Στο Κεντρικό Ζαγόρι - όπως και στην ορεινή Ήπειρο γενικότερα - το ανθρώπινο στοιχείο παιδεύτηκε, πάλεψε και τελικά κατάφερε να έρθει σε απόλυτη αρμονία με το περιβάλλον. Η ψυχή του εκφράζεται μέσα από τις παλιές εκκλησιές, τα τοξωτά πέτρινα γεφύρια που ενώνουν βραχώδεις δυσπρόσιτες πλαγιές, αλλά και από τα επιβλητικά αρχοντικά των μικρών οικισμών που αναδύονται μέσα από δάση τα οποία διασχίζουν χαράδρες και ποτάμια.
Τα χωριά του Κεντρικού Ζαγορίου είναι γνωστά για την ομορφιά τους, την πολιτιστική τους κληρονομιά, αλλά και την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική των κτισμάτων τους. Όμως δεν ήταν πάντοτε έτσι. Κάποτε οι κάτοικοι της Πίνδου, γονατισμένοι από την ανέχεια και το σκληρό ανάγλυφο της περιοχής, ξενιτεύονταν σε αναζήτηση καλύτερης τύχης και ζωής. Σήμερα, και ειδικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων έχουν υποκύψει στην αμόλυντη γοητεία της πέτρας, η οποία επικρατεί ως βασικό δομικό υλικό στην περιοχή, «αναγκάζοντας» τους ντόπιους να ανακαλύψουν τη δύναμη της ορεινής ομορφιάς του τόπου τους. Οι στενοί χωματόδρομοι ασφαλτώθηκαν, τα μισογκρεμισμένα πέτρινα σπίτια και αρχοντικά αναστυλώθηκαν και έγιναν υπέροχοι ξενώνες, ενώ τα πέτρινα γεφύρια που κάποτε ήταν έργο ζωής και θανάτου, σήμερα στέκουν ανίκητα από τον χρόνο να υμνούν με την απέριττη χάρη τους την αδούλωτη ψυχή, αλλά και τη μαεστρία των φημισμένων Ηπειρωτών μαστόρων. Καθώς είναι απόλυτα αφομοιωμένα με το φυσικό περιβάλλον, συμβάλλουν στη φυσική ομορφιά της περιοχής, η οποία προδιαθέτει τον επισκέπτη να μην αφήσει γωνιά και χωριό ανεξερεύνητο.
Ένα από τα πιο ζωντανά χωριά του Κεντρικού Ζαγορίου είναι το Τσεπέλοβο (έδρα του Δήμου Τύμφης). Βρίσκεται ριζωμένο κάτω από τις επιβλητικές κορυφές της Τύμφης σε υψόμετρο 1.080 και απέχει από τα Ιωάννινα 50 χιλιόμετρα. Εκτός από το περιβάλλον όπου βρίσκεται, θα σας γοητεύσει και η θέα των πέτρινων σπιτιών του, την γκριζάδα των οποίων σπάνε τα χρωματιστά παραθυρόφυλλα. Την προσοχή θα σας τραβήξει το κτίριο της Εστίας που λειτουργούσε σαν οικοτροφείο, αλλά και τα περιποιημένα καλντερίμια που ακολουθούν το φυσικό ανάγλυφο της περιοχής. Η μεγάλη πλατανοσκέπαστη πλατεία του χωριού είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της παραδοσιακής πολεοδομίας, καθώς η δόμηση γύρω από αυτήν είναι πυκνότερη δείχνοντας σαφώς τον αμυντικό χαρακτήρα της. Γύρω από αυτήν είναι κτισμένα τα σπίτια των ευκατάστατων οικογενειών αλλά και κάποιες δημόσιες υπηρεσίες. Το 1868, όταν το Ζαγόρι έχασε τα προνόμια, το Τσεπέλοβο έγινε η πρωτεύουσα των τουρκικών αρχών, ενώ το 1912 οι Τούρκοι έκαψαν 13 σπίτια. Από το χωριό κατάγονται διακεκριμένες προσωπικότητες, όπως είναι οι ευεργέτες Γεώργιος Μπίκας, Αναστάσιος Τσούφλης, αλλά και η ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη (1887-1954).
Γεφύρια - θαύματα της αρχιτεκτονικής
Περίπου 60 πέτρινα γεφύρια υπάρχουν σε όλο το Ζαγόρι και τούτο διότι οι εδαφολογικές συνθήκες το επέβαλλαν (τα ποτάμια, οι χείμαρροι και τα ρέματα διασχίζουν τα βουνά, κάνοντας δύσκολη έως και αδύνατη την προσπέλαση, ειδικά τον χειμώνα). Εδώ λοιπόν είναι ίσως τα περισσότερα και τα πιο φημισμένα γεφύρια. Όλα χτίστηκαν τον 18ο και 19ο αιώνα παίρνοντας το όνομα των πλουσίων
Ηπειρωτών που τα χρηματοδότησαν.
Πολύ παλιά ήταν ξύλινα, αλλά τον 18ο και 19ο αι.,τότε που το Ζαγόρι βρισκόταν σε ακμή, κατασκευάστηκαν πέτρινα. Χρειαζόταν ιδιαίτερη τέχνη προκειμένου να αντέξει το γεφύρι τους βαρείς χειμώνες, αλλά και την καταπόνηση των καραβανιών που ταξίδευαν προς όλες τις γωνιές του ορίζοντα.
Ηπειρωτών που τα χρηματοδότησαν.
Πολύ παλιά ήταν ξύλινα, αλλά τον 18ο και 19ο αι.,τότε που το Ζαγόρι βρισκόταν σε ακμή, κατασκευάστηκαν πέτρινα. Χρειαζόταν ιδιαίτερη τέχνη προκειμένου να αντέξει το γεφύρι τους βαρείς χειμώνες, αλλά και την καταπόνηση των καραβανιών που ταξίδευαν προς όλες τις γωνιές του ορίζοντα.
Οι πρωτομάστορες (κάλφες) με το συνεργείο τους (μπουλούκι) ξεκινούσαν τον Απρίλιο και μέχρι το φθινόπωρο έχτιζαν τα γεφύρια τους, αναπτύσσοντας μάλιστα μεταξύ τους μια συνθηματική διάλεκτο, τα «κουδαρτίτικα» ή «μαστόρκα», προκειμένου να μην τους καταλαβαίνουν άλλοι και μάθουν τα μυστικά τους. Το κύριο υλικό ήταν ο σχιστόλιθος με συνδετικό υλικό το «κουρασάν», λάσπη από τριμμένο κεραμίδι ή άμμο, ασβέστη και ξερό χορτάρι. Το χτίσιμο γινόταν ταυτόχρονα και από τις δύο πλευρές με βάση ένα αρχικό ξυλότυπο-σκαλωσιά. Χτίζοντας προς την κορυφή, η κάθε πέτρα ακουμπούσε στην άλλη, έτσι ώστε το βάρος τους να μεταφέρεται στις βάσεις του τόξου (με την ίδια μηχανική φιλοσοφία σήμερα χτίζονται τα τοξωτά φράγματα). Το σημαντικότερο σημείο ήταν η τελευταία πέτρα που κούμπωνε στην κορυφή του γεφυριού, καθώς βγάζοντας τη σκαλωσιά υποχωρούσε όσο χρειαζόταν, προκειμένου με τον όγκο και το βάρος της να σφηνώσει οριστικά την καμάρα του γεφυριού.
Με αντίπαλο τον Βίκο
Αυτός ο ποταμός δεν είναι γνωστός όσο το ομώνυμο φαράγγι, όμως μαζί με τα ρέματα που τον δημιουργούν καθόριζαν σε μεγάλο βαθμό τη ζωή των κατοίκων της περιοχής. Διασχίζοντας απότομες χαράδρες και βαθιές ρεματιές δυσκολεύει την επικοινωνία μεταξύ των χωριών, αναγκάζοντας τους κατοίκους τους να κατασκευάσουν τα περίφημα πέτρινα γεφύρια που σήμερα θεωρούνται σημαντικά μνημεία της περιοχής. Δύο είναι τα σημαντικά ρέματα που δημιουργούν τον Βίκο, το Μπαγιώτικο και ο Βικάκης ή Πάνω Βίκος, τα οποία συναντιούνται λίγο πριν από το γεφύρι του Πλακίδα, κοντά στους Κήπους. Αμέσως μετά διασχίζει ένα μικρό φαράγγι, που στις πλαγιές του σχηματίζονται εντυπωσιακοί σχιστολιθικοί σχηματισμοί και το οποίο μπορείτε να δείτε δίπλα στον δρόμο, ερχόμενοι από το Δίλοφο προς τους Κήπους και λίγο πριν από το γεφύρι του Πλακίδα. Στη συνέχεια, το ποτάμι συναντά το γεφύρι του Κόκκορου και λίγο αργότερα του Μίσιου, για να μπει τελικά στο βαθύ φαράγγι του Βίκου.
ΠΗΓΗ: magdalini.pblogs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου