• Τον τόπο μας το Ζαγόρι τον ορίζει η πέτρα. Πέτρινες βρύσες ξεδιψούν τους περαστικούς, πέτρινα γεφύρια ανταμώνουν τους ανθρώπους, πέτρινα ξωκλήσια και κονίσματα σε ξαφνιάζουν ευλαβικά, όλα ριγμένα στην αγκαλιά του Θεού. Στα πέτρινα χωριά μας πάλι, πετρόχτιστες εκκλησιές, σχολεία, μεσοχώρια, στέρνες και γκαλντερίμια περίτεχνα σπίτια σεράια που τα ορίζουν και τα ζώνουν ψηλοί «οβοροί», δηλ. καλοφτιαγμένοι με μαστορική ξερολιθιά αυλόγυροι, σαν πέτρινα ζωνάρια καταλήγουν στα πέτρινα πεζούλια που αγκαλιάζουν τις οξώπορτες. Έτσι η οξώπορτα γίνεται στολίδι αξετίμητο του σπιτιού που κλείνει σαν πολύτιμη πόρπη τον οβορό, ομορφοδένοντας ξύλινη και πέτρινη ομορφιά και δημιουργώντας πραγματικά έργα τέχνης.
Μελετημένες πέτρες πελεκημένες με τέχνη και ιδιαίτερο χτίσιμο παράστεκαν δεξιά κι αριστερά σχηματίζοντας πέτρινες κολώνες «τα λαμπαδιά» έτοιμα να δεχτούν την οξώπορτα αλλά και τα δίδυμα πεζούλια. Ανάμεσά τους δύο ή τρία ζευγάρια σιδερένια,
διχαλωτά διακοσμητικά. Ψηλές επιβλητικές αυστηρές μαζί και καλόγνωμες άλλες ταμπλαδωτές κι άλλες με πλατιές κατακόρυφες σανίδες, δρύινες, δεμένες με μεγαλοκέφαλα γυφτοκάρφια στολισμένες με κλάπες σιδερένιες, με περίτεχνα χερούλια και «τσιόκανο» σε διάφορες μορφές, αλλά και καλοδουλεμένα «τζβιά» για το άνοιγμα, μολογούσαν το μεράκι του μάστορα και το κομπόδεμα στο κιμέρι του ταξιδεμένου Ζαγορίσιου.
Κρατιόνταν με χοντρούς «ρεζέδες» (κρίκους) από τα γερά «θυροστόμια» (γρεντές) και έκλειναν απ’ έξω με μεγάλη σιδερένια κλειδωνιά με τεράστιο βαρύ κλειδί, κι από μέσα με δύο σιδεριές ριζωμένες στον τοίχο που φώλιαζαν σ’ ένα χοντρό κρίκο πάνω στην πόρτα κάνοντας αδύνατο το άνοιγμα.
Κρατιόνταν με χοντρούς «ρεζέδες» (κρίκους) από τα γερά «θυροστόμια» (γρεντές) και έκλειναν απ’ έξω με μεγάλη σιδερένια κλειδωνιά με τεράστιο βαρύ κλειδί, κι από μέσα με δύο σιδεριές ριζωμένες στον τοίχο που φώλιαζαν σ’ ένα χοντρό κρίκο πάνω στην πόρτα κάνοντας αδύνατο το άνοιγμα.
Η οξώπορτα ήταν δίφυλλη πλατιά και ψηλή, μεγαλόπρεπη με πλάτος πάνω από ένα μέτρο το κάθε φύλλο, κι αυτό για να μπορούν να μπαίνουν τα ζώα φορτωμένα με τον καρπό ή το άλεσμα της χρονιάς γυρνώντας απ’ το μύλο και να ξεφορτώνουν στο αμπάρι που ήταν συνήθως στη σάλα. Η μια πόρτα ήταν σταθερά κλειστή με τη σιδεριά από πίσω και την μεγάλη κλειδωνιά με την κλάπα. Για να μπεις ή πατούσες το σιδερένιο ζιμπερέκι ή σήκωνες με σιδερένια ή ξύλινη βέργα το ξύλινο μάνταλο στην κορυφή της. Όταν το σπίτι ήταν κλειστό περνούσε απ’ τις δυο γκριγκέλες ο άλσος με την κλειδωνιά, κι αν έλειπε για λίγο η νοικοκυρά περνούσε τη σιδερένια βέργα ανάμεσα στα δυο χερούλια.
Στην κορυφή την πόρτα την στεφάνωνε καλοπλανισμένη σκεπή μεγάλη μέσα κι έξω και την προφύλαγε απ’ του καιρού τ’ ανεμοβρόχια και μπροστά σ’ όλο το μήκος του ανοίγματος, σαν κορνίζα, το πέτρινο κατώφλι, ιδιαίτερη έγνοια της νοικοκυράς –δείγμα της νοικοκυροσύνης της- καθώς το βούρτσιζε με την τρίχινη βούρτσα να λάμπει «γάλα νάχυνες θα το μάζευες».
Στην κορυφή την πόρτα την στεφάνωνε καλοπλανισμένη σκεπή μεγάλη μέσα κι έξω και την προφύλαγε απ’ του καιρού τ’ ανεμοβρόχια και μπροστά σ’ όλο το μήκος του ανοίγματος, σαν κορνίζα, το πέτρινο κατώφλι, ιδιαίτερη έγνοια της νοικοκυράς –δείγμα της νοικοκυροσύνης της- καθώς το βούρτσιζε με την τρίχινη βούρτσα να λάμπει «γάλα νάχυνες θα το μάζευες».
Το κατώφλι όριζε το μέσα και το έξω του σπιτιού. Καθώς το περνούσες έμπαινες στην καλοπλακιασμένη αυλή, την «πόρτα» όπως τη λέμε.
Ομορφοφτιαγμένο γκαλντερίμι με άσπρες και μαύρες λεπτές πέτρες οδηγούσε απ’ την οξώπορτα στην σαλόπορτα δηλ. στην πόρτα του κυρίως σπιτιού σαν πέτρινος κεντημένος διάδρομος. Έξω απ’ το κατώφλι κι ανάμεσα στα πεζούλια το σοκάκι μπροστά στην πόρτα κι αυτό με μερακλίτικο γκαλντερίμι φτιαγμένο. Συνήθως πάνω απ’ το πεζούλι ήταν γραμμένη στο λιθανάγλυφο με το σταυρό ή με άλλο αποτρεπτικό του κακού σχήμα η χρονολογία της κτίσης.
Ομορφοφτιαγμένο γκαλντερίμι με άσπρες και μαύρες λεπτές πέτρες οδηγούσε απ’ την οξώπορτα στην σαλόπορτα δηλ. στην πόρτα του κυρίως σπιτιού σαν πέτρινος κεντημένος διάδρομος. Έξω απ’ το κατώφλι κι ανάμεσα στα πεζούλια το σοκάκι μπροστά στην πόρτα κι αυτό με μερακλίτικο γκαλντερίμι φτιαγμένο. Συνήθως πάνω απ’ το πεζούλι ήταν γραμμένη στο λιθανάγλυφο με το σταυρό ή με άλλο αποτρεπτικό του κακού σχήμα η χρονολογία της κτίσης.
ΔΥΟ ΖΩΕΣ
• Κι είχαν οι οξώπορτες αυτές δυο ζωές. Τη μια από μέσα μυστική κι επτασφράγιστη που την όριζε το εθιμικό δίκαιο του τόπου, ο αφέντης, κι αν έλειπε αυτός η Κυρα-μάνα, ή η μεγάλη ανδραδελφή ή η νύφη. Αυτή έκλεινε βαριά σαν τη σιδεριά της από μέσα όταν έπρεπε. «Καθένας ξερ τι κλιάει η πόρτα τ’» έλεγαν οι παλιοί. Κι ήταν κυριολεκτικά και μεταφορικά έτσι, γιατί στις κλειστές κοινωνίες των χωριών μας η ιδιωτική ζωή ήταν αυστηρά μυστική και προφυλαγμένη καλά με τους δικούς της κανόνες.
Η οξώπορτα στη χαρά ήταν ορθάνοιχτη, να δεχτεί τα νιόγαμπρα, τα προικιά, τους μουσαφιραίους, τους χωριανούς στις γιορτές και τις ονομασίες, το Δέσποτα τα Φώτα και την πρωτομηνιά ν’ αγιάσει το σπίτι, τα παιδαρέλια να πουν τα κάλαντα ή το Λάζαρο. Στη λύπη σφαλισμένη. Βαρύς έπεφτε ο ίσκιος στο πένθος ούτε στο κατώφλι δεν έβγαινε η γυναίκα. Όλο τον καιρό ο αφέντης διέταζε τη γυναίκα ή τα παιδιά «βαλ τ’ σιδεριά» όταν ήταν να φάνε, να ησυχάσουν ή όταν είχαν να κουβεντιάσουν σοβαρό θέμα, προξενιά, γάμο, διαφορές, αρρώστιες: «Μη μας ακούσ’ η γειτονιά», κι οπωσδήποτε τη νύχτα. Κάστρο απόρθητο γίνονταν το σπίτι. Έκλειναν όμως και φοβισμένα την πρωτοχρονιά, καρτερώντας το πιδί για το πουρνάρ και το καλό ποδαρικό μη μπει κανένας αχαμνός και δεν πάει καλά η χρονιά. Για τον ίδιο λόγο και την πρωτομηνιά αργούσαν ν’ ανοίξουν αποφεύγοντας τους ανεπιθύμητους. Η άλλη ζωή ήταν έξω απ’ την εξώπορτα.
«Ο νους πετάει και στέκεται σε γνώριμο σοκάκι στέκει σ’ οξώπορτες βαριές σε γελαστά πεζούλια». Τότε που η ζωή κυλούσε αργά, αρμονικά κι ήρεμα εδώ στα πέτρινα χωριά μας, αληθινή ζωή στο σοκάκι μιας γραμμένης οξώπορτας. Κι ήταν η ζωή αυτή ανάλαφρη κι ας ήταν βαρύς ο καθημερινός μόχθος, καθημερινή, ακριβή και πολύτιμη κοσμαντάμωση για τους μεγάλους, παραμυθένια για τα παιδιά. Πρωί – πρωί έβγαζε τη σιδεριά κι άνοιγε την οξώπορτα η μάνα ή η Κυραμάνα, καλημερίζοντας τους γειτόνους. «Καλμέρα και καλονύχτωμα! Πώς ξμηρώσιταν».
• Γιατί ήταν η εξώπορτα η επαφή με τον κόσμο, πόρτα και παράθυρο στην μικρή κοινωνία του χωριού. Αλλά και για τη γάτα του σπιτιού που μπαινόβγαινε από μια κομμένη επίτηδες σανίδα στο κάτω μέρος. Θα ξεκινούσε ύστερα τα παιδιά για το σχολειό θάβγαζε τα ζώα απ’ τη θυροπούλα και θα τοίμαζαν κι οι μεγάλοι τα σύνεργα για τη δουλειά που τους καρτερούσε. Πίσω έμειναν οι ηλικιωμένοι, οι ανήμποροι, οι γυναίκες, «σ’ άλλ’ αράδα» άμα είχαν βαριές οξωδλιές.
Πρώτη δουλειά να τρίψουν το κατώφλι και τα πεζούλια. Η κυρά μάνα θα κάθονταν να ξαχλιάς ή με την πατούνα στο λαιμό, ή αλέθοντας τον καφέ με το μύλο. Οι νιές πηγαινοέρχονταν, ακουμπούσαν στα πεζούλια τις φτσέλες με το νερό, το ζαλίκι με τα πουρνάρια για το γάστρο ή τα τσάκνα για προσάναμα, ακουμπούσαν τα τιψιά με τον τραχανά να λιαστεί, κι ότι άλλο κουβαλούσαν στην πλάτη τους. Αλλά και σακούλια και «τσάκια» με ψώνια απ’ τα Γιάννινα ξεφόρτωναν και σακιά με γεννήματα απ’ τ’ αλώνι και το άλεσμα απ’ το μύλο, και τενεκέδες με γάλα, και βελέντζες απ’ τη νεροτριβή στράγγισαν στα πεζούλια και ζωντανά ποτίστηκαν με το σιούμλο από την στέρνα της αυλόπορτας.
ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ…
• Αλλά η πραγματική ζωή τους άρχιζε με τη δύση του ήλιου. Τότε οι οξώπορτες ήταν στις δόξες τους, και περισσότερο αυτές που ήταν σε πέρασμα. Εκεί ξαπόσταιναν από τον κάματο της μέρας κορμιά και ψυχές. Ήταν η φυσική κι ανέξοδη ψυχαγωγία και κοσμαντάμωση τόσο απαραίτητη για τη ζωή τους. Καρτερούσαν εκεί τα γίδια και τα γελάδια κι όταν τα μάζευαν ξαναγυρνούσαν στο σοκάκι πλυμένες με καθαρό μαντήλι, ποδιά και πατίκια για την βραδινή αυτή έξοδο.
Μερικά ήταν ξακουστά και μαζεύονταν πολλοί άντρες γυναίκες και παιδιά. Μάλιστα είχε κι ο καθένας τη θέση του τη μεριά του, άλλος στο πεζούλι άλλος στο κατώφλι κι άλλοι μισοξαπλωμένοι παρακάτω στο πέτρινο σοκάκι. Μερικοί είχαν και ένα μαξιλάρι πλεγμένο με το βελονάκι, αν και η νοικοκυρά περιποιητική είχε πίσω απ’ την εξώπορτα χαμηλά σκαμνάκια ξύλινα, ή αναμερμένα κομμάτια από κουρελού για να κάθονται «να μην τους σκώνει η πλάκα και τους πονάει η κλιά» όπως έλεγαν.
Η εξώπορτα της θείας μου της Σταθίας του Ζωρδούμη στον Κάτω Μαχαλά ήταν μια απ’ αυτές. Η θείτσα κάθονταν πάντα το απόγευμα με το σκαμνί στο κατώφλι πλέγοντας με το βελονάκι. Όποιος περνούσε τον σταματούσε για κουβέντα. Σαν την Γιαννούλενα που κατακουρασμένη ανέβαινε από τον κάμπο με το κολοκύθι στην αμασκάλα ή κάνα χλωρό αραποσίτ. «Ακούμπα ψίχα να παρς ανάσα» συμβούλευε παρακαλεστά η θείτσα. «Να σ’ φκιάκου έναν καφέ να σόρθ καλά»; Ακολουθούσε η Πάνθεα με καμιά χεριά ρεβύθια η φακή ή ρίγαν. Αυτή δεν έπινε ποτέ καφέ. Την κουβέντα όμως την ήθελε κι ας μην της έβγαζες ποτέ λέξη.
ΤΟ ΣΟΚΑΚΙ ΤΟΥ ΚΑΝΙΝΗ
• Άλλο μεγάλο σοκάκι ήταν του Κανίνη, κέντρο στον Πάνω Μαχαλά. Εκεί μαζεύονταν μεγάλη παρέα ως τη νύχτα. Τι λόγια, τι ιστορίες, τι κουβέντες είχαν ακούσει αυτά τα πέτρινα σοκάκια με τα πεζούλια μπροστά στις οξώπορτες. Εκεί όλα τα νέα της ημέρας, οι δυσκολίες, η σοδιά…
Οι κυνηγοί μολογούσαν ιστορίες μισοαληθινές, μισοψεύτικες, οι ταξιδεμένοι που γύριζαν από το ταξίδι περιστατικά, και παράξενα του τόπου που γνώρισαν. Πως λαχταρούσαν αυτό το αντάμωμα στο σοκάκι, ωραία συνήθεια των χωριών μας! Πόσο τους έλειπε στην ξενητιά! Δεν χόρταιναν ν’ ακούν και να μαθαίνουν…
Οι κυνηγοί μολογούσαν ιστορίες μισοαληθινές, μισοψεύτικες, οι ταξιδεμένοι που γύριζαν από το ταξίδι περιστατικά, και παράξενα του τόπου που γνώρισαν. Πως λαχταρούσαν αυτό το αντάμωμα στο σοκάκι, ωραία συνήθεια των χωριών μας! Πόσο τους έλειπε στην ξενητιά! Δεν χόρταιναν ν’ ακούν και να μαθαίνουν…
Οι γυναίκες πάλι ανάμεσα στ’ άλλα έκαναν και τις προξενιές, απογάλια να μην πάρουν «πρέφα» οι άντρες. Τα παιδιά άκουγαν μαγεμένα και μάθαιναν στο ανοιχτό αυτό σχολείο της φύσης, έπαιζαν την κολοκυθιά και το σπασμένο τηλέφωνο και σαν θόλωνε κρυφτό στις οξώπορτες τριγύρω. Όταν έβγαιναν οι κολοφωτιές στόλιζαν μ’ αυτές τις μπλούζες τους που έλαμπαν. Τρόμαζαν οι μανάδες να τα μαζέψουν για ύπνο.
Αστεία, γέλια, σιακάδες, μολογούσαν και γελούσαν με πράγματα απλά, μικρά, καθημερινά του τόπου τους του κόσμου τους και του καιρού τους. «Βούιζε ο δρόμος από φωνές, χαρούμενες, φωνές καλωσυνάτες σαν τα κρυστάλινα νερά τον δρόσιζαν τα γέλια κι οι νιες κρυφοκουβέντιαζαν τα ντέρτια της αγάπης».
Αστεία, γέλια, σιακάδες, μολογούσαν και γελούσαν με πράγματα απλά, μικρά, καθημερινά του τόπου τους του κόσμου τους και του καιρού τους. «Βούιζε ο δρόμος από φωνές, χαρούμενες, φωνές καλωσυνάτες σαν τα κρυστάλινα νερά τον δρόσιζαν τα γέλια κι οι νιες κρυφοκουβέντιαζαν τα ντέρτια της αγάπης».
Κι ύστερα «καλοξμέρωμα κι αύριο μη για» έφεγγαν οι δρόμοι από τα φανάρια ή τα χειροκάντλα ή τους φακούς των ξενιτεμένων.
Χιλιοτραγουδισμένες οι οξώπορτες από τους Ζαγορίσιους λαλητάδες. Βαλαντωμένος ο νιος τραγουδά:
Χιλιοτραγουδισμένες οι οξώπορτες από τους Ζαγορίσιους λαλητάδες. Βαλαντωμένος ο νιος τραγουδά:
«Το φεγγάρι κάνει βόλτα στης αγάπης μου την πόρτα» ή «Ρίξε νερό στην πόρτα σου να μπω να ξεγλιστρίσω» «Μαλαματένια πόρτα μ’ ασημοπέρονα», κι άλλος πάλι απελπισμένος μηχανεύεται «Βρίσκω μια πορτοπούλα» ενώ ο αισιόδοξος θα πει «Βαλ το μάνταλο στην πόρτα και ξεκρέμασε την πλόσκα». Στις οξώπορτες τις γραμμένες τις ακριβές και πολύτιμες, απλές, καθημερινές κι αληθινές σελίδες μιας ζωής που αγαπήθηκε και δεν λησμονήθηκε καθώς η αναπόληση μια τρυφεράδα σκορπά στην καρδιά κι ίσως κι ένα δάκρυ στο μάτι.
ΑΛΛΑΞΑΝ ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
• Κι ύστερα ήρθε η ερήμωση. Πέρασαν τα χρόνια, άλλαξαν οι καιροί. Σκόρπισε ο κόσμος για τη μοναξιά της πόλης. Χορτάριασαν τα σοκάκια μαράγκιασε η ζωή μαζί με τα λουλούδια. Στράβωσαν οι μεγάλες κλειδωνιές και σκούριασαν οι ρεζέδες. Στα πεζούλια τους αφρόντιστα φυτρώνουν σκυλάκια και πασκαλομάνσις κι οι γκουστερίτσες μπαινοβγαίνουν στις τρύπες τους μοναδικές νοικοκυρές. Κάπου και που βλέπεις γερόντισες στο σοκάκι. Αγιασμένες μορφές των μανάδων που παραστέκουν στις οξώπορτες των αρχοντικών, μόνες κι έρημες με τα χέρια ακουμπισμένα στην ποδιά, το καλό λόγο στα μαραγκιασμένα χείλια και τον καϋμό στα μάτια καρτερώντας. Γιατί η μάνα πάντα καρτεράει στη γραμμένη οξώπορτα να φανείς…
Γέρασαν κι οι οξώπορτες, σκέβρωσαν οι ταμπλάδες τους φύραναν κι έρεψαν οι σανίδες, κι άφησαν χαραγματιές πατώκορφα. Απόμειναν ξεδοντιασμένες από στολίδια και σιδερικά. Τ’ ακριβοπληρώνουν οι συλλέκτες. Ξέρουν την αξία τους. Του καιρού τ’ ανεμοβρόχια τις έκαναν αγνώριστες. Όμως κι αυτός ο χρόνος τις σεβάστηκε, τις άφησε ορθές, έστω και σακατεμένες, να μολογούν στους περαστικούς του σπιτιού την ιστορία. Παραστέκουν στον οβορό φύλακες άγρυπνοι και θα σωριαστούν μαζί του με το μηχάνημα της ανάπτυξης.
ΣΗΜΕΡΑ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ…
• Κάθε φορά που ένα σπίτι γκρεμίζεται για να ξαναγίνει καινούργιο ή ξενώνας, το τρίξιμο της πόρτας με συγκλόνιζε. Οι ρεζέδες που ξεκόβονται με βία σαν κάτι άχρηστο, πετιούνται άκαρδα σβήνοντας με το σπαραχτικό ήχο τους μια ολόκληρη ζωή, την ιστορία ενός σπιτιού, άχρηστα υλικά. Έτσι οι πελώριες σκεπαστές οξώπορτες με τα πελεκητά λαμπαδιά εξαφανίζονται σιγά – σιγά. Τα καινούργια υλικά, η καινούργια νοοτροπία, η έλλειψη πληροφόρησης κι ευαισθητοποίησης, σκοτώνουν και τα τελευταία λείψανα. Σε λίγο θα γίνουν ανάμνηση. Ας προσέχουμε όλοι κι ιδίως οι νέοι τι καταστρέφουμε και τι χτίζουμε πάνω σ’ αυτά τα αριστουργήματα, καθώς είναι ανάγκη σήμερα να προστατέψουμε όσο ποτέ αυτή τη μεγάλη τέχνη εκείνων των μαστόρων, αυτή την ιδιαίτερη ομορφιά του τόπου μας.
Καινούργιες οξώπορτες σύγχρονες με καινούργια πεζούλια φτιαγμένα απ’ την αρχή μ’ άλλη πέτρα τετραγωνισμένη απρόσωπη, άψυχη ανακατασκευή, όπως και τα γκαλντερίμια, μ’ άλλη πέτρα, άλλη γραμμή, άλλη λογική, από ξένους μαστόρους γι’ άλλους ξένους ανθρώπους.
Όμως δεν είναι δικά μας πράγματα αυτά δεν είναι του τόπου μας. Δεν ξαπόστασαν σ’ αυτές τις εξώπορτες σ’ αυτά τα πεζούλια δικοί μας άνθρωποι. Δεν περπάτησαν στο σοκάκι γνώριμα πόδια. Δεν υπάρχουν πουθενά τυπωμένα κουρασμένα βήματα. Δεν υπάρχουν στα τζβιά, στα χερούλια, στα κλειδιά, στις σιδεριές πουθενά τα χνάρια των χεριών των ανθρώπων της γενιάς μας.
Όμως δεν είναι δικά μας πράγματα αυτά δεν είναι του τόπου μας. Δεν ξαπόστασαν σ’ αυτές τις εξώπορτες σ’ αυτά τα πεζούλια δικοί μας άνθρωποι. Δεν περπάτησαν στο σοκάκι γνώριμα πόδια. Δεν υπάρχουν πουθενά τυπωμένα κουρασμένα βήματα. Δεν υπάρχουν στα τζβιά, στα χερούλια, στα κλειδιά, στις σιδεριές πουθενά τα χνάρια των χεριών των ανθρώπων της γενιάς μας.
Ανατριχιάζω κάθε φορά που πατώ το «τζβι» της οξώπορτας γιατί το χέρι του προπάπου μου πιάνω εδώ στο σπίτι μας, πάνω στα χνάρια του δικού του χεριού ακουμπώ. Και με συγκλονίζει η σκέψη πως της γενιάς μου γυναίκες γύρισαν τα κλειδιά και βούρτσισαν το πεντακάθαρο κατώφλι, πόσες φορές πόσες γενιές από το 1814 που γράφει το λιθανάγλυφο με το σταυρό στ’ αριστερό πεζούλι. Δεν σε ζώνουν γνώριμες φωνές και γέλια σήμερα. Γιατί, αλήθεια έχουν οι καινούργιες οξώπορτες πουθενά τη φωνή του πατέρα, της μάνας τη γλυκιά φωνή και το γλυκό το μάλωμα;
ΠΑΝΩΣΟΥΔΕΝΙΩΤΙΣΣΕΣ ΟΞΩΠΟΡΤΕΣ
• Απόψε οι δρόμοι και τ’ αυλάκια του μυαλού μου γέμισαν αναμνήσεις. Ακίνητες, γριές, σαρακωμένες, ρυτιδιασμένες, στέκονται εκεί μια ζωή, ατάραχες, σιωπηλές, φρουροί ακοίμητοι κρατώντας επτασφράγιστα του σπιύ τα μυστικά, η μια κοντά στην άλλη, σαν γειτόνισσες που κρυφομιλούν, δίπλα, παραπέρα, απέναντι, παρακάτω σοφά μελετημένες σαν χορός αρχαίας τραγωδίας. Τις κοιτάζω και τις ξομπλιάζω, ξέρω και την παραμικρή τους λεπτομέρεια κι από ποιά μεριά είναι η βαριά τους κλειδωνιά.
Να χτυπήσω τον τσιόκανο; Να πατήσω το τζβι; Να «κρίνω» από τον οβορό; Μπα, φοβάμαι πως δεν θα μ’ ανοίξει κανένας…
Περνούν αδιάφορα οι τουρίστες. Ο ξένος τις περιεργάζεται με περιέργεια αλλά αδιάφορα. Δεν του λένε τίποτε. Κι έχει δίκιο. Γιατί κι αυτές δεν κρένουν σ’ όποιον κι όποιον. Κακιώνουν κιόλας άμα πατούν στο κατώφλι τους ξένοι κι άπονοι άνθρωποι. Τι σχέση μπορεί νάχουν μ’ αυτές; Τι ξέρουν για τη ζωή που γενιές ολόκληρες φώλιασε στο σπίτι τους; Τι ξέρουν για τις χαρές και τα ξεχωρίσματα; Το φεγγάρι απόψε κολυμπώντας στον καταγάλανο ουρανό τις λούζει με το φως του, τις ομορφαίνει, τις κάνει διάφανες. Κρυφοκουβεντιάζουν μαζί μου στην ερημιά της νύχτας.
Οι παλιές μας οξώπορτες! Γιατί μ’ αγγίζουν τόσο στην καρδιά! Γιατί δίπλα τους βλέπω νοικοκυρές και νοικοκυραίους;
Είναι παράξενο, αλλά έτσι είναι στον τόπο μου, οι οξώπορτες όπως και τα σπίτια έχουν μιλιά! Μιλούν στην ψυχή μας βαθιά μέσα στο χρόνο. Όποιος δεν ξέρει και δεν τις νιώθει τις προσπερνά. Όποιος τις αγαπά, πιάνει εύκολα κουβέντα ασκόλαγη μαζί τους! Περνώ και τις χαιρετώ! Τους κρένω και μου κρένουν. Ξέρουν ότι τις πονώ και τις νοιάζομαι κι ίσως αυτές εμένα. Γιατί για μένα οι οξώπορτες έχουν ψυχή. Με καλημερίζουν το πρωί, με καλωσορίζουν σαν γυρνώ απ’ τα Γιάννινα, αναμερούν να μπω και με ξεπροβοδίζουν φεύγοντας!
Νάναι ο ίσκιος τους που με μαγεύει, η αγκαλιά μιας οξώπορτας που καρτεράς ν’ ανοίξει για να σε καλοδεχτεί, νάναι οι αναμνήσεις που σε κυκλώνουν, η αμέρωτη νοσταλγία μιας αλλιώτικης ανθρώπινης ζωής μπροστά σε γραμμένες οξώπορτες με τσιόκανο και πέτρινα πεζούλια, νάναι η πόρτα του πατρικού σπιτιού που σε στοιχειώνει μια ζωή κι οι μνήμες για το ποιοι και πώς σε καρτερούσαν ανοίγοντας;
Νάναι ένα ή όλα αυτά μαζί που με δένουν άρηκτα μαζί τους γιατί είναι οι οξώπορτες τα «πατρικά ριζάρια».
Νάναι ένα ή όλα αυτά μαζί που με δένουν άρηκτα μαζί τους γιατί είναι οι οξώπορτες τα «πατρικά ριζάρια».
Ελένη Οικονομίδου-Δούβλη
* Το παραπάνω κείμενο αποτελεί ομιλία της κ. Ελένης Οικονομίδου – Δούβλη, στα εγκαίνια της έκθεσης φωτογραφίας της μηχανολόγου Βασιλικής Τράκη με θέμα «Οι παλιές μας οι αυλόπορτες», που έγιναν στο Πνευματικό Κέντρο των Άνω Πεδινών.
ΠΗΓΗ: ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ
ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ ΣΤΟ: ellas2.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου