ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΕΙΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ΣΤΟ:

iliochori@gmail.com


18 Ιαν 2011

Ο Θουκυδίδης & η οικογένειά του Μια μικρή αγροτοτουριστική ιστορία

Στην καρδιά του Καπέσοβου, ο παραδοσιακός ξενώνας Θουκυδίδης και το κουκλίστικο ζαχαροπλαστείο Στέρνα, δύο πολύ πετυχημένα αγροτοτουριστικά δημιουργήματα της οικογένειας Παπαγεωργίου, προσφέρουν αυθεντικές ζαγορίσιες εικόνες και γεύσεις.
ΤΟΥΣ ΓΝΩΡΙΣΑ ΕΝΑ ΗΛΙΟΛΟΥΣΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΑΚΙ του περασμένου Οκτώβρη και με έκαναν να νιώσω σαν παλιός φίλος: η Ελλη, η Γιάννα, η Αννα, ο Θουκυδίδης κι ένα κοπάδι σκυλιά, που τους κοιτούσαν με ευγνωμοσύνη. Οι πέτρινες στέγες στο Καπέσοβο στέγνωναν από την πρωινή υγρασία και το τσίπουρο γυάλιζε στα ποτηράκια της βεράντας. Δίπλα μου, ο Θουκυδίδης Παπαγεωργίου μοιράζεται μαζί μου τις φθινοπωρινές μυρωδιές και την προσωπική του καπεσοβίτικη ιστορία. Φιλόλογος στο Κλασικό Λύκειο των Ιωαννίνων, ποτέ δεν ξέκοψε από το χωριό του και τα όσα έμαθε εδώ ως παιδί. «Είχα μια μεγάλη σχέση ως παιδί με τη γιαγιά μου. Ολες οι δουλειές εδώ μαζί της ήταν σαν παιχνίδι: να μαζεύω βατόμουρα, μανιτάρια, χόρτα, να πηγαίνω στα κατσίκια, να κάνουμε τυρί, κρασί, τσίπουρο, ξίδι, πετιμέζι, τραχανά. Βέβαια, ακόμη και σήμερα, πιάνω τον εαυτό μου να παίζει με τα ίδια παιχνίδια»...
Δουλειά του Θουκυδίδη στο Λύκειο, όπως λέει, ήταν «να βάζω τα παιδιά στο Πανεπιστήμιο». Η μετέπειτα επαγγελματική τους πορεία, όμως, συχνά δεν ήταν τόσο λαμπρή. Οταν έφτασε να αντιμετωπίζει το ίδιο δίλημμα και για τις δύο κόρες του, σκέφτηκε το Καπέσοβο και τον αγροτοτουρισμό. «Ηταν παλιό όνειρο να ασχοληθώ με τον τουρισμό εδώ. Σκέφτηκα ότι αν το ξεκινήσω, θα μπορέσω να βοηθήσω τα παιδιά μου, να τους δώσω μια επαγγελματική προοπτική. Ηταν η πιο δύσκολη απόφαση που πήρα, γιατί δεν υπήρχε καμία εγγύηση, δεν διασφαλιζόταν τίποτα. Ωσπου να φτάσω να πιστέψω ότι τα κορίτσια δεν δυστυχούν εδώ, είχα φοβερές ενοχές ...», επισημαίνει. Το 1996 αγοράζει ένα παλιό σπίτι προκειμένου να το μετατρέψει σε ξενώνα. Οι ενισχύσεις από το πρόγραμμα Leader δεν ήρθαν ποτέ. τα κορίτσια ήταν τότε κάτω από 18 ετών και δεν πληρούσαν τις τυπικές προϋποθέσεις. Ετσι, το 1998 η οικογένεια Παπαγεωργίου ανοίγει τη -φημισμένη πια- Στέρνα.

Μεσημεριάζει και κατηφορίζουμε το σταχτί καλντερίμι ώς την πλατεία του χωριού. Στο μαγαζί, η Αννα χαμογελάει στον κόσμο της. Τι όμορφο ... Η Στέρνα είναι το πιο παραμυθένιο μαγαζάκι της Πίνδου! Τοσοδούλι, φτιαγμένο στο στέγαστρο της παλιάς Στέρνας του 1848 (η οποία λάμπει φωτισμένη στο κέντρο του μαγαζιού), αποτελεί πέτρινη προέκταση της επιβλητικής παμπάλαιας εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Μαγαζάκι γεμάτο γλυκά, κρασιά, βαζάκια, πολύχρωμα κολιέ, κοσμήματα λαμπερά, νόστιμα παιχνιδάκια, διακοσμητικά γεμάτα ρομαντισμό και χάρη, φωτάκια, λάμψεις, μυρωδιές. Μια σπηλιά της νεράιδας στο Καπέσοβο. Η Αννα χαμογελάει σε όλους. «Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η επαφή με τον κόσμο. Πολύ γοητευτικό αλισβερίσι», λέει η σύζυγος του Θουκυδίδη, οδοντοτεχνίτης εκείνη στα Ιωάννινα και με μικρασιατικές ρίζες στην καταγωγή.
«Αγαπήσαμε πολύ αυτή τη δουλειά. Είναι μεγάλη ικανοποίηση να παίρνεις αυτό που σου προσφέρει η γη». Ο,τι βρώσιμο πουλιέται στη Στέρνα είναι απολύτως χειροποίητο, φτιαγμένο αποκλειστικά από τα μέλη της οικογένειας. Μόνοι τους μαζεύουν τα φρούτα του δάσους, τα βότανα που θα αποξηράνουν, τη μικρή αγροτική τους παραγωγή. Μόνοι τους φτιάχνουν τα γλυκά του ταψιού (πισπτί, ρεβανί, καρυδόπιτα, ιτσλί, μπακλαβάδες, σαντακλί, σταφιδάτο), τα περίφημα γλυκά του κουταλιού (κράνα, κυδώνια, βύσσινα, βατόμουρα, κεράσια, εσπεριδοειδή), τις μαρμελάδες, τα πάμπολλα λικέρ (ως πορτοκάλι-καφέ και μανιτάρι κανθαρέλλα!), τα κυδωνόπαστα, τον τραχανά με βιολογικό αλεύρι, τα κρασιά, τα τσίπουρα, τα πετιμέζια, τα μισόχλωρα ζμπέκια και τις μουστόπιτες. Η Γιάννα -επαγγελματίας σεφ με σπουδές και προϋπηρεσία σε μεγάλα εστιατόρια σε Αθήνα και Ιωάννινα- επιμελείται κυρίως τα του μαγειρέματος. Η Ελλη -συντηρήτρια έργων Τέχνης με προϋπηρεσία- κρατάει τη Στέρνα και φτιάχνει όλα τα κοσμήματα, τα διακοσμητικά και επιμελείται την αισθητική του πράγματος. Αν και τελικά, όλες κάνουν όλα! «Τα παιδιά ξέρουν τι κάνουν, μπαίνουν στη διαδικασία να βρίσκουν λύσεις, παίρνουν πρωτοβουλίες», μου λέει ο Θουκυδίδης, χαϊδεύοντας μία από τις ωραίες χειροποίητες γκλίτσες του από κρανιά.
Κόσμος απολαμβάνει τη λιακάδα και τους τσιπουρομεζέδες στα τραπεζάκια της Στέρνας στην Πλατεία. Ολοι εδώ κατεβαίνουν. «Αμα δεις ξένο προς την πλατεία του Καπέσοβου, 95% εδώ έρχεται», καμαρώνει ο Θουκυδίδης. «Η επιτυχία της Στέρνας είναι πηγή ζωής στο Καπέσοβο». Δίκιο έχει. Πρώτον, γιατί δύο νέοι άνθρωποι ζουν και προκόβουν στο χωριό, δεύτερον, γιατί προστέθηκαν ακόμη τέσσερις άνθρωποι στον φθίνοντα καπεσοβίτικο πληθυσμό (οκτώ μένουν μόνιμα εδώ!) και τρίτον, γιατί με τη Στέρνα φέρνουν κόσμο στο χωριό. Λίγο είναι;
Περπατάμε με τον Θούκο -ενδοοικογενειακό χαϊδευτικό του ...- ώς το πατρικό του, μπαίνουμε στα κελάρια, μυρίζουμε τους ευλογημένους μύκητες, τα τσίπουρα, τα κρασιά, τα βάζα. Στοίβες πολύχρωμες που γυαλίζουν στα υγρά ράφια του υπογείου, όπου η σταθερή θερμοκρασία επιτρέπει να μη χρησιμοποιείται ούτε στάλα συντηρητικό. Πηγαίνουμε στα κηπάκια, στα τσιπουροκάζανα, στις αυλές με τα κυδώνια. Μασουλάμε κρανόπαστο και μιλάμε για τον αγροτοτουρισμό. «Οι περισσότερες επιχειρήσεις στο Ζαγόρι έγιναν με αγροτοτουριστικά προγράμματα, καμιά δεν λειτουργεί όμως έτσι. Οι ξενώνες είναι μόδα και τους έχουν σαν δεύτερη δουλειά. Αν ο επισκέπτης δεν έχει επαφή με το παραγόμενο αγαθό, δεν είναι αγροτοτουρισμός ...». Οι πελάτες του Θουκυδίδη μπορούν να συμμετέχουν σε όλη τη διαδικασία της παραγωγής των γαστρονομικών του θησαυρών: συγκομιδή, παραγωγή και φυσικά κατανάλωση. Οποία απόλαυσις ...

Το τζάκι καίει ηδονικά στον ξενώνα το βράδυ. Η Γιάννα μας σερβίρει μια φίνα πρασόσουπα βελουτέ και μοσχαράκι με καραμελωμένα κυδώνια. Ωραίο χέρι έχει αυτό το κορίτσι! Μου εξιστορεί τις γαστρονομικές της επιρροές από τη Μικρασιάτισσα γιαγιά. Πιο αργά, έπειτα από κάμποσα ποτήρια αφρώδη ντεμπίνα του Θουκυδίδη, κάθομαι με τα κορίτσια πλάι στο τζάκι και τα ρωτάω για τη ζωή τους. «Ενα πολύ μεγάλο μέρος από την πληρωμή μας είναι η αναγνώριση του κόσμου», τονίζει η Ελλη. «Είμαστε εδώ από επιλογή, όχι υποχρεωτικά». Και συμπληρώνει η Γιάννα: «Μου αρέσει που είναι δική μου δουλειά. Στην Αθήνα μου έλεγαν: ''Πού θα πας εκεί πάνω στο χωριό;'' Ηρθα, και το πήρα όμως πολύ πατριωτικά. Πήραμε πρωτοβουλίες και μας αρέσει.
Οταν άρχισε να μαθαίνεται και να δουλεύει το μαγαζί, ανέβηκε πολύ το ηθικό μας». Τα κορίτσια μου μιλούν για τις παρέες τους, για τους νέους φίλους που έκαναν από αυτή τη δουλειά, για τους δύσκολους πελάτες που τους αμφισβητούν, για το κράτος που «σου κοπανάει την πόρτα στα μούτρα». Βλέπω στη σιωπή της μεγάλης καπεσοβίτικης νύχτας δυο νέες κοπέλες χαμογελαστές, παρ' ότι δουλεύουν ωράρια που θα έκαναν τις συνομήλικές τους στην πόλη να λιποθυμήσουν, αισιόδοξες παρ' ότι περνούν το χρόνο τους σε ένα χωριό μόλις οκτώ κατοίκων και απόλυτα σίγουρες για τον εαυτό τους και τις επιλογές τους. Ζουν μια ζωή αλλιώτικη, όμως απόλυτα φυσιολογική, πολύ γεμάτη και δημιουργική. Κι έχουν την τύχη να ανήκουν σε μια οικογένεια που τις εμπνέει σε ένα ασυνήθιστο αλλά ωραίο και ρωμαλέο όραμα.
Η ώρα πέρασε. Καιρός για ύπνο. Θουκυδίδη, Αννα, Ελλη, Γιάννα καληνύχτα κι ευχαριστώ για την υποδοχή σε ένα πολύ αγαπητό και τρυφερό Ζαγόρι.

ΚΕΙΜΕΝΟ: ΑΝΤΩΝΗΣ ΙΟΡΔΑΝΟΓΛΟΥ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: LES MEYERS

ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ ΣΤΟ:  diafygi.pblogs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου