Τα πρώτα ευρήματα ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή (οστέινα και λίθινα εργαλεία, καθώς και 20.000 τμήματα οστών των θηραμάτων) ανάγονται στην ανώτερη Παλαιολιθική εποχή ( 1400-8000 π.Χ.). Εντοπίστηκαν το 1987, σε ασβεστολιθικό σπήλαιο στη θέση Κλειδί, στην δεξιά όχθη του Βοϊδομάτη και κοντά στη Μονή Αγίων Αναργύρων Κλειδωνιάς. Ανάλογα ευρήματα έχουν επίσης εντοπιστεί σε άλλα γειτονικά σπήλαια και στο σπήλαιο της Καστρίτσας, στις όχθες της λίμνης των Ιωαννίνων.
Τα ευρήματα από τις κατοπινές εποχές είναι ελάχιστα, με κυριότερα απ’ αυτά τους 4 κιβωτιόσχημους τάφους στο Καλπάκι και τους τάφους στα Κάτω Πεδινά και τον Ελαφότοπο, που ανάγονται στην Εποχή του Χαλκού ( 3000-1100 π.Χ.), και τα ευρήματα στην περιοχή της Κόνιτσας, που ανάγονται στην Εποχή του Σιδήρου ( 11ος-9ος αι.). τα ευρήματα από τους τάφους αυτούς ( κτερίσματα, χάντρες από περιδέραια, χάλκινα κοσμήματα, όπλα από το Καλπάκι, χειροποίητα πήλινα αγγεία από τον Ελαφότοπο κ.α.) δείχνουν ότι τα οροπέδια της Ηπείρου συναντώνται πολιτισμικά στοιχεία από το μυκηναϊκό νότο, από τη Μεσευρώπη και από τη γειτονική Άνω Μακεδονία.
Κατά την περίοδο έως και τους πρώτους Ιστορικούς χρόνους ( 9ος- 4ος αι. π.Χ.), η ευρύτερη περιοχή κατοικείται από μικρές ημινομαδικές φυλές, οι οποίες ασχολούνται με την κτηνοτροφία και συνενώνονται σε μεγαλύτερα φύλα. Κυρίαρχη θέση ανάμεσα στα ηπειρωτικά φύλα κατείχαν οι Μολοσσοί, οι οποίοι είχαν υπό τον έλεγχο τους τους βοσκοτόπους του Ζαγορίου. Αρκετά στοιχεία του τρόπου ζωής αυτών των φυλών επιβίωσαν και βρήκαν τη συνέχεια τους στις σύγχρονες νομαδικές φυλές της Πίνδου, τους Βλάχους και τους Σαρακατσάνους. Τα σημαντικότερα ευρήματα αυτής της περιόδου είναι οι οικισμοί που έχουν εντοπιστεί στη Βίτσα και στο ύψωμα Λιατοβούνι, στον κάμπο της Κόνιτσας. Ο μικρός οικισμός της Βίτσας βρίσκεται στη θέση Γενίτσαρη, στις παρυφές της χαράδρας του Βίκου, ανάμεσα στα χωριά Βίτσα και Μονοδέντρι. Αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές που άρχισαν το 1965 και η διάρκεια της ύπαρξης του οριοθετείται από τον 9ο έως και τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ..Πρόκειται για τον αρχαιότερο κτηνοτροφικό οικισμό, ο οποίος καταστράφηκε από πυρκαγιά.
Στα δύο παρακείμενα νεκροταφεία του βρέθηκαν αγγεία, όπλα, κοσμήματα και νομίσματα, αρκετά από τα οποία μαρτυρούν ότι ο οικισμός ήταν θερινή κατοικία νομάδων κτηνοτρόφων και ότι είχε αναπτύξει ιδιαίτερες εμπορικές σχέσεις με τις πόλεις οι οποίες είχαν ιδρυθεί στα παράλια του Ιονίου. Στον οικισμό βρέθηκαν επίσης ίχνη οικιών των Γεωμετρικών και Κλασικών χρόνων.
Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδος
Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους ( 330-167 π.Χ.), και ιδιαίτερα κατά την εποχή του Πύρρου (296-272 π.Χ.), η Ήπειρος θα γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη και θα διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Σημαντική θα είναι εκείνα τα χρόνια, η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, η οποία είχε ως κύρια βάση της τα πρόβατα και τα βοοειδή της περιοχής. Ειδικές αναφορές σε αυτά έχουν κάνει ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος και ο Αριστοτέλης.
Από την εποχή εκείνη, στο δυτικό τμήμα της βόρειας Πίνδου σώζονται τα ερείπια από αρκετές οχυρώσεις. Η πρώτη βρίσκεται στο χωριό Γρεβενίτι, στην ανατολική όχθη του ποταμού Βάρδα, κοντά στη Μονή της Κοίμησης Θεοτόκου Βότσας. Η δεύτερη είναι νοτιοανατολικά από το χωριό Μακρίνο, σε κοντινό λόφο, ο οποίος στα βλάχικα ονομάζεται Κιατρα λ’ Άριε ( Πέτρα του Άρη).
Το μεγαλύτερο τμήμα από το τοίχος αυτό ( 3ος αι.) έχει κατολισθήσει στο γειτονικό Ζαγορίτικο ποταμό. Η Τρίτη ( λείψανα ενός κυκλικού και ενός τετράγωνου πύργου, μιας πύλης και δυο πυλίδιων, των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ.), έχει εντοπιστεί στην είσοδο του χωριού Σκαμνέλι, κοντά στην Αγία Παρασκευή.
Η τέταρτη, η οποία ταυτίζεται μάλλον με μια από τις βασικές οχυρώσεις του Πύρρου ( Castra Pyrrhi, κατά τον Τίτο Λίβιο) στην περιοχή, βρίσκεται στη φυσική οχυρή θέση Καστράκι. Πρόκειται για ένα απόκρημνο ύψωμα πάνω από την Αρίστη και κοντά στον Άγιο Μηνά, που επικοινωνούσε με το ποτάμι με υπόγεια σκάλα. Στη θέση αυτή έχουν διασωθεί δύο οχυρωματικοί περίβολοι, στη νοτιοδυτική πλευρά του λόφου, και τμήματα του τείχους, τα οποία ανάγονται στην Ελληνιστική εποχή και ,κυρίως, στην περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Μια Πέμπτη οχύρωση έχει βρεθεί σε λόφο έξω από το χωριό Βοτονόσι, στο πέρασμα της κοιλάδας του Μετσοβίτικου, που οδηγεί από τα Γιάννενα προς τη Θεσσαλία ή τη Μακεδονία μέσω του Μετσόβου. Τέλος, άλλες οχυρωματικές θέσεις υπάρχουν στο χωριό Βίκος (ύψωμα Καστρί), στο Καπέσοβο (ύψωμα Γραδίστα), στον Ελαφότοπο και στους Ασπραγγέλους.
Η Ρωμαϊκή κυριαρχία, που επιβλήθηκε μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.), επιφύλαξε μια τραγική εξέλιξη για την περιοχή της βορειοδυτικής Πίνδου. Ένα χρόνο μετά, και παρά τις συμφωνίες που είχαν υπογράψει με τους Ρωμαίους 70 ηπειρωτικές πόλεις, ο ύπατος Αιμίλιος Παύλος διέταξε τα ρωμαϊκά στρατεύματα να τις ισοπεδώσουν. Από αυτήν την καταστροφή γλίτωσαν μόνο ορισμένοι περιφερειακοί οικισμοί, κυρίως στη βόρεια Πίνδο, λόγω της φυσικής προστασίας που παρείχε η μορφολογία του εδάφους. Κατά την περίοδο που ακολούθησε, από την οποία σώζονται ελάχιστα ευρήματα, κύρια απασχόληση των κατοίκων που απέμειναν εξακολουθούσε να είναι η κτηνοτροφία και η γεωργία, ενώ κύριο μέλημα των Ρωμαίων στην ευρύτερη περιοχή ήταν η διασφάλιση των οδών επικοινωνίας ανάμεσα στις διάφορες περιοχές της αχανούς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Βυζαντινή περίοδος (4ος-15ος αι. μ.Χ.)
Η Πρωτοβυζαντινή και μέση Βυζαντινή περίοδος στην ευρύτερη περιοχή θα χαρακτηριστούν από το πέρασμα διαφόρων φυλών, όπως οι Βησιγότθοι, οι Ούννοι, οι Βούλγαροι, οι Σλάβοι και οι Νορμανδοί. Μάλιστα, τα πολυάριθμα σλαβικά τοπωνύμια της περιοχής δείχνουν ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ότι το Ζαγόρι δεν ήταν μόνο θύμα σλάβικων επιδρομών κατά τον 6ο αιώνα, αλλά και τόπος εγκατάστασης σλαβικών φυλών. Η παρουσία των Βυζαντινών κατά την περίοδο αυτή αποδεικνύεται από κάποιες οχυρώσεις-με πιο χαρακτηριστικό το κάστρο στην είσοδο της χαράδρας του Αώου, το οποίο ανάγεται στην εποχή του Ιουστινιανού(52- 565 μ.Χ.)- και από μερικές παλαιοχριστιανικές εκκλησίες με ψηφιδωτά δάπεδα, με αντιπροσωπευτική στην περιοχή του Ζαγορίου αυτή που βρίσκεται στο Καλπάκι.
Σύμφωνα, μάλιστα, με μια παράδοση, έργα εκείνης της εποχής, και συγκεκριμένα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ’ Πωγωνάτου ( 7ος αιώνας), είναι οι τρεις μονές που βρίσκονται κατά μήκος του «βασιλικόδρομου»: η Μονή Μολυβδοσκέπαστου, στην συμβολή των ποταμών Αώου και Σαραντάπορου, η Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στην Κλειδωνιά, και η Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Βοτσάς, ανάμεσα στα χωριά Γρεβενίτι και Δόλιανη.
Κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο, η περιοχή περιλαμβάνεται αρχικά στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, που ίδρυσε ο Μιχαήλ Άγγελος, νόθος γιος του Ιωάννη Άγγελου Κομνηνού. Σε εκείνη την ευρύτερη περίοδο ανάγονται και οι παλαιότερες γραπτές αναφορές στο Ζαγόρι, σε ένα χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Β’ (1321) και στα προνόμια που δόθηκαν στην περιοχή από τον ηγεμόνα δεσπότη Συμεών, το 1352. Σε άλλα έγγραφα της περιόδου 1326-1361 αναφέρονται ιδρύσεις χωριών όπως το Πάπιγκο, ο Ελαφότοπος, τα Άνω και Κάτω Πεδινά και η Βίτσα. Την περίοδο αυτή θα ενισχυθούν μια σειρά οχυρωματικές θέσεις στην ευρύτερη περιοχή, ανάμεσα τους και το Καστράκι στον Άγιο Μηνά.
Κατά την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου, η εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού άλλαξε. Οι ηγεμονικές οικογένειες διαδέχονταν η μια την άλλη στην εξουσία, είχαν στην κατοχή τους μεγάλες εκτάσεις γης και κυβερνούσαν αυτοχριζόμενες απόγονοι των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Έτσι, κατά τα τελευταία χρόνια του δεσποτάτου, η δυσαρέσκεια των κατοίκων προς τους διοικούντες ενισχύθηκε αρκετά.
Κατά τον 14ο και 15ο αιώνα, οι Ζαγορίσιοι θα πάρουν μέρος στις συγκρούσεις των ηγεμόνων των Ιωαννίνων με τους Αλβανούς τοπάρχες που είχαν εγκατασταθεί στη γύρω περιοχή. Χαρακτηριστικές ήταν οι μάχες των ηγεμόνων Ιζαού Μπουανταλεμόντι (1399) και Κάρολου Τόκκου (1411) με τους Αλβανούς επιδρομείς.
Η τούρκικη κατάκτηση
Το 1431, τουρκικά στρατεύματα, με επικεφαλή τον Σινάν-πασά, έφτασαν στην περιοχή του Μαλακασίου και νίκησαν τους κατοίκους του Ανατολικού Ζαγορίου και του Μαλακασίου, σε μάχη που έγινε κοντά στη Βοτσά. Μετά την ήττα, οι κάτοικοι 14 χωριών του Κεντρικού Ζαγορίου- που επιπλέον ήθελαν να απαλλαγούν από τη βυζαντινή διοίκηση- δήλωσαν υποταγή στους Τούρκους και ζήτησαν αυτονομία, αυτοδιοίκηση και ατέλεια.
Ο Σινάν-πασάς έκανε δεκτές αυτές τις προτάσεις και υπέγραψε συνθήκη που παραχωρούσε τα εν λόγω σημαντικά προνόμια στους Ζαγορίσιους, τα οποίαδιατηρήθηκαν καθ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, με μικρά μόνο διαλείμματα. Οι κάτοικοι της περιοχής ανέλαβαν μόνο μια υποχρέωση. Αντί φόρων, θα έστελναν στο σουλτανικό στρατό έναν καθορισμένο αριθμό αντρών, οι οποίοι θα υπηρετούσαν για δυο μήνες ως ιπποκόμοι: το γνωστό «βοινικό».
Πενήντα χρόνια αργότερα, αργότερα στην ίδια συνθήκη θα προσχωρήσουν και τα χωριά του Ανατολικού Ζαγορίου, (συνθήκη Βαλιδέ σουλτάνος), ενώ πολλά χρόνια μετά (1681), όταν πλέον το καθεστώς των προνομίων είχε αναμορφωθεί, στην συνθήκη προσχώρησε και το Δυτικό Ζαγόρι.
Το κοινό των Ζαγορισίων
Το 1670, οι κάτοικοι όλων των χωριών του Ζαγορίου συνενώθηκαν σε μια μορφή ομοσπονδίας, η οποία ονομαζόταν «Κοινό των Ζαγορισίων» (Νοχαγέ Ζαγόρ). Στα πλαίσια του θα εξασφαλίσουν σημαντικά προνόμια τα περίφημα «στουρούτια», που θα διαρκέσουν για δυο περίπου αιώνες (μέχρι το 1868). Η εξασφάλιση αυτών των προνομίων στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην επιρροή πλούσιων Ζαγορισίων οι οποίοι βρίσκονταν στην σουλτανική αυλή. Τα «στουρούτια» προέβλεπαν την αυτονομία και την αυτοδιοίκηση της περιοχής, την απόλυτη ελευθερία στην άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων, την απαγόρευση εισόδου Τούρκων στην περιοχή και την αντικατάσταση του βοινικού με κεφαλικό φόρο.
Η εφαρμογή των προνομίων και η διοίκηση του Ζαγορίου τα χρόνια εκείνα ήταν ευθύνη του γενικού προεστού (ή Ζαγόρ κοιζάμπαση ή βεκίλη του Ζαγορίου), ο οποίος εκλεγόταν για ένα εξάμηνο ή για ένα χρόνο από τους επίσης εκλεγμένους «δια βοής» αντιπροσώπους (βεκίληδες) των χωριών. Ο γενικός προεστός αρχικά διέμενε στο χωριό του, αλλά από το 1750 και μετά στα Ιωάννινα, σε οίκημα του « Κοινού των Ζαγορισίων» ή δικό του (λεγόταν «επιστασία»). Ήταν επιπλέον υπεύθυνος για τη συγκέντρωση των φόρων και την καταβολής τους στο ταμείο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθώς και για την εκδίκαση ορισμένων υποθέσεων (πλην των ποινικών).
Ο ξενιτεμένος και η ακμή
Από τα τέλη του 17ου αιώνα αρχίζει μια περίοδος εντυπωσιακής οικονομικής, πολιτιστικής και πνευματικής ανάπτυξης- αλλά και κοινωνικής διαφοροποίησης- για τα χωριά του Ζαγορίου, η οποία θα κορυφωθεί από τα μέσα του 18ου έως τα μέσα του 19ου αιώνα. Τα απόγειο της ακμής αυτής, μάλιστα, συνέπεσε με την παρουσία του Αλή πασά στην Ήπειρο (από το 1788 όταν ανέλαβε το πασαλίκι των Ιωαννίνων, έως το θάνατό του, το 1822). Στην Αυλή του Αλή πασά, μεταξύ άλλων, εντάχθηκαν ο Αλέξης Νούτσος, από το Καπέσοβο, ως ανώτερος σύμβουλος-πρωθυπουργός (άρχων λογοθέτης), οι Κ. και Χ. Μαρίνογλου, επίσης από το Καπέσοβο, ως υπουργοί, και ο Μάνθος Οικονόμου, από το Κουκούλι, ως ιδιαίτερος γραμματέας και σύμβουλος.
Στην άνθηση και την ευημερία του Ζαγορίου συνέλαβαν τα προνόμια που είχε εξασφαλίσει από τους Τούρκους, οι διασυνδέσειςμε την κεντρική εξουσία και η ανάπτυξη του εμπορίου μέσα και έξω από τα όρια Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Καθοριστική επίσης συμβολή είχαν οι αποδημίες των κατοίκων, οι οποίοι, λόγω του άγονου εδάφους και του μικρού κλήρου, αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν.
Η μετανάστευση άρχισε μετά την εγκατάσταση των βοινίκηδων στο εξωτερικό και πήρε διαστάσεις γενικευμένου φαινομένου μετά το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα. Οι ξενιτεμένοι εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στη Βλαχιά και τη Μολδαβία, στη Σερβία, τη Μικρά Ασία, τη Ρωσία, την Αυστρία και την Αίγυπτο. Αρκετοί Ζαγορίσιοι διέπρεψαν στις χώρες αυτές ως τραπεζίτες, έμποροι, δάσκαλοι, γιατροί, διπλωμάτες, απέκτησαν σημαντική δύναμη και αξιώματα, καθώς και μεγάλες περιουσίες, και ενίσχυσαν με δωρεές τις ιδιαίτερες πατρίδες τους για την ίδρυση ή τη λειτουργία σχολείων και άλλα κοινωφελή έργα (γεφύρια, δρόμους, βρύσες, εκκλησίες κ.λπ.), τα οποία άλλαξαν την όψη των οικισμών. Εντυπωσιακά ήταν και τα αρχοντικά που έκτισαν όσοι επέστρεψαν στα πάτρια εδάφη.
Από το 1821 στο έπος του 1940 κατά την προετοιμασία και την εξέλιξη της Επανάστασης του 1821, αρκετοί Ζαγορίσιοι θα συμμετάσχουν στην Φιλική Εταιρεία (Α. Νούτσος, Μ. Ριζάρης, Μ. Οικονόμου κ.α.), ενώ ορισμένοι κάτοικοι θα φύγουν για να ενταχθούν στο απελευθερωτικό αγώνα. Αξιοσημείωτη ήταν επίσης η δράση του Ι. Βηλαρά, ο οποίος πρωτοστατούσε στη συγκέντρωση χρημάτων για τις ανάγκες του Αγώνα («κάσα των Γιαννιωτών»). Την ίδια περίοδο, το Ζαγόρι θα υποφέρει από τις συγκρούσεις του Αλή πασά και με το σουλτανικό στρατό.
Το Ζαγόρι θα βρεθεί σε πορεία παρακμής μετά το 1868, όταν καταργηθήκαν τα προνόμια. Την περίοδο αυτή άρχισαν να λυμαίνονται την περιοχή συμμορίες ληστών. Λόγω αυτής της κατάστασης, 600 και πλέον οικογένειες αρχόντων του Ζαγορίου, που ήταν οι κύριοι στόχοι των ληστών, εγκατέλειψαν τα χωριά τους. Η κατάσταση αυτή διήρκεσε έως το 1913, οπότε τα Ζαγοροχώρια απελευθερώθηκαν από τους Τούρκους, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Στο εξής θα ακολουθήσουν την ιστορική πορεία του ελληνικού κράτους.
Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πληθυσμός του Ζαγορίου αγωνίστηκε ενάντια στην ιταλική εισβολή. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμβολή των γυναικών, οι οποίες μετέφεραν στην πλάτη τους πυρομαχικά, άλλα εφόδια και τραυματίες κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Αργότερα, αρκετά χωριά του Ανατολικού και Κεντρικού Ζαγορίου θα πυρποληθούν από τους Γερμανούς, επειδή πρόσφεραν βοήθεια σε αντάρτικες ομάδες, ενώ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολλά χωριά της βόρειας Πίνδου θα ερημωθούν.
Η μείωση του πληθυσμού του Ζαγορίου συνεχίστηκε και κατά τα επόμενα χρόνια, με κυρίαρχο στοιχείο πλέον τη μετανάστευση προς τα μεγάλα αστικά κέντρα.
ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: nea-acropoli-ioannina.gr
Τα ευρήματα από τις κατοπινές εποχές είναι ελάχιστα, με κυριότερα απ’ αυτά τους 4 κιβωτιόσχημους τάφους στο Καλπάκι και τους τάφους στα Κάτω Πεδινά και τον Ελαφότοπο, που ανάγονται στην Εποχή του Χαλκού ( 3000-1100 π.Χ.), και τα ευρήματα στην περιοχή της Κόνιτσας, που ανάγονται στην Εποχή του Σιδήρου ( 11ος-9ος αι.). τα ευρήματα από τους τάφους αυτούς ( κτερίσματα, χάντρες από περιδέραια, χάλκινα κοσμήματα, όπλα από το Καλπάκι, χειροποίητα πήλινα αγγεία από τον Ελαφότοπο κ.α.) δείχνουν ότι τα οροπέδια της Ηπείρου συναντώνται πολιτισμικά στοιχεία από το μυκηναϊκό νότο, από τη Μεσευρώπη και από τη γειτονική Άνω Μακεδονία.
Κατά την περίοδο έως και τους πρώτους Ιστορικούς χρόνους ( 9ος- 4ος αι. π.Χ.), η ευρύτερη περιοχή κατοικείται από μικρές ημινομαδικές φυλές, οι οποίες ασχολούνται με την κτηνοτροφία και συνενώνονται σε μεγαλύτερα φύλα. Κυρίαρχη θέση ανάμεσα στα ηπειρωτικά φύλα κατείχαν οι Μολοσσοί, οι οποίοι είχαν υπό τον έλεγχο τους τους βοσκοτόπους του Ζαγορίου. Αρκετά στοιχεία του τρόπου ζωής αυτών των φυλών επιβίωσαν και βρήκαν τη συνέχεια τους στις σύγχρονες νομαδικές φυλές της Πίνδου, τους Βλάχους και τους Σαρακατσάνους. Τα σημαντικότερα ευρήματα αυτής της περιόδου είναι οι οικισμοί που έχουν εντοπιστεί στη Βίτσα και στο ύψωμα Λιατοβούνι, στον κάμπο της Κόνιτσας. Ο μικρός οικισμός της Βίτσας βρίσκεται στη θέση Γενίτσαρη, στις παρυφές της χαράδρας του Βίκου, ανάμεσα στα χωριά Βίτσα και Μονοδέντρι. Αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές που άρχισαν το 1965 και η διάρκεια της ύπαρξης του οριοθετείται από τον 9ο έως και τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ..Πρόκειται για τον αρχαιότερο κτηνοτροφικό οικισμό, ο οποίος καταστράφηκε από πυρκαγιά.
Στα δύο παρακείμενα νεκροταφεία του βρέθηκαν αγγεία, όπλα, κοσμήματα και νομίσματα, αρκετά από τα οποία μαρτυρούν ότι ο οικισμός ήταν θερινή κατοικία νομάδων κτηνοτρόφων και ότι είχε αναπτύξει ιδιαίτερες εμπορικές σχέσεις με τις πόλεις οι οποίες είχαν ιδρυθεί στα παράλια του Ιονίου. Στον οικισμό βρέθηκαν επίσης ίχνη οικιών των Γεωμετρικών και Κλασικών χρόνων.
Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδος
Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους ( 330-167 π.Χ.), και ιδιαίτερα κατά την εποχή του Πύρρου (296-272 π.Χ.), η Ήπειρος θα γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη και θα διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Σημαντική θα είναι εκείνα τα χρόνια, η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, η οποία είχε ως κύρια βάση της τα πρόβατα και τα βοοειδή της περιοχής. Ειδικές αναφορές σε αυτά έχουν κάνει ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος και ο Αριστοτέλης.
Από την εποχή εκείνη, στο δυτικό τμήμα της βόρειας Πίνδου σώζονται τα ερείπια από αρκετές οχυρώσεις. Η πρώτη βρίσκεται στο χωριό Γρεβενίτι, στην ανατολική όχθη του ποταμού Βάρδα, κοντά στη Μονή της Κοίμησης Θεοτόκου Βότσας. Η δεύτερη είναι νοτιοανατολικά από το χωριό Μακρίνο, σε κοντινό λόφο, ο οποίος στα βλάχικα ονομάζεται Κιατρα λ’ Άριε ( Πέτρα του Άρη).
Το μεγαλύτερο τμήμα από το τοίχος αυτό ( 3ος αι.) έχει κατολισθήσει στο γειτονικό Ζαγορίτικο ποταμό. Η Τρίτη ( λείψανα ενός κυκλικού και ενός τετράγωνου πύργου, μιας πύλης και δυο πυλίδιων, των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ.), έχει εντοπιστεί στην είσοδο του χωριού Σκαμνέλι, κοντά στην Αγία Παρασκευή.
Η τέταρτη, η οποία ταυτίζεται μάλλον με μια από τις βασικές οχυρώσεις του Πύρρου ( Castra Pyrrhi, κατά τον Τίτο Λίβιο) στην περιοχή, βρίσκεται στη φυσική οχυρή θέση Καστράκι. Πρόκειται για ένα απόκρημνο ύψωμα πάνω από την Αρίστη και κοντά στον Άγιο Μηνά, που επικοινωνούσε με το ποτάμι με υπόγεια σκάλα. Στη θέση αυτή έχουν διασωθεί δύο οχυρωματικοί περίβολοι, στη νοτιοδυτική πλευρά του λόφου, και τμήματα του τείχους, τα οποία ανάγονται στην Ελληνιστική εποχή και ,κυρίως, στην περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Μια Πέμπτη οχύρωση έχει βρεθεί σε λόφο έξω από το χωριό Βοτονόσι, στο πέρασμα της κοιλάδας του Μετσοβίτικου, που οδηγεί από τα Γιάννενα προς τη Θεσσαλία ή τη Μακεδονία μέσω του Μετσόβου. Τέλος, άλλες οχυρωματικές θέσεις υπάρχουν στο χωριό Βίκος (ύψωμα Καστρί), στο Καπέσοβο (ύψωμα Γραδίστα), στον Ελαφότοπο και στους Ασπραγγέλους.
Η Ρωμαϊκή κυριαρχία, που επιβλήθηκε μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.), επιφύλαξε μια τραγική εξέλιξη για την περιοχή της βορειοδυτικής Πίνδου. Ένα χρόνο μετά, και παρά τις συμφωνίες που είχαν υπογράψει με τους Ρωμαίους 70 ηπειρωτικές πόλεις, ο ύπατος Αιμίλιος Παύλος διέταξε τα ρωμαϊκά στρατεύματα να τις ισοπεδώσουν. Από αυτήν την καταστροφή γλίτωσαν μόνο ορισμένοι περιφερειακοί οικισμοί, κυρίως στη βόρεια Πίνδο, λόγω της φυσικής προστασίας που παρείχε η μορφολογία του εδάφους. Κατά την περίοδο που ακολούθησε, από την οποία σώζονται ελάχιστα ευρήματα, κύρια απασχόληση των κατοίκων που απέμειναν εξακολουθούσε να είναι η κτηνοτροφία και η γεωργία, ενώ κύριο μέλημα των Ρωμαίων στην ευρύτερη περιοχή ήταν η διασφάλιση των οδών επικοινωνίας ανάμεσα στις διάφορες περιοχές της αχανούς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Βυζαντινή περίοδος (4ος-15ος αι. μ.Χ.)
Η Πρωτοβυζαντινή και μέση Βυζαντινή περίοδος στην ευρύτερη περιοχή θα χαρακτηριστούν από το πέρασμα διαφόρων φυλών, όπως οι Βησιγότθοι, οι Ούννοι, οι Βούλγαροι, οι Σλάβοι και οι Νορμανδοί. Μάλιστα, τα πολυάριθμα σλαβικά τοπωνύμια της περιοχής δείχνουν ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ότι το Ζαγόρι δεν ήταν μόνο θύμα σλάβικων επιδρομών κατά τον 6ο αιώνα, αλλά και τόπος εγκατάστασης σλαβικών φυλών. Η παρουσία των Βυζαντινών κατά την περίοδο αυτή αποδεικνύεται από κάποιες οχυρώσεις-με πιο χαρακτηριστικό το κάστρο στην είσοδο της χαράδρας του Αώου, το οποίο ανάγεται στην εποχή του Ιουστινιανού(52- 565 μ.Χ.)- και από μερικές παλαιοχριστιανικές εκκλησίες με ψηφιδωτά δάπεδα, με αντιπροσωπευτική στην περιοχή του Ζαγορίου αυτή που βρίσκεται στο Καλπάκι.
Σύμφωνα, μάλιστα, με μια παράδοση, έργα εκείνης της εποχής, και συγκεκριμένα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ’ Πωγωνάτου ( 7ος αιώνας), είναι οι τρεις μονές που βρίσκονται κατά μήκος του «βασιλικόδρομου»: η Μονή Μολυβδοσκέπαστου, στην συμβολή των ποταμών Αώου και Σαραντάπορου, η Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στην Κλειδωνιά, και η Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Βοτσάς, ανάμεσα στα χωριά Γρεβενίτι και Δόλιανη.
Κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο, η περιοχή περιλαμβάνεται αρχικά στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, που ίδρυσε ο Μιχαήλ Άγγελος, νόθος γιος του Ιωάννη Άγγελου Κομνηνού. Σε εκείνη την ευρύτερη περίοδο ανάγονται και οι παλαιότερες γραπτές αναφορές στο Ζαγόρι, σε ένα χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Β’ (1321) και στα προνόμια που δόθηκαν στην περιοχή από τον ηγεμόνα δεσπότη Συμεών, το 1352. Σε άλλα έγγραφα της περιόδου 1326-1361 αναφέρονται ιδρύσεις χωριών όπως το Πάπιγκο, ο Ελαφότοπος, τα Άνω και Κάτω Πεδινά και η Βίτσα. Την περίοδο αυτή θα ενισχυθούν μια σειρά οχυρωματικές θέσεις στην ευρύτερη περιοχή, ανάμεσα τους και το Καστράκι στον Άγιο Μηνά.
Κατά την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου, η εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού άλλαξε. Οι ηγεμονικές οικογένειες διαδέχονταν η μια την άλλη στην εξουσία, είχαν στην κατοχή τους μεγάλες εκτάσεις γης και κυβερνούσαν αυτοχριζόμενες απόγονοι των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Έτσι, κατά τα τελευταία χρόνια του δεσποτάτου, η δυσαρέσκεια των κατοίκων προς τους διοικούντες ενισχύθηκε αρκετά.
Κατά τον 14ο και 15ο αιώνα, οι Ζαγορίσιοι θα πάρουν μέρος στις συγκρούσεις των ηγεμόνων των Ιωαννίνων με τους Αλβανούς τοπάρχες που είχαν εγκατασταθεί στη γύρω περιοχή. Χαρακτηριστικές ήταν οι μάχες των ηγεμόνων Ιζαού Μπουανταλεμόντι (1399) και Κάρολου Τόκκου (1411) με τους Αλβανούς επιδρομείς.
Η τούρκικη κατάκτηση
Το 1431, τουρκικά στρατεύματα, με επικεφαλή τον Σινάν-πασά, έφτασαν στην περιοχή του Μαλακασίου και νίκησαν τους κατοίκους του Ανατολικού Ζαγορίου και του Μαλακασίου, σε μάχη που έγινε κοντά στη Βοτσά. Μετά την ήττα, οι κάτοικοι 14 χωριών του Κεντρικού Ζαγορίου- που επιπλέον ήθελαν να απαλλαγούν από τη βυζαντινή διοίκηση- δήλωσαν υποταγή στους Τούρκους και ζήτησαν αυτονομία, αυτοδιοίκηση και ατέλεια.
Ο Σινάν-πασάς έκανε δεκτές αυτές τις προτάσεις και υπέγραψε συνθήκη που παραχωρούσε τα εν λόγω σημαντικά προνόμια στους Ζαγορίσιους, τα οποίαδιατηρήθηκαν καθ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, με μικρά μόνο διαλείμματα. Οι κάτοικοι της περιοχής ανέλαβαν μόνο μια υποχρέωση. Αντί φόρων, θα έστελναν στο σουλτανικό στρατό έναν καθορισμένο αριθμό αντρών, οι οποίοι θα υπηρετούσαν για δυο μήνες ως ιπποκόμοι: το γνωστό «βοινικό».
Πενήντα χρόνια αργότερα, αργότερα στην ίδια συνθήκη θα προσχωρήσουν και τα χωριά του Ανατολικού Ζαγορίου, (συνθήκη Βαλιδέ σουλτάνος), ενώ πολλά χρόνια μετά (1681), όταν πλέον το καθεστώς των προνομίων είχε αναμορφωθεί, στην συνθήκη προσχώρησε και το Δυτικό Ζαγόρι.
Το κοινό των Ζαγορισίων
Το 1670, οι κάτοικοι όλων των χωριών του Ζαγορίου συνενώθηκαν σε μια μορφή ομοσπονδίας, η οποία ονομαζόταν «Κοινό των Ζαγορισίων» (Νοχαγέ Ζαγόρ). Στα πλαίσια του θα εξασφαλίσουν σημαντικά προνόμια τα περίφημα «στουρούτια», που θα διαρκέσουν για δυο περίπου αιώνες (μέχρι το 1868). Η εξασφάλιση αυτών των προνομίων στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην επιρροή πλούσιων Ζαγορισίων οι οποίοι βρίσκονταν στην σουλτανική αυλή. Τα «στουρούτια» προέβλεπαν την αυτονομία και την αυτοδιοίκηση της περιοχής, την απόλυτη ελευθερία στην άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων, την απαγόρευση εισόδου Τούρκων στην περιοχή και την αντικατάσταση του βοινικού με κεφαλικό φόρο.
Η εφαρμογή των προνομίων και η διοίκηση του Ζαγορίου τα χρόνια εκείνα ήταν ευθύνη του γενικού προεστού (ή Ζαγόρ κοιζάμπαση ή βεκίλη του Ζαγορίου), ο οποίος εκλεγόταν για ένα εξάμηνο ή για ένα χρόνο από τους επίσης εκλεγμένους «δια βοής» αντιπροσώπους (βεκίληδες) των χωριών. Ο γενικός προεστός αρχικά διέμενε στο χωριό του, αλλά από το 1750 και μετά στα Ιωάννινα, σε οίκημα του « Κοινού των Ζαγορισίων» ή δικό του (λεγόταν «επιστασία»). Ήταν επιπλέον υπεύθυνος για τη συγκέντρωση των φόρων και την καταβολής τους στο ταμείο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθώς και για την εκδίκαση ορισμένων υποθέσεων (πλην των ποινικών).
Ο ξενιτεμένος και η ακμή
Από τα τέλη του 17ου αιώνα αρχίζει μια περίοδος εντυπωσιακής οικονομικής, πολιτιστικής και πνευματικής ανάπτυξης- αλλά και κοινωνικής διαφοροποίησης- για τα χωριά του Ζαγορίου, η οποία θα κορυφωθεί από τα μέσα του 18ου έως τα μέσα του 19ου αιώνα. Τα απόγειο της ακμής αυτής, μάλιστα, συνέπεσε με την παρουσία του Αλή πασά στην Ήπειρο (από το 1788 όταν ανέλαβε το πασαλίκι των Ιωαννίνων, έως το θάνατό του, το 1822). Στην Αυλή του Αλή πασά, μεταξύ άλλων, εντάχθηκαν ο Αλέξης Νούτσος, από το Καπέσοβο, ως ανώτερος σύμβουλος-πρωθυπουργός (άρχων λογοθέτης), οι Κ. και Χ. Μαρίνογλου, επίσης από το Καπέσοβο, ως υπουργοί, και ο Μάνθος Οικονόμου, από το Κουκούλι, ως ιδιαίτερος γραμματέας και σύμβουλος.
Στην άνθηση και την ευημερία του Ζαγορίου συνέλαβαν τα προνόμια που είχε εξασφαλίσει από τους Τούρκους, οι διασυνδέσειςμε την κεντρική εξουσία και η ανάπτυξη του εμπορίου μέσα και έξω από τα όρια Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Καθοριστική επίσης συμβολή είχαν οι αποδημίες των κατοίκων, οι οποίοι, λόγω του άγονου εδάφους και του μικρού κλήρου, αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν.
Η μετανάστευση άρχισε μετά την εγκατάσταση των βοινίκηδων στο εξωτερικό και πήρε διαστάσεις γενικευμένου φαινομένου μετά το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα. Οι ξενιτεμένοι εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στη Βλαχιά και τη Μολδαβία, στη Σερβία, τη Μικρά Ασία, τη Ρωσία, την Αυστρία και την Αίγυπτο. Αρκετοί Ζαγορίσιοι διέπρεψαν στις χώρες αυτές ως τραπεζίτες, έμποροι, δάσκαλοι, γιατροί, διπλωμάτες, απέκτησαν σημαντική δύναμη και αξιώματα, καθώς και μεγάλες περιουσίες, και ενίσχυσαν με δωρεές τις ιδιαίτερες πατρίδες τους για την ίδρυση ή τη λειτουργία σχολείων και άλλα κοινωφελή έργα (γεφύρια, δρόμους, βρύσες, εκκλησίες κ.λπ.), τα οποία άλλαξαν την όψη των οικισμών. Εντυπωσιακά ήταν και τα αρχοντικά που έκτισαν όσοι επέστρεψαν στα πάτρια εδάφη.
Από το 1821 στο έπος του 1940 κατά την προετοιμασία και την εξέλιξη της Επανάστασης του 1821, αρκετοί Ζαγορίσιοι θα συμμετάσχουν στην Φιλική Εταιρεία (Α. Νούτσος, Μ. Ριζάρης, Μ. Οικονόμου κ.α.), ενώ ορισμένοι κάτοικοι θα φύγουν για να ενταχθούν στο απελευθερωτικό αγώνα. Αξιοσημείωτη ήταν επίσης η δράση του Ι. Βηλαρά, ο οποίος πρωτοστατούσε στη συγκέντρωση χρημάτων για τις ανάγκες του Αγώνα («κάσα των Γιαννιωτών»). Την ίδια περίοδο, το Ζαγόρι θα υποφέρει από τις συγκρούσεις του Αλή πασά και με το σουλτανικό στρατό.
Το Ζαγόρι θα βρεθεί σε πορεία παρακμής μετά το 1868, όταν καταργηθήκαν τα προνόμια. Την περίοδο αυτή άρχισαν να λυμαίνονται την περιοχή συμμορίες ληστών. Λόγω αυτής της κατάστασης, 600 και πλέον οικογένειες αρχόντων του Ζαγορίου, που ήταν οι κύριοι στόχοι των ληστών, εγκατέλειψαν τα χωριά τους. Η κατάσταση αυτή διήρκεσε έως το 1913, οπότε τα Ζαγοροχώρια απελευθερώθηκαν από τους Τούρκους, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Στο εξής θα ακολουθήσουν την ιστορική πορεία του ελληνικού κράτους.
Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πληθυσμός του Ζαγορίου αγωνίστηκε ενάντια στην ιταλική εισβολή. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμβολή των γυναικών, οι οποίες μετέφεραν στην πλάτη τους πυρομαχικά, άλλα εφόδια και τραυματίες κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Αργότερα, αρκετά χωριά του Ανατολικού και Κεντρικού Ζαγορίου θα πυρποληθούν από τους Γερμανούς, επειδή πρόσφεραν βοήθεια σε αντάρτικες ομάδες, ενώ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολλά χωριά της βόρειας Πίνδου θα ερημωθούν.
Η μείωση του πληθυσμού του Ζαγορίου συνεχίστηκε και κατά τα επόμενα χρόνια, με κυρίαρχο στοιχείο πλέον τη μετανάστευση προς τα μεγάλα αστικά κέντρα.
ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: nea-acropoli-ioannina.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου