ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΕΙΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ΣΤΟ:

iliochori@gmail.com


20 Ιαν 2011

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ (ή Ελεγείο και Αίνος)

Ένα κείμενο του Κώστα  Τριανταφυλλίδη

Εδώ και πολλά χρόνια - σωτήριον έτος 1989 - είχα την αγαθή τύχη να επισκεφθώ ένα από τα πιο ευαίσθητα και «σταυρωμένα» σημεία του ελληνικού χώρου. Τα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου λέγω. Και αποκαλώ τον τόπο «σταυρωμένο», και γιατί σταυρός ήταν πάντοτε η μοίρα του και γιατί διασταυρώνονται σ' αυτόν μερικά από τα εγγενέστερα και αυθεντικότερα στοιχεία του ελληνικού ύφους. Δεν είναι η ώρα να μιλήσουμε για την ιστορία του· ούτε για την τεράστια προσφορά του στην ελληνική Παιδεία. Αυτά άλλοτε, θα κάνουμε όμως λόγο για ένα πολύ απτό στοιχείο, που είναι η έκφραση του και η «δόξα» του: την πέτρα. Γιατί η πέτρα στο Ζαγόρι -και σε μερικά «μαστοροχώρια» της Ηπείρου- είναι μια ύλη με σπάνια εκφραστικότητα και με αιδήμονα ομορφιά. Δεν είναι απλώς το υλικό, είναι το «μυστικό» του τόπου. Μ' αυτήν ο μάστορας, αυτός ο μάγος, πέτυχε να εκβιάσει την αδρανή μάζα και να την κάνει εύπλαστη - να την κάνει «μουσική». Έτσι στα χέρια του το βαρύ και άμορφο υλικό έγινε το όργανο που «τα λέει όλα». Μπορεί να πει λόγους που δεν λέμε, να βγάλει ήχους ανάκουστους, να πάρει σχήματα, που έρχονται κατ' ευθείαν από το μύθο και το συλλογικό μας υποσυνείδητο. Εδώ η γωνία ενός αρχοντικού σκίζει με την κάθετη βούληση της το χώρο. Και δίνει ένα απλό, όσο και εύγλωττο, μάθημα αποφασιστικότητας – και ευθυγραμμίας. Εκεί μια ολόγλυφη κρήνη κλαίει ή μελωδεί (που για τη χαρμολύπη των χωριών μας είναι το ίδιο πράγμα) τη μοίρα του τόπου. Παραπέρα ένα λιθανάγλυφο, με την αδρή παρασημαντική των πλουμιδιών και των ποικιλμάτων του, ιστορεί τη διαιώνια ελληνική «περιπέτεια». Γιατί και η ιστορία μας -με τις χρονολογίες, τις μορφές και τα λογής θυμητικά- μου φαίνεται πως είναι πολύ εύγλωττα γραμμένη πάνω σ' αυτές τις πέτρες. Αλλά η πέτρα του Ζαγορίου έχει κι έναν άλλο χαρακτήρα, είναι όπως είναι. Καμιά προσπάθεια να αποκρύβει το υλικό ή να προσποιηθεί το έτερον. Κι αυτή η ταχτική, πέρα από την αισθητική της αξία, αποκαλύπτει και μιαν άλλη, υπαρκτική θα έλεγα, στάση: δείχνει την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στις δυνατότητες του υλικού κόσμου. Είναι μια κατάφαση και μια αποδοχή της κοσμιότητας και της ιερότητας (!) των πραγμάτων. Ο άνθρωπος απο-δέχεται (ή υπο-δέχεται) τον κόσμο, όπως είναι, κι αφού τον κοσμήσει με τα έργο των χεριών του, τον χαρίζει ως ωραίον κάλλει!

Πουθενά αλλού, όσο στο Ζαγόρι, δεν χάρηκα την αισθητική αξία της ξερολιθιάς. Και μου θύμισε τούτη η δομική της ειλικρίνειας μιαν υψηλή αισθητική χαρά που ζει κανείς σε κάποια πανηγύρια της πατρίδας μου της  Αιτωλίας. Εκεί, όταν ο χορός φτάσει πια στο μεθυστικό του αποκορύφωμα, μεμιάς σιγούν όλα τα όργανα κι ακούγεται, μονότονα και τελετουργικά, ο χτύπος του «ξεροντάουλου». Και δεν ξέρεις αν είναι κάτι το αποχαιρετιστικό ή κάτι το προσδοκώμενο -τόσο συμπλέκονται οι χρόνοι. Κι έχει τούτη η στυφή ποίηση μια μοναδική συναισθηματική δόνηση και αισθητική επιβολή.

Με την αυθεντικότητα του υλικού και την ειλικρίνεια των προθέσεων έχομε μιαν επιστροφή στα αρχέγονα μέτρα της υπάρξεως και, κατ' ακολουθία, την ικανοποίηση θεμελιωδών υπαρκτικών αιτημάτων. Γιατί το σπίτι του Ζαγορίου δεν έγινε με αφηρημένα ή αυθαίρετα μέτρα- έγινε με (και «για») το ίδιο το ανθρώπινο σώμα. Το σπίτι έγινε με το κορμί! Όταν ο μάστορας έπαιρνε τα μέτρα του σπιτιού, ήταν όλος αίσθηση ζεστή και εγρήγορση. Μετρούσε με το μάτι του, με τις παλάμες των χεριών του, με την ' αναπνοή του.

(θυμάμαι: «Σε γνωρίζω οπό την όψη,

                      που με βία μετράει τη γη»!]

Κι ήταν σαν να κάρφωνε στο σκελετό του σπιτιού τον ίδιο τον εαυτό του -ποιος ξέρει ποια σταυρωμένη αγάπη ανακαλώντας... Και το συνόδευε πότε με το πρωινό τραγούδι του, πότε με το εσπερινό νανούρισμα του (το κανάκιζε, μαθές) και κάποτε με το μοιρολόγι και με τα δάκρυα του. Γι' αυτό και το σπίτι ήταν τελικά «ανθρώπινο». Όπως οι ανώνυμοι μαΐστορες και πρωτομαΐστορες «εσταύρωναν» το χώρο της καθ' ημάς Ανατολής με τις σταυρόσχημες ορθόδοξες εκκλησίες, έτσι κι ο Ηπειρώτης μάστορας εσταύρωνε τον τόπο με την τέχνη του. Κι ήταν διπλός ο σταυρός: ευλογία (σταυρώνω-ευλογώ) και κατάθεση επώδυνων εμπειριών στο βωμό της μαστορικής του. Έτσι το σπίτι, τελικά, ήταν μια «δόξα»: ένας πόρος (πέρασμα ή ξε-πέρασμα) της «βάναυσης» ύλης στη μορφική της τελειότητα· τουτέστι ένα Πάσχα! Αλλά το σπίτι του Ζαγορίου μας χαρίζει και μιαν άλλη ακριβή εμπειρία, την εμπειρία της κοινότητος. Το σπίτι μας -και κάθε σπίτι όπου γης- δεν είναι της μοναξιάς· είναι της (επί-)κοινωνίας. Μπορεί να υψώθηκε για να προστατεύσει τον άνθρωπο από την επιβουλή των φυσικών στοιχείων και την αυθαιρεσία ή την αδιακρισία του πλήθους. Μπορεί ακόμα να έγινε για να περιφρουρεί και να πλαισιώνει την προσωπική ζωή. Όμως δεν είναι για να απομονώνει το άτομο στην εγωιστική του αυτάρκεια. Όπως ο μάστορας αποδέχεται και υπο-δέχεται την τραχύτητα του υλικού κόσμου, έτσι και ο οικοδεσπότης δέχεται την κοινωνία, και τον παρόντα ιστορικό της χρόνο και «τρώει μαζί της ψωμί».

Ο λαός μας, αυτός ο «ξένιος» από τα πανάρχαια χρόνια, ονόμασε την κατοικία του «σπίτι», παναπεί ξενώνα (σπίτι < hospitium = ξενώνας < hospes - ξένος). Ένας «ξενώνας» δεν μπορεί ποτέ να είναι ο ελεφάντινος πύργος, όπου το άτομο στεγάζει την αρι­στοκρατική του μακαριότητα. Είναι ένα πολύβουο και πολυδύναμο κέντρο, όπου ο πυρήνας εξακτινώνεται σε εντελέατερες και κοθολικότερες μορφές ατομικής και συλλογικής υπάρξεως. Και το σπίτι του Ζαγορίου -κατεξοχήν αυτό, με την παρατακτική ή την ομόκεντρη διάταξη άλλων κατοικιών στο ίδιο οικοδόμημα- δίνει την εικόνα ενός λειτουργικού κέντρου, όπου ο άνθρωπος απεγκλωβίζεται από το εγωιστικό άτομο και περνάει στο κοινωνικό πρόσωπο. Και με μια ποιητική ελευθερία θα λέγαμε, ότι το σπίτι φαντάζει με «Ωρολόγιον», όπου σημαίνουν, χρονικά και λειτουργικά, οι ώρες του ανθρώπινου «δράματος»: η Είσοδος - ο Δείπνος - η θυσία - η Έξοδος...

Καθώς έπαιρνα το δρόμο του γυρισμού, αναζητούσα και πάλι το μυστικό της Διάρκειας. Και το 'βρισκα στην Παράδοση του τόπου την πολύχυμη και στο ήθος του Ανθρώπου. Πραγματικά, άντρες στέρεοι και αληθινοί έπλασαν τούτα τα έργα που αναστενάζουν και ταυτόχρονα χαμογελούν. Άντρες τραχείς ίσως στην όψη -«δουλεμένοι», πες, από τη σμίλη της ζωής -αλλά και απαλοί και σεμνοί και συσταζούμενοι σαν γυναίκες. Και μου θύμιζαν τούτες οι ωράϊσμένες πέτρες αλλοτινούς καιρούς, όταν η ζωή μετριόταν ακόμα με ένα μέτρο γνησιότητας και τα πράγματα λέγονταν με το όνομα τους. Όταν το ναι ήταν ακόμα «ναι» και το όχι «όχι». Όταν η φιλία ήταν φιλία, ο πόνος ήταν πόνος και ο έρωτας έρωτας. (Γι' αυτό και το μάτι χαιρόταν τη σεμνή και γυμνή αλήθεια της ξερολιθιάς). Τούτες τις αρχές είχαν υψώσει σε κανόνα ζωής όλοι οι θρυλικοί χτίστες, ταλλιαδούροι και πελεκάνοι της Ηπείρου, που, καταπώς λέει και η παράδοση, «έπλασαν με το χέρια τους τον κόσμο όλο».

Σημειώσεις: Το κείμενο του Κώστα Τριανταφυλλίδη " Η ποίηση της πέτρας (ή ελεγείο και Αίνος"), αποτελεί δοκίμιο του συγγραφέα  που περιέχεται στη συλλογή με τον τίτλο "Ακροβασία". Κυκλοφόρησε το 1994 από τις εκδόσεις "Αρμός".

ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ ΣΤΟ : www.epoxi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου