και στην συνέχεια εναντίον των Ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής της πατρίδας μας.
Αντιστασιακοί αγώνες που δεν σταμάτησαν στα βουνά της Αλβανίας, ούτε όμως και με την παράδοση της Ελληνικής κυβερνήσεως, αλλά συνεχίστηκαν ακόμη και όταν η «βαριά μπότα του κατακτητή» απειλούσε να καταστρέψει και να αφανίσει την περιοχή μας.
Τα χωριά μας ήταν ένας από τους βασικούς πυρήνες της μεγαλειώδους αντίστασης που πρόβαλε ο ελληνικός λαός ενάντια στις Ναζιστικές κατοχικές δυνάμεις κι εμείς σήμερα σας μεταφέρουμε μια ιστορία, που συνέβη εκείνον τον καιρό, μια ιστορία αντίστασης αλλά και εκδίκησης.
Μας την διηγήθηκε ένας από τους πρωταγωνιστές αυτής της περιπέτειας, ο συχωριανός μας Τάσης Παπανικολάου:
Στην «είσοδο του Ζαγορίου», εκεί που αργότερα κτίσθηκε το χωριό «Μεταμόρφωση»*, την περίοδο της Γερμανικής κατοχής υπήρχε ένα κατοχικό φυλάκιο, που το στελέχωναν ένας Γερμανός λοχίας και δύο στρατιώτες, πιθανότατα Αυστριακής καταγωγής.
Ένα φυλάκιο που δημιουργούσε πολλά προβλήματα στους κατοίκους των γειτονικών χωριών αφού οι στρατιώτες του και κυρίως ο λοχίας του, επιδίδονταν σε κάθε λογής πλιάτσικο.
Τα ελάχιστα τρόφιμα αλλά και τα λίγα οικόσιτα ζώα των κατοίκων της περιοχής περνούσαν με την βία στα χέρια τους, αφού οι ταλαιπωρημένοι χωρικοί, μπροστά στην θέα των όπλων τους, παρέμειναν ανήμποροι να αντιδράσουν.
Οι αντάρτικες δυνάμεις που υπήρχαν στα πιο μέσα χωριά του Ζαγορίου, δεν φαίνεται να τους πτοούσαν και με θρασύτητα, ολοένα και περισσότερο, αύξαναν τις εγκληματικές τους δραστηριότητες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εγκληματικής τους συμπεριφοράς είναι και η πιο κάτω ιστορία.
Μια οικογένεια Σαρακατσάνων νομάδων, που τους θερινούς μήνες έστηνε τα κονάκια της στα σιάδια του Μακρίνου, περνούσε το κοπάδι της από την περιοχή του φυλακίου, για να μεταφέρει τα ζώα της στους χειμερινούς τους καταυλισμούς.
Βλέποντας τα να περνούν, ο Γερμανός λοχίας αποφάσισε να πάρει με την βία κάποιο ζώο από το κοπάδι.
Ο Σαρακατσάνος τσοπάνος φαίνεται δεν «συμφώνησε» και τότε ο Ναζιστής λοχίας δεν δίστασε να τον πυροβολήσει και να τον σκοτώσει .
Φυσικά στην συνέχεια έκλεψε και το πρόβατο που είχε «βάλει στο μάτι».
Ο φόβος λοιπόν αλλά και η αγανάκτηση των κατοίκων της περιοχής από τους στρατιώτες του Γερμανικού φυλακίου ήταν πολύ μεγάλος κι έτσι στα Αντάρτικα τμήματα του ΕΛΑΣ δόθηκε η εντολή για την καταστροφή του Γερμανικού φυλακίου και την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων.
Την επιχείρηση ανέλαβε να φέρει εις πέρας ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του ΕΛΑΣ και αργότερα του ΔΣΕ, ο Χαρίσης Σδράβος.
Ο καταγόμενος από την περιοχή της Κονίτσης Καπετάνιος των Ανταρτών, επέλεξε για την αποστολή μια ομάδα επτά μαχητών που ανάμεσα τους ήταν και ο συχωριανός μας Τάσος Παπανικολάου.
Ο συγχωριανός μας Τάσος Παπανικολάου
Η έδρα των Αντάρτικων μονάδων την περίοδο εκείνη ήταν στο Σκαμνέλι και κάποιο μεσημέρι των πρώτων μηνών του 1944 οι αντάρτες ξεκίνησαν με αρχικό προορισμό τους το μοναστήρι της Ντοβράς (σημερινοί Ασπράγγελοι).
Λίγο πριν νυχτώσει, οι Αντάρτες πέρασαν από το μοναστήρι και κινήθηκαν προς το Γερμανικό φυλάκιο, ακολουθώντας όχι τον κανονικό δρόμο αλλά ένα μικρό «κρυφό» πέρασμα, που είχαν ανοίξει τα γιδοπρόβατα της περιοχής.
Εκτός από τον ατομικό τους εξοπλισμό, οι αντάρτες είχαν μαζί τους και δυο ζώα με τους οδηγούς τους, για να φορτώσουν ότι μπορούσαν από τον εξοπλισμό των κατοχικών δυνάμεων που θα έπεφτε στα χέρια τους.
Όταν οι αντάρτες έφθασαν κοντά στο φυλάκιο, περίμεναν να νυχτώσει για τα καλά. Έξω από το φυλάκιο οι Γερμανοί είχαν φτιάξει μια σκοπιά αλλά όταν οι αντάρτες πλησίασαν, με έκπληξη είδαν πως μέσα σ’ αυτή δεν ήταν κανένας και ότι όλοι οι στρατιώτες βρισκόταν μέσα στο φυλάκιο.
Οι Έλληνες παρατάχθηκαν περιμετρικά του φυλακίου και τότε ο πιο νεαρός της ομάδας πήρε την διαταγή να τοποθετήσει ένα μπιτόνι βενζίνης, με ανοικτό το καπάκι, στην πόρτα του.
Στην συνέχεια, με μια πολύ μακριά βέργα που είχαν φτιάξει και που στην άκρη της είχε δεθεί ένα βρεγμένο με βενζίνη στουπί, έβαλαν φωτιά, που την πλησίασαν στο ανοικτό δοχείο.
Η έκρηξη που ακολούθησε ήταν τρομακτική και η φωτιά εξαπλώθηκε αμέσως βοηθούμενη και από την ξύλινη πόρτα του φυλακίου.
Οι Γερμανοί στρατιώτες έντρομοι πετάχτηκαν μέσα από το φλεγόμενο φυλάκιο και φυσικά αμέσως έπεσαν στα χέρια των ανταρτών, που τους έπιασαν και τους έδεσαν.
Σε διπλανό κατασκεύασμα, οι αντάρτες βρήκαν χρήσιμο στρατιωτικό υλικό (όπλα, σφαίρες, ασύρματο κ.α.), που πολύ γρήγορα φορτώθηκε στα ζώα κι αμέσως η ομάδα ξεκίνησε για την επιστροφή στη βάση της, παίρνοντας μαζί τους και τους αιχμαλώτους τους.
Πολύ γρήγορα στην περιοχή έφθασαν μεγάλες Γερμανικές δυνάμεις και με τα όπλα τους άρχισαν να «θερίζουν» την πλαγιά όπου υπήρχε ο κανονικός δρόμος προς το Ζαγόρι.
Το μονοπάτι όμως της διαφυγής των Ανταρτών ήταν από άλλη κατεύθυνση και γι’ αυτό η πορεία τους προς το Σκαμνέλι, έγινε χωρίς ουσιαστικά προβλήματα. Έτσι το πρωί όλοι τους επέστρεψαν σώοι.
Εκείνη την εποχή, στο Σκαμνέλι, ανάμεσα στους αντάρτες, υπήρχε κι ένας Ρώσος αξιωματικός, που είχε πιαστεί στην πατρίδα του αιχμάλωτος από τους Γερμανούς, οι οποίοι στη συνέχεια τον μετέφεραν μαζί τους στα Βαλκάνια. χρησιμοποιώντας τον ως εργάτη.
Κάποια στιγμή ο Ρώσος κατάφερε να απόδραση και βρήκε καταφύγιο στους Αντάρτες του ΕΛΑΣ, δημιουργώντας εκεί ένα «τάγμα θανάτου», ειδικό στο να επιτύχει σε πολύ δύσκολες αποστολές.
Τους δυο στρατιώτες, Αυστριακής καταγωγής, που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, τους ανέλαβε αυτός ο αντάρτης και το πιθανότερο είναι να εντάχθηκαν την ομάδα του, ακολουθώντας τα χνάρια και άλλων αντιφασιστών πρώην στρατιωτών των «δυνάμεων του άξονα», που κι αυτοί στελέχωναν την αντιστασιακή ομάδα του Ρώσου αξιωματικού.
Η τύχη όμως του Γερμανού λοχία, που μεταξύ άλλων βαρύνονταν και με την δολοφονία του άμαχου σαρακατσάνου τσοπάνη, παρέμεινε στα χέρια των Ελλήνων ανταρτών.
Αρχικά χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εργασίες (κόψιμο ξύλων στο μαγειρείο κ.α.), ώσπου μια μέρα εκμεταλλευόμενος την θέση του αποφάσισε να δραπετεύσει.
Οι Αντάρτες αντιλήφθηκαν αμέσως την προσπάθεια απόδρασης του, τον κυνήγησαν και πολύ γρήγορα τον ξανάπιασαν.
Από τότε τον έκλεισαν σ’ ένα υπόγειο τοποθετώντας απ’ έξω μόνιμη σκοπιά.
Την άνοιξη, όταν και οι νομάδες τσοπαναραίοι επιστρέφουν στους θερινούς τους καταυλισμούς, οι Αντάρτες πήραν τον Γερμανό λοχία και τον πήγαν στα κονάκια της οικογένειας του δολοφονημένου τσοπάνη όπου και τον παρέδωσαν.
Κι αυτοί…. εκδικούμενοι την δολοφονία του συγγενή τους, «πλήρωσαν με το ίδιο νόμισμα» τον δολοφόνο Ναζιστή λοχία.
• Το χωριό Καρυές, που αργότερα το 1997 ονομάστηκε Μεταμόρφωση βρίσκεται στο 19ο χλμ. της Εθνικής οδού Ιωαννίνων – Κονίτσης και χτίσθηκε το 1966 για να φιλοξενήσει σεισμόπληκτους κατοίκους διαφόρων χωριών του Νομού Ιωαννίνων.
ΠΗΓΗ: iliochori.eu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου