Η παροιμία λέει «Μια εικόνα, χίλιες λέξεις» αλλά, κάποιες φορές, είναι όμορφο να πλάθεις την εικόνα μέσα από χίλιες λέξεις, ειδικά όταν ο συγγραφέας ενός κειμένου είναι περιγραφικότατος και σου δίνει με κάθε λεπτομέρεια την εικόνα που θέλει να σου μεταφέρει.
Έτσι λοιπόν, διαβάζοντας την κυνηγετική αφήγηση του Γιώργη Καρατζιά, από το Ηλιοχώρι, με τίτλο «Η πρώτη ανάβαση και το τελευταίο τρόπαιο», στάθηκα στο σημείο όπου περιγράφει την θέα από τον Πάπιγκο, στον οποίο έχει ανέβει με το γερο-κυνηγό, για να κυνηγήσουν αγριόγιδα και κάποια στιγμή κάθισαν ν' αγναντέψουν τριγύρω την περιοχή.
Η περιγραφή του, μου έφερε στο μυαλό το γνωστό στίχο από τραγούδι του Κ. Χατζή που λέει: «όταν κοιτάς από ψηλά. Μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά…..»
Αυτό λοιπόν που περιγράφει ο αείμνηστος Γιώργης Καρατζιάς, μοιάζει με ζωγραφιά και σκέφτηκα να σας το μεταφέρω, για να το ζήσουμε κι εμείς νοερά.
Γράφει λοιπόν:
Έτσι λοιπόν, διαβάζοντας την κυνηγετική αφήγηση του Γιώργη Καρατζιά, από το Ηλιοχώρι, με τίτλο «Η πρώτη ανάβαση και το τελευταίο τρόπαιο», στάθηκα στο σημείο όπου περιγράφει την θέα από τον Πάπιγκο, στον οποίο έχει ανέβει με το γερο-κυνηγό, για να κυνηγήσουν αγριόγιδα και κάποια στιγμή κάθισαν ν' αγναντέψουν τριγύρω την περιοχή.
Η περιγραφή του, μου έφερε στο μυαλό το γνωστό στίχο από τραγούδι του Κ. Χατζή που λέει: «όταν κοιτάς από ψηλά. Μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά…..»
Αυτό λοιπόν που περιγράφει ο αείμνηστος Γιώργης Καρατζιάς, μοιάζει με ζωγραφιά και σκέφτηκα να σας το μεταφέρω, για να το ζήσουμε κι εμείς νοερά.
Γράφει λοιπόν:
«……..— Κάτσε, μου είπε, κι αγνάντευε κάτω το ντουνιά! Θέαμα απερίγραπτο!
Από ΄δώ ψηλά, από το ύφος των δύο και πάνω χιλιάδων μέτρων, το βουνό δεν είναι πια ανεμόσκαλα, που την ανεβαίνεις για να χουφτώσεις τον ουρανό με τ' άστρα. Είναι ένας μαρμάρινος θρόνος, πανύψηλος, απλόχωρος κι απέραντος, που θωρείς τον κόσμο από τα ύψη!
Μπροστά σου έχεις, σ' ανάγλυφη κάτοψη, απέραντες πολύμορφες εκτάσεις! Μονομιάς κυριεύεσαι από την αίσθηση του ύψους, του βάθους και της απεραντοσύνης! Εδώ ψηλά, ανάμεσα ουρανό και γη, δεν είσαι ο ταπεινός της γης. Είσαι ο εξουσιαστής και κυρίαρχος των «Ορέων». Εδώ, εσύ είσαι και κοινωνία, εσύ και νόμος, και το Πέτρινο Βουνό ο θρόνος σου! Αγναντεύεις και το μάτι μένει αχόρταγο. Να! Μακριά στο βάθος και δεξιά μας ο Γυφτόκαμπος, με τον ασημένιο ποταμό να φιδοσέρνεται, από τη μια άκρη του μικρού ολοπράσινου κάμπου μέχρι την άλλη και να χάνεται στα σκιερά δάση του Ανατολικού Ζαγορίου.
Προς τ' αριστερά μας, όπως τραβάει σε μάκρος η κοφτερή κορυφογραμμή, άθελα η ματιά σου φτάνει στην Τσιούκα Ρόσσιε, αγκαλιάζει την ορθόστητη και τρομερή στην όψη Γκαμήλα και μαζί με τις απότομες πέτρινες πλαγιές, φτάνει η ματιά σου μονοκούκι στον Αώο, που κυλά νωχελικά στα πόδια του Σμόλικα και χάνεται στο Στόμιο, ανάμεσα Πάπιγκο και Σοσνίτσα. Ύστερα η ματιά ανηφορίζει και φτάνει στη ψηλή, σαν τον τρούλο της Άγια Σοφιάς, κορυφή του Σμόλικα. Παίρνει τη ράχη - ράχη, ρίχνεται στα ψηλά πευκοντυμένα βουνά της Λάιστας, περνάει από την ολόγυμνη Μόρφα, τραβά στο Κουκουρούτζου για να ξαναφτάσει και πάλι στο Γυφτόκαμπο, κλείνοντας έτσι ένα ολόκληρο κύκλο μεγαλόπρεπο και θαυμαστό!
Και στον κύκλο αυτό τον πανέμορφο, να το Ελεύθερο, το Παληοσέλι, οι Πάδες, το Αρμάτοβο. Όλα τούτα τα χωριά, σκαρφαλωμένα στις πλαγιές του Σμόλικα του ξακουστού, με τα ολόλευκα σπιτάκια τους, λάμπουν στον καταμεσημεριάτικο ήλιο του μικρού καλοκαιριού.
Μακριά, στην ανατολική, άκρη του κύκλου, ο 'Αη Χαράλαμπος της Λάιστας και τα πρώτα κορυφαία σπίτια του χωριού.
Από ΄δώ ψηλά, από το ύφος των δύο και πάνω χιλιάδων μέτρων, το βουνό δεν είναι πια ανεμόσκαλα, που την ανεβαίνεις για να χουφτώσεις τον ουρανό με τ' άστρα. Είναι ένας μαρμάρινος θρόνος, πανύψηλος, απλόχωρος κι απέραντος, που θωρείς τον κόσμο από τα ύψη!
Μπροστά σου έχεις, σ' ανάγλυφη κάτοψη, απέραντες πολύμορφες εκτάσεις! Μονομιάς κυριεύεσαι από την αίσθηση του ύψους, του βάθους και της απεραντοσύνης! Εδώ ψηλά, ανάμεσα ουρανό και γη, δεν είσαι ο ταπεινός της γης. Είσαι ο εξουσιαστής και κυρίαρχος των «Ορέων». Εδώ, εσύ είσαι και κοινωνία, εσύ και νόμος, και το Πέτρινο Βουνό ο θρόνος σου! Αγναντεύεις και το μάτι μένει αχόρταγο. Να! Μακριά στο βάθος και δεξιά μας ο Γυφτόκαμπος, με τον ασημένιο ποταμό να φιδοσέρνεται, από τη μια άκρη του μικρού ολοπράσινου κάμπου μέχρι την άλλη και να χάνεται στα σκιερά δάση του Ανατολικού Ζαγορίου.
Προς τ' αριστερά μας, όπως τραβάει σε μάκρος η κοφτερή κορυφογραμμή, άθελα η ματιά σου φτάνει στην Τσιούκα Ρόσσιε, αγκαλιάζει την ορθόστητη και τρομερή στην όψη Γκαμήλα και μαζί με τις απότομες πέτρινες πλαγιές, φτάνει η ματιά σου μονοκούκι στον Αώο, που κυλά νωχελικά στα πόδια του Σμόλικα και χάνεται στο Στόμιο, ανάμεσα Πάπιγκο και Σοσνίτσα. Ύστερα η ματιά ανηφορίζει και φτάνει στη ψηλή, σαν τον τρούλο της Άγια Σοφιάς, κορυφή του Σμόλικα. Παίρνει τη ράχη - ράχη, ρίχνεται στα ψηλά πευκοντυμένα βουνά της Λάιστας, περνάει από την ολόγυμνη Μόρφα, τραβά στο Κουκουρούτζου για να ξαναφτάσει και πάλι στο Γυφτόκαμπο, κλείνοντας έτσι ένα ολόκληρο κύκλο μεγαλόπρεπο και θαυμαστό!
Και στον κύκλο αυτό τον πανέμορφο, να το Ελεύθερο, το Παληοσέλι, οι Πάδες, το Αρμάτοβο. Όλα τούτα τα χωριά, σκαρφαλωμένα στις πλαγιές του Σμόλικα του ξακουστού, με τα ολόλευκα σπιτάκια τους, λάμπουν στον καταμεσημεριάτικο ήλιο του μικρού καλοκαιριού.
Μακριά, στην ανατολική, άκρη του κύκλου, ο 'Αη Χαράλαμπος της Λάιστας και τα πρώτα κορυφαία σπίτια του χωριού.
Στ' αριστερά μας, κάτω στο βάθος, εκεί που σβήνουν οι πέτρινες πλαγιές του Αβάλου, μόλις ξεχωρίζουν εδώ κι εκεί τα σπίτια του Βρυσοχωριού, βουτηγμένα στις ολοπράσινες φουντουκιές και γέρικες καρυδιές.
Κατ' ευθείαν μπροστά μας, στις πλαγιές του Προύμπου, που κατεβαίνουν από τη Γηστέρα και σβήνουν στη Σονχώρα, τρεμοσβήνουν στο κάμα του μικρού καλοκαιριού τα σπίτια του Ηλιοχωριού. Με τα κυάλια φαίνεται καθαρά το Μεσοχώρι που μισοσκεπάζεται από τον απλοκλώναρο, πανύψηλο γερο-πλάτανο, ξακουστός σε όλη την περιοχή, για τον χοντρό του κορμό - οκτώ άνθρωποι τον αγκαλιάζουν - και τη γιγάντια, περήφανη κορμοστασιά του. Ταίρι δεν έχει πουθενά. Πιο κάτω αστράφτει η κάτασπρη χαλικαριά του Ρασιανίτη, που τρέχει να φτάσει τον Αώο.
Ατενίζοντας απ’ εκεί ψηλά τ' όλο περίγραμμα της πανώριας αυτής περιοχής της Πίνδου, αναγάλλεται η ψυχή σου. Κι οι ώρες αυτές της ζήσης σου είναι ευλογημένες κι αλησμόνητες. Νομίζεις, από παντού, ν' ανεβαίνει και να φτάνει εκεί ψηλά το δοξαστικό της ζωής. Νιώθεις μια ανάταση του Είναι Σου. Το πνεύμα σου απλώνει σε ουρανό και γη και μπροστά στο απαράμιλλο μεγαλείο της φύσης, μένεις έκθαμβος και εκστατικός. ………….».
Κατ' ευθείαν μπροστά μας, στις πλαγιές του Προύμπου, που κατεβαίνουν από τη Γηστέρα και σβήνουν στη Σονχώρα, τρεμοσβήνουν στο κάμα του μικρού καλοκαιριού τα σπίτια του Ηλιοχωριού. Με τα κυάλια φαίνεται καθαρά το Μεσοχώρι που μισοσκεπάζεται από τον απλοκλώναρο, πανύψηλο γερο-πλάτανο, ξακουστός σε όλη την περιοχή, για τον χοντρό του κορμό - οκτώ άνθρωποι τον αγκαλιάζουν - και τη γιγάντια, περήφανη κορμοστασιά του. Ταίρι δεν έχει πουθενά. Πιο κάτω αστράφτει η κάτασπρη χαλικαριά του Ρασιανίτη, που τρέχει να φτάσει τον Αώο.
Ατενίζοντας απ’ εκεί ψηλά τ' όλο περίγραμμα της πανώριας αυτής περιοχής της Πίνδου, αναγάλλεται η ψυχή σου. Κι οι ώρες αυτές της ζήσης σου είναι ευλογημένες κι αλησμόνητες. Νομίζεις, από παντού, ν' ανεβαίνει και να φτάνει εκεί ψηλά το δοξαστικό της ζωής. Νιώθεις μια ανάταση του Είναι Σου. Το πνεύμα σου απλώνει σε ουρανό και γη και μπροστά στο απαράμιλλο μεγαλείο της φύσης, μένεις έκθαμβος και εκστατικός. ………….».
Είναι αρκετοί οι χωριανοί μας που έχουν απολαύσει τη θέα από ΄κει ψηλά, γιατί ασχολούνταν και ασχολούνται με το κυνήγι, αλλά είμαι σίγουρος ότι κι εμείς οι υπόλοιποι, διαβάζοντας τα παραπάνω, θα θέλαμε κάποια στιγμή να βρεθούμε εκεί ψηλά και να απολαύσουμε την υπέροχη αυτή θέα. Τυχεροί όσοι το καταφέρουν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου