Από το μόχθο της επιβίωσης άνθιζαν απαράμιλλα κατορθώματα της τέχνης
Στο τελευταίο χωριό της επαρχίας της Κόνιτσας, κοντά στα αλβανικά σύνορα, σε υψόμετρο 1.100 μέτρων στις πλαγιές του όρους Γράμμου, ο δρόμος σταματά. Η σφραγισμένη εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στέκεται ως πρώτη εικόνα. Μια ελληνική σημαία ακμαία στον ιστό, η πλατεία του χωριού πλακόστρωτη με ψηλά πέτρινα πεζούλια όπως επιβάλλει το επικλινές έδαφος, με τη βρύση και τον απαραίτητο πλάτανο. Στο πάνω μέρος της πλατείας το κλειστό από το 1966 σχολείο. Τα σπίτια του χωριού, πετρόχτιστα, απλώνονται σε δύο μαχαλάδες εκατέρωθεν της πλατείας. Σιγή, και το ελληνικό φυλάκιο πιο κάτω άλλες φορές φαντάζει να φυλά το χωριό και άλλες φορές αυτό να φρουρεί τους στρατιώτες.
Κάτοικοι; Ένας φύλακας και ένα δεμένο σκυλί, με τα πλατανόφυλλα να καλύπτουν ανενόχλητα τα πέτρινα καλντερίμια. Ένα ακόμη ακριτικό χωριό της Ηπείρου; Η σφραγισμένη εκκλησία του Αγίου Αθανασίου κρύβει στο εσωτερικό της ένα “μυστικό”: τοιχογραφίες και έναν πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο ζωγραφισμένο από τους κατοίκους του μικρού χωριού των Χιονιάδων, τους αλλοτινούς λαμπρούς ζωγράφους, τους περίφημους αγιογράφους. Δημιουργοί, απλοί τεχνίτες που σήμερα αξιολογούνται ως καλλιτέχνες υψηλής ποιότητας.
Μια έκτακτη καλλιτεχνική διάσταση
Μια έκτακτη καλλιτεχνική διάσταση
Οι Χιονιάδες, γειτονικό χωριό των Μαστοροχωρίων, σκαρφαλωμένοι στις δασοβριθείς κλιτείς του Γράμμου, σχεδόν κάτω από την κορφή του βουνού, υπήρξε για αιώνες, μαζί με το Καπέσοβο και τα Σουδενά στο Ζαγόρι, η γνωστή τριάδα- φυτώριο λαϊκών ζωγράφων στην Ήπειρο. Κορωνίδα των τριών αυτών εικαστικών κέντρων στάθηκαν οι Χιονιάδες.
Όπως σημειώνει ο ομότιμος Καθηγητής Λαογραφίας Μ.Γ. Μερακλής “στον παραδοσιακό αγροτικό κόσμο λειτούργησε μια διαδικασία μεταστοιχείωσης αντικειμενικών όρων στέρησης και – όπως λένε οι οικονομολόγοι και οι συναφείς προς αυτούς επιστήμονες – υπανάπτυξης και καθυστέρησης, σε όρους δημιουργίας ενός πολιτισμού, που διακρίνεται από μιαν ανεπανάληπτη αισθητική. Από έναν σκληρό βιοτικό μόχθο άνθιζαν απαράμιλλα κατορθώματα της τέχνης, τόσο στενά, εξάλλου, συνδεδεμένης με τη ζωή, ώστε η ίδια η ζωή (η σκληρή, η στερημένη και καθυστερημένη) να περιέχει οργανικά και μιαν έκτακτη καλλιτεχνική διάσταση”.
Οι άνθρωποι εκείνοι δημιουργούσαν έναν πολιτισμό, που υπερέβαινε κατ’ αρχήν τις δυνατότητές τους. Ίσως γιατί είχε σαν βάση της δημιουργίας του το αίσθημα της συλλογικότητας και γιατί έτσι ήταν σεμνός και βαθύτατα δημοκρατικός (οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι, που υπέγραφαν τα έργα τους, ανέγραφαν τα ονόματα όλων των συνεργατών, ιεραρχικά, ανάλογα με τη συμβολή του καθενός).
Ο πληθυσμός των Χιονιάδων, ενός από τα πιο μικρά χωριά της επαρχίας της Κόνιτσας, δεν ξεπέρασε ποτέ τις 350-400 ψυχές που ζούσαν με μιαν υποτυπώδη γεωργία και κτηνοτροφία. Κι όμως, εκεί γράφτηκε ένα από τα πιο λαμπρά κεφάλαια της λαϊκής μας ζωγραφικής. Εξήντα πέντε Χιονιαδίτες ζωγράφους παρουσίασε στο γνωστό βιβλίο του στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Κίτσος Μακρής, ενώ σήμερα με νεότερες έρευνες είναι γνωστοί περισσότεροι.
Οι μεταφορείς πιεσμένου χιονιού
Οι μεταφορείς πιεσμένου χιονιού
Χιονιάδες ήταν οι μεταφορείς πιεσμένου χιονιού από σκιερές ορεινές τοποθεσίες που “χόρταιναν την πολιτεία το καλοκαίρι χιόνια”. Η μεταφορά χιονιού από διάφορες περιοχές δεν περιοριζόταν μόνο προς τις πολιτείες της Ηπείρου και τα κονάκια των πλούσιων Τούρκων, αλλά έφτανε ως την Κέρκυρα όπου “κομίζουν χιόνια με το πλοίο και πίνουν οι άρχοντες και ευγενείς Κερκυραίοι τες λεϊμονάδες και λοιπά καταψυκτικά και δροσιστικά ποτά”.
Εκτός από τους κατοίκους της Πρεμετής, των βουνών της Λιακουριάς και της Χειμάρρας και οι κάτοικοι των Χιονιάδων ασχολούνταν με το ιδιότυπο αυτό είδος εμπορίου, ίσως μάλιστα σε μεγαλύτερο ποσοστό, γι’ αυτό και το χωριό τους παίρνει το όνομα Χιονιάδες.
Εκτός από τους κατοίκους της Πρεμετής, των βουνών της Λιακουριάς και της Χειμάρρας και οι κάτοικοι των Χιονιάδων ασχολούνταν με το ιδιότυπο αυτό είδος εμπορίου, ίσως μάλιστα σε μεγαλύτερο ποσοστό, γι’ αυτό και το χωριό τους παίρνει το όνομα Χιονιάδες.
Οι άνδρες υποχρεώθηκαν να στραφούν – με τις αναγκαστικές μετακινήσεις τους από το χωριό – προς “τεχνικά” επαγγέλματα. Η ζωγραφική αναδείχθηκε σε κορυφαίο τέτοιο επάγγελμα (διακόσμηση εκκλησιών και αρχοντόσπιτων – θρησκευτική τέχνη και κοσμική συγχρόνως, κάτι πρωτοποριακό που χαρακτηρίζει τη λαϊκή ζωγραφική της περιόδου εκείνης, που συμπίπτει με την περίοδο της ανερχόμενης αστικής τάξης και του νεοελληνικού Διαφωτισμού).
Οι ζωγράφοι των Χιονιάδων δεν ακολούθησαν τη συντεχνιακή επαγγελματική οργάνωση, αλλά συνέχισαν το χωρισμό σε φάρες-κοινωνικές δηλαδή ομάδες που στηρίζονταν στην κοινότητα καταγωγής από τη μεριά του πατέρα.
Οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι ως το τέλος του 18ου αιώνα ανήκαν σε δύο φάρες: Στους Πασχαλάδες και τους Μαρινάδες. Πολλοί Μαρινάδες παίρνουν ως επώνυμο το επαγγελματικό τους, δηλαδή Ζωγράφος.
Οι λαϊκοί αυτοί δημιουργοί ξεκινούσαν σαν μαθητευόμενοι αρχίζοντας από βοηθητικές δουλειές, όπως το τρίψιμο των χρωμάτων πάνω στο μάρμαρο, “τριβίδι”, και την προετοιμασία των επιφανειών. Ύστερα προχωρούσαν στο γέμισμα ομοιόχρωμων επιφανειών επάνω στο λευκό σχέδιο (ουρανός, φορεσιές, έδαφος) και σταδιακά αναλάμβαναν περισσότερο υπεύθυνες εργασίες ώσπου, ώριμοι πια, να φτάνουν στη σχεδίαση και στο ζωγράφισμα λεπτομερειών (πρόσωπα, πτυχώσεις, κεντίδια).
Οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι ως το τέλος του 18ου αιώνα ανήκαν σε δύο φάρες: Στους Πασχαλάδες και τους Μαρινάδες. Πολλοί Μαρινάδες παίρνουν ως επώνυμο το επαγγελματικό τους, δηλαδή Ζωγράφος.
Οι λαϊκοί αυτοί δημιουργοί ξεκινούσαν σαν μαθητευόμενοι αρχίζοντας από βοηθητικές δουλειές, όπως το τρίψιμο των χρωμάτων πάνω στο μάρμαρο, “τριβίδι”, και την προετοιμασία των επιφανειών. Ύστερα προχωρούσαν στο γέμισμα ομοιόχρωμων επιφανειών επάνω στο λευκό σχέδιο (ουρανός, φορεσιές, έδαφος) και σταδιακά αναλάμβαναν περισσότερο υπεύθυνες εργασίες ώσπου, ώριμοι πια, να φτάνουν στη σχεδίαση και στο ζωγράφισμα λεπτομερειών (πρόσωπα, πτυχώσεις, κεντίδια).
Το επάγγελμα έδινε στους Χιονιαδίτες ζωγράφους οικονομική άνεση που τους επέτρεπε να ζουν με κάποια αρχοντιά. Μερικοί από αυτούς είχαν τη δυνατότητα να σπουδάσουν τα παιδιά τους, παρ’ όλο που είχαν πολυμελείς οικογένειες.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα οι ζωγράφοι ανεβαίνουν κοινωνικά και αρχίζουν να παίρνουν αξιώματα στο χωριό. Από το μικρό ορεινό χωριό των Χιονιάδων ξεκινάει ένας μεγάλος αριθμός ζωγράφων. Ο Γεώργιος Παΐσιος αναφέρει 31 ονόματα και 251 επιγραφές. Σε 101 χωριά και πολιτείες εξαπλώνεται το εξακριβωμένο έργο των Χιονιαδιτών ζωγράφων.
Μερικοί από τους ζωγράφους, όταν βρίσκουν συνθήκες μόνιμης εργασίας σε μια περιοχή μένουν οριστικά εκεί, παντρεύονται ντόπιες, κάνουν παιδιά και θεωρούν τον εαυτό τους “πολιτογραφημένο” στην καινούργια τους πατρίδα.
Η χιονιαδίτικη ζωγραφική
Η περίπτωση της χιονιαδίτικης ζωγραφικής εντάσσεται στο γενικότερο φαινόμενο της εξειδίκευσης ορισμένων χωριών σε κάποιον χειροτεχνικό τομέα, απόρροια της ένδειας άλλων πόρων. Ως κύριο εκφραστικό της μέσο έχει το χρώμα, αντίθετα προς τη γραμμικότητα της βυζαντινής παράδοσης. Ξεκινά από ένα καθαρά λαϊκό ύφος με έντονες βυζαντινές αναμνήσεις, περνάει βαθμιαία στο “βυζαντινοαναγεννησιακό” όπως το χαρακτήρισε νεότερος χιονιαδίτης ζωγράφος, πιο σωστά σε ένα κράμα παραδοσιακών με νεορωσικά και δυτικοευρωπαϊκά στοιχεία, για να καταλήξει σε μια προσπάθεια “λογιοσύνης” που κρατάει όμως αρκετή δροσιά και αλήθεια. Παράλληλη είναι η πορεία ολόκληρης σχεδόν της ανεπίσημης ελληνικής ζωγραφικής.
Τα έργα των χιονιαδιτών ζωγράφων καλύπτουν και την εκκλησιαστική και την κοσμική ζωγραφική. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι:
1) Η Παναγιά η Βρεφοκρατούσα με τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο του Αθανάσιου Παγώνη.
Η χιονιαδίτικη ζωγραφική
Η περίπτωση της χιονιαδίτικης ζωγραφικής εντάσσεται στο γενικότερο φαινόμενο της εξειδίκευσης ορισμένων χωριών σε κάποιον χειροτεχνικό τομέα, απόρροια της ένδειας άλλων πόρων. Ως κύριο εκφραστικό της μέσο έχει το χρώμα, αντίθετα προς τη γραμμικότητα της βυζαντινής παράδοσης. Ξεκινά από ένα καθαρά λαϊκό ύφος με έντονες βυζαντινές αναμνήσεις, περνάει βαθμιαία στο “βυζαντινοαναγεννησιακό” όπως το χαρακτήρισε νεότερος χιονιαδίτης ζωγράφος, πιο σωστά σε ένα κράμα παραδοσιακών με νεορωσικά και δυτικοευρωπαϊκά στοιχεία, για να καταλήξει σε μια προσπάθεια “λογιοσύνης” που κρατάει όμως αρκετή δροσιά και αλήθεια. Παράλληλη είναι η πορεία ολόκληρης σχεδόν της ανεπίσημης ελληνικής ζωγραφικής.
Τα έργα των χιονιαδιτών ζωγράφων καλύπτουν και την εκκλησιαστική και την κοσμική ζωγραφική. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι:
1) Η Παναγιά η Βρεφοκρατούσα με τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο του Αθανάσιου Παγώνη.
2) Ο Νεομάρτυρας Γεώργιος των Ιωαννίνων με φουστανέλα και φωτοστέφανο ζωγραφισμένος από τον Ζήκο Μιχαήλ τον Ιανουάριο του 1838
3) Ο Άγιος Αθανάσιος από την ομώνυμη εκκλησία των Χιονάδων.
4) Άλλες μορφές αγίων και αγγέλων από τον Άγιο Δημήτριο Νεοχωρίου Πηλίου
4) Άλλες μορφές αγίων και αγγέλων από τον Άγιο Δημήτριο Νεοχωρίου Πηλίου
5) Η προσωπογραφία του Ρήγα Φεραίου από τον Αθ. Παγώνη, τοιχογραφία από το σπίτι του Σαραβάνη, στα Δράκια Πηλίου και άλλα κοσμικά θέματα. Κυρίως, φυσικά μοτίβα που στόλιζαν τους τοίχους αρχοντικών στο Πήλιο και το Ζαγόρι, πρέκια τζακιών και παλιές διακοσμητικές κασέλες.
6) Η τοιχογραφία του Κωνσταντίνου Παπακώστα-Μαρινά στο σπίτι του Ράδου στο Τσεπέλοβο με θέμα: “Οι γάμοι του Ναπολέοντα” (μέσα 19ου αιώνα)
Με γνήσιες επιρροές από τη λεγόμενη ηπειρωτικο-θηβαϊκή σχολή, τη ρωσική αγιογραφία του Όρους αλλά και με επιδράσεις από τη δυτικοευρωπαϊκή και αναγεννησιακή Τέχνη, τη χαλκογραφική και λιθογραφική, με ένα συγκερασμό, τέλος (στον οποίο “ακουμπούσε” η δημιουργική τους προσπάθεια) πηγαίου λαϊκού ύφους και συγκρατημένης, πλην πρόδηλης “λογιοσύνης”, οι χιονιαδίτες ζωγράφοι επιβλήθηκαν στη συλλογική μνήμη ως μια ξεχωριστή περίπτωση πολιτισμού στη χώρα μας, στην ευρύτερη εικαστική του εκδοχή. Τόσο είχε απλωθεί η φήμη και η καλή τους επίδοση, ώστε από παλιά ήταν γνωστή η φράση: “Χιοναδίτης είσαι; Ζωγράφος είσαι”.
Οι λαϊκοί τούτοι δημιουργοί δεν περιορίστηκαν μόνο στην αγιογραφία και τις φορητές εικόνες, πάνω στις οποίες δούλευαν τον καιρό του χειμώνα ψηλά στους Χιονιάδες, μα το χρωστήρα τους συγχρόνως απασχόλησαν κι άλλες πτυχές της ζωγραφικής: η προσωπογραφία και το τοπίο, η διακόσμηση, η νεκρή φύση.
Η άσκηση της ζωγραφικής ήταν υπόθεση οικογενειακή, καθώς οι νεότεροι μαθήτευαν κοντά στους έμπειρους συγγενείς τους και τους βοηθούσαν παράλληλα, ασχολούμενοι με τις δευτερεύουσες εργασίες. Ανάλογα με το βαθμό εξέλιξής τους στη ζωγραφική, συχνά γίνονταν συνεργάτες τους και τους διαδέχονταν ή έκαναν δικά τους συνεργεία με τον ίδιο τρόπο. Η ποσότητα της εργασίας και η ανάγκη για γρηγορότερη διεκπεραίωση υποδείκνυαν και τη σύνθεση των οικογενειακών, κατά βάση, συνεργείωνν, στα οποία λίγες φορές έπαιρναν συνεργάτες και μαθητές εκτός του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος. Είναι γνωστή από κτητορική επιγραφή η συνεργασία έως πέντε ατόμων σε αγιογράφηση ναού.
Η εξόρμηση
Με τις αρχές του καλοκαιριού ξεχύνονταν, οργανωμένοι σε μπουλούκια με συγγενική, συχνά, βάση προς τον ηπειρωτικό και θεσσαλικό, κυρίως, χώρο και αναλάμβαναν την ιστόρηση ναών και μοναστηριών στις πόλεις και τα χωριά. Στο χειμωνιάτικο αποκλεισμό, στη γενέτειρά τους, ωστόσο, οι χιονιαδίτες καλλιτέχνες σφυρηλάτησαν την τέχνη τους με γνήσιο πάθος πάνω στους ανεξιχνίαστους “δρόμους” των μικρών τους κάδρων – σφυρηλατούσαν την Τέχνη και σάρκωναν τα μουχρά τους συναισθήματα. Τοιχογραφίες των χιονιαδιτών ζωγράφων, πέρα από τις πλούσιες και συχνά ενδιαφέρουσες ιστορήσεις τους σε πολλές εκκλησίες, βρίσκουμε σε αρχοντικά του Ζαγορίου, της Μακεδονίας και αλλού.
Η πορεία των εργασιών άρχιζε από την ετοιμασία του τοίχου με τοποθέτηση επιχρίσματος ασβέστη και προχωρούσε στην άμεση σχεδίαση και το γρήγορο χρωμάτισμα για να προλάβουν το στέγνωμα του ασβέστη, η κρούστα του οποίου σταθεροποιούσε τα χρώματα. Στα τελειώματα, που γίνονταν σε στεγνό σοβά, χρησιμοποιούσαν κόλλες. Στον καταμερισμό της εργασίας τον κύριο ρόλο έπαιζαν οι δυνατότητες του καθενός. Οι βοηθοί κάλυπταν με χρώματα τον “κάμπο”, δηλαδή το φόντο και πρόπλαθαν τις απλές επιφάνειες, οι έμπειροι ζωγράφιζαν τα κτίρια, τα φορέματα, τα τοπία, και ο πρωτομάστορας ζωγράφιζε τα πρόσωπα και συμπλήρωνε τις λεπτομέρειες, ενώ είχε και τη γενική επίβλεψη του έργου.
“Χιονιαδίτης είσαι; Ζωγράφος είσαι”
Στις παλαιότερες τοιχογραφίες ακολουθείται ο καθιερωμένος εικονογραφικός κύκλος. Από τις αρχές του 19ου αιώνα υπάρχει σχετικά μεγαλύτερη ελευθερία στην επιλογή των θεμάτων και εισάγονται πολλές διδακτικές και παραινετικές προς τους πιστούς παραστάσεις, ενώ τοπία, ανθέμια και άλλα διακοσμητικά στοιχεία πλαισιώνουν το καθιερωμένο εικονογραφικό πρόγραμμα. Η συνύπαρξη πολλών συνεργείων ζωγράφων την εποχή αυτή έχει ως αποτέλεσμα και τη συνύπαρξη για λίγο διαφορετικών τεχνοτροπιών, μέχρι να κυριαρχήσει το ύφος της νεότερης. Προς το τέλος του αιώνα περιορίζεται η διακόσμηση και δίνεται έμφαση στη ρεαλιστική απόδοση των παραστάσεων.
Η πατροπαράδοτη τέχνη της ιστόρησης των ναών γινόταν με τη μέθοδο “εφ’ υγροίς” ή αλλιώς νωπογραφία, δηλαδή τη ζωγραφική σε φρεσκοσοβατισμένο τοίχο με χρώματα φυσικής προέλευσης σε μορφή σκόνης. Οι τεχνικές περιγράφονται στην ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης του Διονυσίου εκ Φουρνά, αντίτυπα και χειρόγραφα αντίγραφα της οποίας χρησιμοποιούσαν οι Χιοναδίτες ζωγράφοι. Πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι παράλληλα χρησιμοποιήθηκαν και μικτές τεχνικές, όπως η μισο-νωπογραφία ή αλλιώς ζωγραφική σε επιφάνεια, που δεν ήταν εντελώς στεγνή και γινόταν με χρώματα υδροδιαλυμένα με την προσθήκη ασβέστη.
Η ζωγραφική φορητών εικόνων σε ξύλο γινόταν με τα ίδια χρώματα αλλά με την τεχνική του αυγού, που το χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά ως συνδετικό μέσο των χρωμάτων. Αργότερα, στην τοιχογραφία και τη φορητή εικόνα χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της ελαιογραφίας και ως επιφάνεια εργασίας και ο μουσαμάς. Οι Χιοναδίτες ζωγράφοι που έκαναν τοιχογραφίες δούλευαν όλο το χρόνο, όπως δείχνουν οι ημερομηνίες στις κτητορικές επιγραφές των ναών, κυρίως όμως από την άνοιξη ως το φθινόπωρο. Το υπόλοιπο διάστημα έμεναν στο χωριό, όπου ζωγράφιζαν φορητές εικόνες και μουσαμάδες, διακοσμούσαν κασέλες, ετοίμαζαν χρώματα τρίβοντάς τα με το τριβείο, έκαναν δηλαδή τις εργασίες που μπορούσαν να ασκήσουν σε ένα από τα δωμάτια της κατοικίας τους, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως εργαστήριο. Όταν ήταν ανάγκη έκαναν εργαστήρια και στον τόπο εργασίας τους, όπου έμεναν για μεγάλα χρονικά διαστήματα και καμιά φορά, μόνιμα, όπως ο Παγώνης στη Δράκια Πηλίου.
Το έργο των παλιότερων ζωγράφων έχει όλα τα χαρακτηριστικά της τέχνης των αρχών του 18ου αιώνα, που είναι η ύστερη φάση της μεταβυζαντινής τέχνης με έντονα τα στοιχεία της λαϊκής τεχνοτροπίας. Ο 19ος αιώνας, που κυριαρχείται από τη λαϊκότροπη ζωγραφική, έχει τους Χιονιαδίτες ως κυριότερους εκπροσώπους, με έργα τους σε ολόκληρη τη βορειοδυτική Ελλάδα και άλλες χώρες. Προς το τέλος του αιώνα και τις αρχές του 20ού κυριαρχεί η δυτικότροπη ζωγραφική, χωρίς να λείπουν και οι επιρροές της ρωσικής εικονογραφικής σχολής της εποχής. Στην αλλαγή συνέβαλε και η καθιέρωση του λαδιού ως κύριου υλικού στη ζωγραφική. Κύριος λόγος της διαμόρφωσης αυτού του ύφους ήταν η επικράτηση του ανάλογου αισθητικού ρεύματος στη ζωγραφική του ελεύθερου ελληνικού κράτους, με την επίσημη αποδοχή της τέχνης των Βαυαρών δασκάλων και στη συνέχεια των Ελλήνων καλλιτεχνών που ήταν μαθητές τους.
Η ζωγραφική φορητών εικόνων σε ξύλο γινόταν με τα ίδια χρώματα αλλά με την τεχνική του αυγού, που το χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά ως συνδετικό μέσο των χρωμάτων. Αργότερα, στην τοιχογραφία και τη φορητή εικόνα χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της ελαιογραφίας και ως επιφάνεια εργασίας και ο μουσαμάς. Οι Χιοναδίτες ζωγράφοι που έκαναν τοιχογραφίες δούλευαν όλο το χρόνο, όπως δείχνουν οι ημερομηνίες στις κτητορικές επιγραφές των ναών, κυρίως όμως από την άνοιξη ως το φθινόπωρο. Το υπόλοιπο διάστημα έμεναν στο χωριό, όπου ζωγράφιζαν φορητές εικόνες και μουσαμάδες, διακοσμούσαν κασέλες, ετοίμαζαν χρώματα τρίβοντάς τα με το τριβείο, έκαναν δηλαδή τις εργασίες που μπορούσαν να ασκήσουν σε ένα από τα δωμάτια της κατοικίας τους, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως εργαστήριο. Όταν ήταν ανάγκη έκαναν εργαστήρια και στον τόπο εργασίας τους, όπου έμεναν για μεγάλα χρονικά διαστήματα και καμιά φορά, μόνιμα, όπως ο Παγώνης στη Δράκια Πηλίου.
Το έργο των παλιότερων ζωγράφων έχει όλα τα χαρακτηριστικά της τέχνης των αρχών του 18ου αιώνα, που είναι η ύστερη φάση της μεταβυζαντινής τέχνης με έντονα τα στοιχεία της λαϊκής τεχνοτροπίας. Ο 19ος αιώνας, που κυριαρχείται από τη λαϊκότροπη ζωγραφική, έχει τους Χιονιαδίτες ως κυριότερους εκπροσώπους, με έργα τους σε ολόκληρη τη βορειοδυτική Ελλάδα και άλλες χώρες. Προς το τέλος του αιώνα και τις αρχές του 20ού κυριαρχεί η δυτικότροπη ζωγραφική, χωρίς να λείπουν και οι επιρροές της ρωσικής εικονογραφικής σχολής της εποχής. Στην αλλαγή συνέβαλε και η καθιέρωση του λαδιού ως κύριου υλικού στη ζωγραφική. Κύριος λόγος της διαμόρφωσης αυτού του ύφους ήταν η επικράτηση του ανάλογου αισθητικού ρεύματος στη ζωγραφική του ελεύθερου ελληνικού κράτους, με την επίσημη αποδοχή της τέχνης των Βαυαρών δασκάλων και στη συνέχεια των Ελλήνων καλλιτεχνών που ήταν μαθητές τους.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα υπάρχει σχετικά μεγαλύτερη ελευθερία στην επιλογή των θεμάτων, και εισάγονται πολλές διδακτικές και παραινετικές προς τους πιστούς παραστάσεις, ενώ τοπία, ανθέμια και άλλα διακοσμητικά στοιχεία πλαισιώνουν το καθιερωμένο εικονογραφικό πρόγραμμα.
Αξιόλογες είναι και μερικές προσωπογραφίες με λάδι σε μουσαμά που έχουν διασωθεί, καθώς και σχέδια με μολύβι ή και με χρώμα. Οι κασέλες, τέλος, ήταν ένα ιδιαίτερο είδος χρηστικού και διακοσμητικού αντικειμένου, που συχνά οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι αναλάμβαναν να στολίσουν με το χρωστήρα τους.
Οι αρχές της χιονιαδίτικης οικογενειακής ζωγραφικής παράδοσης δεν είναι γνωστές. Η πρώτη υπογραμμένη και χρονολογημένη εικόνα είναι του 1747, ο Άγιος Γεώργιος, στο ναό Κοίμησης Θεοτόκου στη Βούρμπιανη, και η παλαιότερη χρονολογημένη επιγραφή που διασώζεται σε τοιχογραφία είναι του 1770 στη Μονή Άβελ της Βήσσανης.
Έργα
Εκτός του εκκλησιαστικού χώρου, έργα Χιονιαδιτών συναντώνται σε πολλές αρχοντικές κατοικίες στα χωριά του Ζαγορίου και στο Πήλιο, όπου φιλοτεχνήθηκαν τοιχογραφίες με ανθέμια, τοπία, παραστάσεις, νεκρές φύσεις, ανασηκωμένα παραπετάσματα και άλλα θέματα, ενώ πλούσιος είναι και ο φυτικός κυρίως διάκοσμος με λουλούδια κλαδιά, ανθοδοχεία, πλαισιωμένα με μπαρόκ διακοσμητικά στοιχεία.
Ανάλογα διακοσμητικά θέματα με αυτά των Χιονιαδιτών ζωγράφων υπάρχουν και σε ζωγραφιές σπιτιών που έγιναν την ίδια περίπου εποχή σε διάφορα μέρη κυρίως της βόρειας Ελλάδας, όπως στην Καστοριά, τη Σιάτιστα, Εράτυρα-Σέλιτσα, Αμπελάκια, κ.α. Ο συγκερασμός ανατολίτικων και δυτικών διακοσμητικών στοιχείων, βυζαντινών, αναγεννησιακών, μπαρόκ, ροκοκό και αργότερα νεοκλασικών, που ήταν συνηθισμένος και χαρακτήριζε το ζωγραφικό ύφος της εποχής, συναντάται και στις γειτονικές βαλκανικές χώρες.
Αξιόλογες είναι και μερικές προσωπογραφίες με λάδι σε μουσαμά που έχουν διασωθεί, καθώς και σχέδια με μολύβι ή και με χρώμα. Οι κασέλες, τέλος, ήταν ένα ιδιαίτερο είδος χρηστικού και διακοσμητικού αντικειμένου, που συχνά οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι αναλάμβαναν να στολίσουν με το χρωστήρα τους.
Γενικά οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι ήταν φημισμένοι και “σημαντικοί αγιογράφοι”, τονίζει ο Δημήτρης Σταμέλος και το δημιουργικό εικαστικό τους έργο πέρασε διαπαντός στην πνευματική και καλλιτεχνική παρακαταθήκη του λαού μας. Ολόκληρη η Βόρεια Ελλάδα βρίθει, πράγματι, από τις, συχνά, “εντυπωσιακές τοιχογραφίες” των ηπειρωτών αγιογράφων, οι πιο ικανοί και σπουδαιότεροι των οποίων κρίνονται οι Χιονιαδίτες.
Ξυλόγλυπτες και ζωγραφιστές κασέλες
Ξυλόγλυπτες και ζωγραφιστές κασέλες
“Η Ξυλογλυπτική με την Αγιογραφία αποτελούν τις δύο καλλιτεχνικές προβολές, που σημείωσαν μια ξεχωριστή και χτυπητή άνθηση στην Επαρχία της Κόνιτσας. Είναι τα δύο διαμάντια μαζί με τη λαϊκή αρχιτεκτονική, που άνθισε επίσης και αυτή στα χώματα εκείνα” (Ευριπίδης Σούρλας)
Η ξυλουργική και ξυλογλυπτική φέρονται άμεσα συνδεδεμένες με τη διακοσμητική και τη λαϊκή ζωγραφική, όπως αποφαίνεται με απόλυτο τρόπο και ο παπα-Γιώργης Παΐσιος: “Ουδείς Χιονιαδίτης υπήρξε κατά τα παλαιότερα έτη ξυλουργός χωρίς να γνωρίζει και τη χρωματική και διακοσμητική τέχνη η οποία με το χρόνο εξέλιπε”.
Οι ξυλουργοί, όπως και οι υπόλοιποι μαστόροι της οικοδομής και οι λαϊκοί ζωγράφοι, περιφέρονταν σε όλη τη βορειοδυτική Ελλάδα, την Ήπειρο, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη, και αναλάμβαναν κάθε είδους ξυλουργική εργασία όπως ταβάνια κατοικιών και ναών, πόρτες, ντουλάπες, σκάλες, κ.α. Οι καλύτεροι από αυτούς σκάλιζαν και τέμπλα ναών, αρχιερατικούς θρόνους, άλλες σκαλιστές ξυλοκατασκευές και νυφιάτικες κασέλες.
Οι κασέλες ή καρσέλες ή σεντούκια ήταν από τα κύρια έπιπλα του παλιού σπιτιού. Από εκείνες που έχουν διασωθεί γνωστές από δημοσιεύσεις και από την παρουσία τους σε προθήκες μουσείων είναι οι Σκυριανές, οι Λεσβιακές, οι Βορειοελλαδίτικες και άλλες για τις οποίες δεν υπάρχει σχετική βιβλιογραφία.
Ο κ. Σκούρτης σημειώνει: “Τα θέματα στις ζωγραφισμένες κασέλες είναι κυρίως φυτικά, όπως κλαδιά, λουλούδια, βάζα και ανθοδέσμες. Στη διακοσμητική σύνθεση υπάρχει ένα κεντρικό θέμα, ροζέτα με άνθη, ανθοδοχείο ή ζωγραφισμένη μορφή, και γύρω περιπλέκονται κλαδιά με ρόδα, φύλλα, αστερίσκους και κόκκινες ροδέλες, που κρέμονται από τα κλαδιά με τρόπο που θυμίζει τα απλωμένα από κορυφές κτιρίων υφάσματα που συνθέτουν τις παραστάσεις των βυζαντινών εικονογραφιών. Και ο υπόλοιπος φυτικός διάκοσμος των κασελών συναντάται σε διακοσμημένα τμήματα τοιχογραφιών, ενώ παρόμοια άνθη υπάρχουν ως κεντήματα σε άμφια ιεραρχών και σε υφάσματα. Τα άνθη, για παράδειγμα, που ζωγράφισε ο Σωκράτης Ζωγράφος στο ένδυμα του Αγίου Βησσαρίωνα στην Κοίμηση της Θεοτόκου στην Καμπή Άρτας ζωγραφίστηκαν σε διάφορες κασέλες από τον ίδιο στους Χιονιάδες και αλλού”.
Κείμενο: Σεφεριάδης Γ.
Κείμενο: Σεφεριάδης Γ.
Πηγή: ΑΠΕ
Το Διαβάσαμε στο: ellas2.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου