(Αναδημοσίευση από το βιβλίο της Πετρούλας Βαζιάκα με τίτλο "Ο Ανθρακίτης Ζαγορίου και το Δημοτικό τραγούδι")
Οι Απόκριες εντάσσονται από το Δ. Λουκάτο στην ειδική εθιμική λατρεία και συγκεκριμένα στα περιοδικά λατρευτικά έθιμα. Είναι, επομένως, οι Απόκριες εξωεκκλησιαστικά, ειδωλολατρικά έθιμα.
Ωστόσο, οι μεταμφιέσεις, οι χοροί και η διασκέδαση είναι προέκταση των γιορτών της Πρωτοχρονιάς, όπως τις γιόρταζαν οι Ρωμαίοι και οι Βυζαντινοί.
Η αρχή της Απόκριας συμπίπτει με την αρχή του Τριωδίου. Λέγοντας "το Τριώδι" ο λαός εννοεί την έναρξη της Απόκρεω Σαρακοστιανής περιόδου. Η εκκλησία, λοιπόν, το έθιμο του καρναβαλιού το ονόμασε "Απόκρεω" κι επέτρεψε στο έθιμο αυτό ελευθεριότητες, που θα τις ακολουθήσει η εγκράτεια της Σαρακοστής. Άλλωστε "Αποκριά" σημαίνει στην κυριολεξία το σταμάτημα της κρεοφαγίας (όπως και το λατινικό Καρναβάλι carnem levare ή carnis levanem).
Κύρια στοιχεία της Απόκριας είναι οι μεταμφιέσεις, τα φαγοπότια, οι φωτιές, η θύμηση των νεκρών, οι τολμηρές έως έξαλλες εκδηλώσεις των ανθρώπων σε συνδυασμό με το κωμικό στοιχείο καθώς και σι χοροί και τα τολμηρά και γεμάτα βωμολοχία τραγούδια. Σκοπός της κοσμικής Απόκριας, μέσα από τις δραστηριότητες αυτές και τις εκδηλώσεις των ανθρώπων, είναι η μαγική υποβοήθηση της γης ώστε να βλαστήσει, η μετάβαση από το Χειμώνα και το σκοτάδι στην Άνοιξη και το φως καθώς και η ψυχαγωγία των ανθρώπων μέσα από ένα θαυμάσιο ξέσπασμα και ξεκούρασμα στο χώρο και το χρόνο. Συγκεκριμένα, οι μεταμφιέσεις έχουν σκοπό τη βλάστηση και την καρποφορία, όπως άλλωστε συνέβαινε και με τις αρχαίες Διονυσιακές γιορτές. Τα τραγούδια και οι χοροί με τα χτυπήματα των ποδιών στη γη και τις κινήσεις ασκούν μια μαγεία ομοιοπαθητική και στοχεύουν στην ευφορία της γης. Τα φαγοπότια είναι κι αυτά ομοιοπαθητικές προσπάθειες για την καρποφορία της γης. Οι φωτιές που ανάβονται έχουν καθαρτήριο και μεταβατικό χαρακτήρα από τη χειμωνιάτικη περίοδο στην ανοιξιάτικη. Τέλος, η θύμηση των νεκρών μέσα από τα Ψυχοσάββατα έχουν ως στόχο να εξευμενίσουν τους νεκρούς ώστε να επιτρέψουν το ξεφάντωμα των ζωντανών και να δώσουν καρπό στη γη. Τα Ψυχοσάββατα, λοιπόν, που έχουν ορισθεί στις τρεις πρώτες εβδομάδες του Τριωδίου είναι μνημόσυνα που κάνουν οι ζωντανοί για να μνημονεύσουν προσφιλή τεθνεώτα πρόσωπα. Στα πλαίσια της Απόκριας «τα Ψυχοσάββατα ήταν μια παράλληλη μεταφυσική (και ποιητική) υπόκρουση μνήμης, που έκανε να ηρεμήσουν οι ψυχές (πεθαμένων και ζωντανών), δίνοντας (μαζί με τα προσφερόμενα κόλλυβα) μια έμμεση εντολή στη Φύση να ξανακαρπίσει και να μη στερήσει από τους ανθρώπους τα αγαθά της».
Στον Ανθρακίτη, μόλις άνοιγε το Τριώδιο και ιδιαίτερα κατά τις δύο τελευταίες εβδομάδες (οι εβδομάδες της Αποκριάς είναι τρεις) η ζωή των ανθρώπων άλλαζε εφόσον οι ψυχές τους θερμαίνονταν στην αναμονή της αναβίωσης όλων των εθίμων που γνώριζαν καλά και βιαζόταν να τα ξαναζήσουν και τούτο το χρόνο. Άλλωστε, είναι γνωστό σε όλους εμάς τους νεότερους ότι η διασκέδαση εκείνα τα χρόνια ήταν λιγοστή πλην όμως ουσιαστική και οι απλοί άνθρωποι της υπαίθρου τη βίωναν και την κρατούσαν ζεστή μέχρι την επόμενη φορά που θα γινόταν ένα πανηγύρι, ένας γάμος, ένα γλέντι για να ξεφαντώσουν και πάλι.
Την εβδομάδα της Κρεατινής, λοιπόν, άρχιζε σιγά σιγά η γιορτή των Αποκριών. Αγόρια και κορίτσια νεαρής ηλικίας ντύνονταν μασκαράδες και γύριζαν τα συγγενικά και φιλικά σπίτια. Αυτό γινόταν κάθε βράδυ και οι νοικοκυραίοι που άκουγαν το χτύπημα στην πόρτα τους άλλο που δεν ήθελαν να δεχτούν τους μασκαράδες και να ακούσουν τα πειράγματα τους. Το κέρασμα από την οικοδέσποινα ήταν απαραίτητο και γινόταν με φανερή ευχαρίστηση. Γι' αυτό λοιπόν, πρόσφερε όσα καλούδια είχε το σπίτι όπως μήλα, καρύδια, λεφτόκαρα, σύκα καθώς και ντόπιο κρασί από τα αμπέλια τους. Κι όταν η επήρεια του Βάκχου έφερνε το κέφι, άρχιζαν να τραγουδούν, να παίζουν και να χορεύουν με πολλά χωρατά και πειράγματα που προξενούσαν ξεκαρδιστικά γέλια. Άλλωστε οι Απόκριες είναι βέβαιο ότι είχαν μεγάλη σχέση με τις αρχαίες γιορτές του Διονύσου.
Όσον αφορά το φαγητό, αυτό ήταν πλουσιότερο αυτές τις ημέρες. Την Τσικνοπέμπτη πλούσιοι και φτωχοί "τσίκνωναν" τα φαγητά τους, όπως το καλούσε η μέρα. Η σημασία της Τσικνοπέμπτης, εκτός από γαστρονομική κι εναρκτική, είναι και υπαρξιακή για την κάθε οικογένεια στα πλαίσια της όλης κοινότητας. Αυτό σημαίνει ότι ασχέτως από την οικονομική της κατάσταση, η κάθε οικογένεια έπρεπε να δώσει ένα "παρών" λειτουργίας και ζωής τόσο στην κοινότητα όσο και στα υποτιθέμενα κακά πνεύματα που υπήρχε η πιθανότητα να επιβουλεύονται την κοινότητα ή να τη θεωρούν φτωχή και ευάλωτη.
Το φαγοπότι ερχόταν στο αποκορύφωμα την Κυριακή της Κρεατινής όπου η νόστιμη κρεατόπιτα δεν έλειπε από την τάβλα κανενός σπιτιού. Τόσο την Κυριακή της Κρεατινής όσο και την επόμενη της Τυρινής υπήρχε η συνήθεια πολλοί συγγενείς να συγκεντρώνονται στο σπίτι κάποιου συγγενή για να αποκρέψουν όλοι μαζί.
Την Κυριακή της Τυρινής, όπως το λέει άλλωστε και η ίδια η λέξη, τα τραπέζια γέμιζαν με νοστιμότατες τυρόπιτες και κάθε άλλο είδος πίτας εκτός φυσικά από κρέας. Ήταν, άλλωστε, η Κυριακή της Τυρινής κι όλη η προηγούμενη εβδομάδα μια γεφυρωτική μετάβαση από την απόλυτη κρεοφαγία στην προσεχή μεγάλη νηστεία, γι' αυτό και η ίδια η εκκλησία ονόμασε την Κυριακή "Τυρινή".
Την παραμονή της Τυρινής, της μεγάλης Αποκριάς, το πρωί τα παιδιά του χωριού ξεχύνονταν στους μαχαλάδες για να μαζέψουν ξύλα για το άναμμα της φωτιάς, της Τζαμάλας όπως τη λέμε στο χωριό. Αυτό βέβαια γινόταν μετά το σχόλασμα της εκκλησίας, καθ' ότι Ψυχοσάββατο κι έτσι πολλές γυναίκες πήγαιναν κόλλυβα στην εκκλησία, τα οποία (όπως προαναφέρθηκε) διάβαζε ο παπάς και έτσι μνημόνευε τους τεθνεόντες που είχε η κάθε οικογένεια. Το κάθε σπίτι, λοιπόν, έδινε ανάλογα με την προμήθεια που είχε μια δυο αγκαλιές ξύλα με μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση. Ωστόσο, δεν έλειπαν και οι τσιγκούνες και δύστροπες γυναίκες που αρνούνταν να δώσουν ξύλα. Σ' αυτές τα παιδιά απαγόρευαν να έρθουν το βράδυ της Τυρινής στη φωτιά. Αν, παρόλες τις προειδοποιήσεις οι γυναίκες αυτές εμφανιζόταν το βράδυ στη Τζαμάλα, κάποιο από τα μεγαλύτερα παιδιά τις γάνωνε στο πρόσωπο σε ένδειξη τιμωρίας.
Τα ξύλα που συγκεντρώνονταν από τα σπίτια του χωριού δεν έφταναν για τη Τζαμάλα, που έπρεπε να είναι πλούσια σε ξύλα και ψηλή. Γι' αυτό πήγαιναν στα πιο κοντινά δάση κι έκοβαν όσα χρειαζόταν ακόμη. Πρώτα - πρώτα έκοβαν τη ντρισλάκα, δηλαδή το τζαμαλόξυλο, ένα μεγάλο ίσιο ξύλο από σκλήθρο με πολλά τσατάλια (προεξοχές), το οποίο στηνόταν όρθιο στη μέση της πλατείας. Στα τσατάλια του κρεμούσαν άλλα ξύλα, κυρίως κέδρα, τα οποία όταν άναβαν, είχαν την ιδιότητα να βγάζουν έναν ιδιαίτερο ήχο που οι Καμνιώτες και άλλοι Ζαγορίσιοι το έλεγαν «πρατσάλισμα».
Το τζαμαλόξυλο δε, σύμφωνα με μαρτυρία χωριανού μου, το έθιμο όριζε να το κόβει και να το φέρνει στην πλατεία του χωριού ο νέος, ο οποίος είχε παντρευτεί πιο πρόσφατα, ο φρεσκοπαντρεμένος. Για να στερεωθεί το τζαμαλόξυλο και να σταθεί όρθιο, έβαζαν γύρω του μεγάλα και χοντρά ξύλα και έτσι η τζαμάλα έπαιρνε περίπου το σχήμα κώνου.
Παράλληλα, όσοι επιθυμούσαν να μασκαρευτούν, επιδίδονταν σε μεγάλες ετοιμασίες, σχεδιασμούς και πρόβες. Έτσι λοιπόν, υστέρα από το βραδινό φαγητό της Τυρινής Απόκριας, το οποίο ήταν πλουσιοπάροχο, νέοι αλλά και ηλικιωμένοι συγκεντρώνονταν σε ορισμένα σπίτια του χωριού κι εκεί μασκαρεύονταν. Μετά από λίγη ώρα ο υπεύθυνος για το άναμμα της φωτιάς χτυπούσε την καμπάνα ειδοποιώντας έτσι τους χωριανούς ότι η τζαμάλα άναψε και όλα είναι έτοιμα για να ανάψει και το κέφι. Τότε μασκαρεμένοι και μη ξεκινούσαν για την πλατεία του χωριού. Οι άνδρες συνήθως έκαναν το γιατρό, τον παπά ή ντυνόταν με δέρματα από ζώα, ενώ οι γυναίκες εμφανίζονταν σαν νύφες, τσιγγάνες, αγκαστρωμένες, με σαρμανίτσες στα χέρια τους. Άλλοι πάλι έφταναν καβάλα ανάποδα στα γαϊδούρια, ενώ άλλοι ήταν μεταμφιεσμένοι τουρκόγυφτοι έχοντας μαζί τους παλιοκόσκινα και παλιοσίτες.
Μόλις μαζεύονταν όλοι στην πλατεία, τότε άνδρες και γυναίκες ξεκινούσαν το χορό και το τραγούδι χωρίς όργανα ένα χορό όμορφο, στρωτό, συγκαθιστό με τραγούδια σατιρικά κάπως τολμηρά στην έκφραση με αρκετή βωμολοχία, τα οποία δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα κεφιού και γλεντιού. Συνήθως ο πιο ηλικιωμένος μερακλής ξεκινούσε το χορό με τα αποκριάτικα τραγούδια, που παραθέτονται στην επόμενη ενότητα. Το περιεχόμενο των τραγουδιών που συλλέγησαν δεν παραπέμπει στο έθιμο της Αποκριάς. Ωστόσο, η παρουσία τους και η τοποθέτηση τους στον κύκλο τραγουδιών της Αποκριάς από τους ηλικιωμένους κατοίκους του Ανθρακίτη, δηλαδή από τους φορείς αυτών των τραγουδιών καθώς και ο ρόλος που επιτελούσαν αυτά, ένας ρόλος και μια σκοπιμότητα καθαρτήρια, ψυχαγωγική, εκτονωτική και κατά συνέπεια καθοριστική για τη ζωή τους, είναι τα πλέον σημαντικά στοιχεία αφού μας δίνουν τη λειτουργία που είχαν αυτά τα τραγούδια για την κοινότητα.
Το κέφι και το γλέντι γύρω από τη φωτιά κορυφωνόταν καθώς το κρασί έρρεε άφθονο. Περασμένα μεσάνυχτα, όταν οι φλόγες άρχιζαν να χαμηλώνουν και τα ξύλα να τελειώνουν, τέλειωνε και το γλέντι της Αποκριάς. Σύμφωνα όμως με το καθιερωμένο έθιμο κανείς δεν έφευγε από την πλατεία αν δεν γινόταν το χάψαρο.
Το χάψαρο είναι ένα παμπάλαιο έθιμο που γινόταν ως εξής: έδεναν σε μια κλωστή (μήκους 50-60 εκατοστών) ένα καλοβρασμένο αυγό και το άλλο άκρο της κλωστής το έδεναν σε μια βέργα, συνήθως στον "πιτρουιάρ" (ο πλάστης). Τότε αυτός που διηύθυνε το παιχνίδι κουνούσε τη βέργα μία προς τη μια πλευρά και μία προς την άλλη (πέρα - δώθε), δύο με τρεις φορές μπροστά από το ανοιχτό στόμα καθενός παρευρισκομένου που προσπαθούσε να το χάψει. Αυτό βέβαια ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθεί αλλά η όλη διαδικασία προκαλούσε ευθυμία και ξεκαρδιστικά γέλια.
Το έθιμο του χάψαρου έχει την εξής εξήγηση: «Με το αυγό να κλείσει το στόμα μας, σ' όλη την περίοδο της σαρακοστής από τα αρτύσιμα φαγητά και με το αυγό να ανοίξει την Πασχαλιά που τελειώνει η νηστεία».
Έτσι ξημέρωνε η Καθαρά Δευτέρα. «Τη λένε καθαρή γιατί ο χριστιανός "καθαίρεται" ψυχικά και διατροφικά... Βγαίνει στο ύπαιθρο, ακριβώς για να τονίσει την έννοια του καθαρμού... ενώ οι νοικοκυρές καθαρίζουν (ξαρταίνουν) τα σκεύη της κουζίνας (και το σπίτι), για μια νέα περίοδο κατανυκτικής εγκράτειας. Ακόμα και το ψωμί της ημέρας ζυμώνεται νηστίσιμο». Το έθιμο της Καθαρής Δευτέρας είναι κι αυτό ειδωλολατρικό κι είναι ημέρα μεταβατική από την έξοδο και την περίοδο του Καρναβαλιού στην είσοδο και την έναρξη της Σαρακοστής.
Στον Ανθρακίτη, την Καθαρά Δευτέρα οι νοικοκυρές από το πρωί άλλη ασχολία δεν είχαν από το να καθαρίζουν με σχολαστικότητα όλα τα μαγειρικά σκεύη. Τα καθάριζαν με επιμέλεια γιατί πίστευαν ότι κι η μυρωδιά από τα λύπη μπορούσε να αρτύσει τα νηστίσιμα φαγητά της σαρακοστής, την οποία τηρούσαν με κάθε θρησκευτικό σεβασμό.
Περισσότερο νήστευαν οι γεροντότεροι και οι γυναίκες. Μάλιστα πολλές από αυτές και κυρίως γριές κρατούσαν "τριήμερο", δηλαδή αυστηρή νηστεία κατά τις τρεις πρώτες ημέρες της σαρακοστής ξεκινώντας από την Καθαρή Δευτέρα. Το μόνο που έτρωγαν ήταν το αντίδωρο από τον παπά, έναν καφέ και λίγο ψωμί βουτηγμένο στο κρασί. Κάποιες φορές έτρωγαν και χουσάφια (μήλα, κεράσια, σύκα, γκόρτσα και σούρβα λιασμένα και βρασμένα όλα μαζί) ή κρασοστάφυλα (σταφύλια με μικρή ρόγα τα οποία αρχικά έλιαζαν και μετά τα έβαζαν σε βαρέλι με κρασί για να διατηρηθεί η ρόγα τους χωρίς να σπάσει).
Την Καθαρή Δευτέρα, που η μέρα είναι καθαρή, έπρεπε και οι άνθρωποι να είναι καθαροί στη σκέψη, την καρδιά ακόμα και τα λόγια τους. Δεν επιτρεπόταν να "αναβάνουν", δηλαδή να αναφέρουν το όνομα κανενός βλαβερού ζώου όπως ο λύκος, η αλεπού, το φίδι, το ποντίκι, το γεράκι κι άλλα.
Έτσι περνούσαν τις Αποκριές στην Καμνιά τα παλιότερα χρόνια, με φαγοπότι, γλέντι, χαρές και γέλια, κάτι το οποίο σήμερα έχει εκλείψει. Τα ήθη και τα έθιμα, οι προλήψεις και οι δοξασίες ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με την καθημερινή ζωή των απλών και αγαθών ανθρώπων. Είχαν άμεση σχέση και συνάφεια με τις σκληρές συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, τον κοινό τρόπο ψυχαγωγίας, τις κοινές εκδηλώσεις κάθε είδους, τη δίψα και την αγάπη για διασκέδαση και καθώς οι άνθρωποι χαρακτηριζόταν από απλότητα και καλοσύνη, η κάθε είδους εκδήλωση συντελούσε στην ακόμη πιο στενή ψυχική ενότητα και επικοινωνία όλων αυτών που ζούσαν στη μικρή κοινωνία του χωριού.
Σήμερα, όλα είναι τόσο διαφορετικά. Τα χρόνια άλλαξαν, οι άνθρωποι έφυγαν από το χωριό, οι παλιότεροι σιγά-σιγά χάνονται. Τα έθιμα της Αποκριάς δεν αναβιώνουν από τους χωριανούς αφού πλέον έχουν χάσει την ετυμολογική τους σημασία. Ακόμη κι αν κάποιες φορές ανάψει η τζαμάλα, τίποτα δε θυμίζει τις περιγραφές και διηγήσεις των παππούδων μας. Η διασκέδαση παίρνει άλλες διαστάσεις. Άλλωστε, ο πολιτισμός και η τεχνολογία έχουν εισχωρήσει παντού. Τα τραγούδια δεν ακούγονται από τα στόματα των ίδιων των χωριανών, ούτε καν από τους οργανοπαίχτες. Τα κασετόφωνα έχουν πάρει τη θέση τους με αποτέλεσμα να λησμονιούνται χρόνο με το χρόνο, όλο και περισσότερο τα αυθεντικά αποκριάτικα τραγούδια που τραγουδιόνταν τόσο στον Ανθρακίτη όσο και σε ολόκληρο το Ζαγόρι. Εξάλλου, οι μερακλήδες που αναλάμβαναν την αναβίωση των εθίμων αν δεν έχουν εκλείψει, σίγουρα έχουν μειωθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου