Το δειλινό φυσούσε δυνατός άνεμος! Το απογευματάκι ο αέρας καταλάγιασε κι ο καιρός μαλάκωσε. Ξαφνικά, από το γκρίζο ουρανό, άρχισαν να πέφτουν ψιλές - φιλές νιφάδες! Σε λίγο πύκνωσαν, δυνάμωσαν και γρήγορα - γρήγορα άρχισαν να κουκουλώνουν τη γη, μ έναν άσπρο - κάτασπρο, χνουδάτο, απαλό πέπλο!
Το Ζαγοροχώρι, ριζωμένο στην πλαγιά του βουνού, στην άκρη του δάσους, στέκεται βουβό κι άλαλο! Πριν φέξει οι νιφάδες αραίωσαν και σε λίγο το χιόνι σταμάτησε.
Χαράματα! Το χωριό άρχισε ν’ αναδεύεται. Από τους πέτρινους, ψηλόκορμους καπνοδόχους υψώθηκαν κλωθογυρισμένοι, καμαρωτοί, γκριζόμαυροι καπνοί προς το συννεφιασμένο, μουντό ουρανό!
Το τζάκι του γερο - Νίκου, γιομάτο κούτσουρα και κουφαλόκορμους λαμποκοπάει κι οι φλόγες - πύρινες κυματιστές γλώσσες - ανεβαίνουν και χάνονται στο κούφωμα του τοίχου!
Δίπλα στη φωτιά, στο παραγώνι, κάθεται ο γέροντας και με τη μασιά συδαυλίζει τα πυρακτωμένα κούτσουρα, να κάνουν θράκα, γιο να ψήσει το πρωινό του παστρομά.
Δίπλα του η τσιότρα με το κοκκινέλι τον περιμένει! Στ’ αντίθετο παραγώνι, κάθεται η Νικόλαινα και γνέθει το μαλλί.
Να, κι ο χοντρόγατος ο τεμπέλης, πλησιάζει το τζάκι, ξεροτεντώνεται, κουλουριάζεται ανάμεσα στα δυο γερόντια, και το ρυθμικό ροχάλισμά του ακούγεται σ όλο το χειμωνιάτικο οντά.
Η λεβεντόκορμη, κοκκινομάγουλη νύφη τους κατεβαίνει στο κατώι να ταΐσει τα ζωντανά, ενώ ο γιος τους ο λεβέντης, με το φτυάρι στο χέρι παραμερίζει δεξιόζερβα το χιόνι κι ανοίγει δρόμο προς το μαγειρειό.
Στη καλύβα του Νικόλα του γελαδάρη, ο βοριάς, παρασέρνοντας ψιλό - ψιλό σπειρωτό χιόνι, όρμησε ακάθεκτα τη νύχτα, από τη ρημαγμένη στέγη, δρασκέλησε μ΄ ευκολία το κατώφλι της πόρτας, χώθηκε από το σπασμένο τζάμι, κι αφού πασπάλισε όλη τη χαμοκέλα μάργωσε τα παιδιά του, τη χαρά του! Ο Νικόλας σηκώθηκε στούπωσε το παράθυρο με το σπασμένο τζάμι, με μια ξεθωριασμένη βελέντζα και η γυναίκα του έριξε μια ολόκληρη αγκαλιά ξύλα στο τζάκι.
Έξω το χιόνι τα σκέπασε όλα: τις πλακοσκεπασμένες στέγες των σπιτιών, τα μαγειρειά, τις αχυρώνες, τα κοτέτσια, τους αγκαθωτούς φράχτες, τις ξυλοθημωνιές, την κουκούλα του καμπαναριού, ακόμα και τις κορυφές των πασσάλων στ΄ αλώνια!
Οι δρόμοι εξαφανίστηκαν, τα ρεματάκια ισοπεδώθηκαν.
Η καμπάνα του χωριού σήμερα δεν ακούστηκε να καλεί τους μαθητές στο σχολειό.
Όλη η πλάση κοιμάται ήσυχα κάτω από το κάτασπρο θερμό πέπλο του χειμώνα!
Μονάχα ο γερο - πλάτανος όρθιος και στητός, στη μέση του χωριού, αντιπαλεύει με πείσμα το μανιασμένο βορά και του ψιθυρίζει:
Βόριά! Άκουσε και σκέψου:
Όσο κι αν μανιάζεις κι όσο κι αν μουγκρίζεις
το γερο – πλάτανο μάθετο δεν τον γκρεμίζεις
Φύγε! του κάκου τριγυρίζεις!
Οι ρίζες μου είναι βαθιά-βαθιά μπηγμένες
στη γη την πατρική
Κι οι κλώνοι μου περήφανα
Αντιπαλεύουν τη δική σου ορμή.
Έφεξε! Τα πουλιά και τα ζώα αναταράχτηκαν.
Να, κάτω από τις αστρέχες, που το χώμα είναι στεγνό, στέκει στο ένα πόδι ο κόκορας, ζαρωμένος και με την ουρά κατεβασμένη. Γύρω του ένα σωρό μαζεύτηκαν οι κότες, κουβαριασμένες, σκεφτικές, κινούν και μισοκλείνουν τα μικρά τους μάτια.
Ο κότσυφας βγήκε τρομαγμένος από τους βάτους, χοροπήδησε δεξιόζερβα, μήπως βρει κάτι να τσιμπήσει, τίναξε τα φτερά του, σκάλισε, για λίγο, το χιόνι με την κόκκινη μυτίτσα του κι έτρεξε να χωθεί στη φωλίτσα του με το τσιτσίρισμά του:
Κάνει κρύο κάνει τσίφι
για το δόλιο το κοτσύφι!
Ο τρυποφράκτης βγήκε, καμαρωτός - καμαρωτός, από το αγκαθόβατο, κάθισε πάνω σε μια χιονισμένη βεργούλα, τέντωσε
με χάρη τη δεξιά φτερουγίτσα του και τρεχάτος χώθηκε στο φράχτη αναφωνώντας:
Φράχτη μου σπιτάκι μου
πλουσιοκαλυβάκι μου!
δέξου εμένα το φτωχό
στο δικό σου αρχοντικό!
Να και ο μικρός σπουργίτης πέταξε κι αυτός από την τρύπα του σπιτιού, κάθισε στο περβάζι του παραθυριού, χτύπησε με τη μυτίτσα του δυο - τρεις φορές το τζάμι, σαν νά ‘λεγε:
«Άνθρωποι! Δώστε κάτι στο φτωχό σπουργίτη» και τρεχάτος ξαναπέταξε στη φωλιά του, αφήνοντας ξοπίσω του ένα παρατεταμένο και λυπημένο τσίου... τσίου…
Από κάπου ξετρύπωσε ο σκύλος, ο Μούργκος, στάθηκε στη μέση της αυλής, ανοιγόκλεισε τα μάτια του, τεντώθηκε κι αργά - αργά, νωχελικά τράβηξε για το χαγιάτι.
Από τη χαμηλή πόρτα του σταύλου, με μια χεριά άχυρο στο στόμα, πρόβαλε περήφανα το κεφάλι με τα δυο αιχμηρά του κέρατα το βόδι ο Κοκκίνης! Από τα δυο υγρά ασπρόμαυρα ρουθούνια του φυσάει δυνατά και στέλνει στον αέρα τούφες- τούφες την ανάσα του! Κοιτάζει με αδιαφορία τη χιονισμένη αυλή, αναμασάει το άχυρο και μετανοιωμένος τραβιέται πίσω και γυρίζει στο παχνί του.
Να, κι η Μπάλια η κατσίκα, μόλις η κυρά της άνοιξε την πόρτα από το σταύλο, πετάχτηκε, στα σβέλτα, στην αυλή και ρίχτηκε στις τριανταφυλλιές, έτοιμη να τις κατασπαράξει! Μα σαν την κυνήγησε και την παραμάζεψε με τη βίτσα ·η Μαριώ, τρεχάτη ξαναμπαίνει στο αχούρι.
Η μέρα προχωράει και το χωριό ζωντανεύει.
Για κοιτάξτε! Στους δρόμους οι άνδρες ανεβοκατεβάζουν τα φτυάρια, ρίχνοντας δεξιά κι αριστερά το στοιβαγμένο χιόνι. Οι δρόμοι που οδηγούν προς τις βρύσες του χωριού, τις αχυρώνες και το μαγαζί, ύστερα από κόπο και μόχθο, άνοιξαν! Σε λίγο ξεχύθηκαν στους δρόμους οι γυναίκες. Νάτες! Άλλες με τα γκιούμια, άλλες με τις βουτσέλες φορτωμένες τραβούν για τις βρύσες, άλλες κατηφορίζουν κι άλλες ανηφορίζουν ζαλικωμένες με κουπατσιώκλαρο και χόρτο, για να ταΐσουν τις γίδες, που βελάζουν νηστικές στους σταύλους.
Να, κι η Θανάσαινα, ανεβασμένη στη στέγη του σπιτιού της, πετάει με το φτυάρι χιόνι. Τι να κάνει η άμοιρη! Φοβάται μη σωριαστεί η στέγη και ποιός την ξανακάνει! Ο Θανάσης έφυγε για την Αμέρικα να καζαντήσει και ξεχάστηκε να γυρίσει!
Πέρα, στις χιονισμένες πλαγιές, ακούγονται γαυγίσματα σκύλου και κάπου - κάπου έρχεται ο υπόκωφος αντίλαλος κάποιας τουφεκιάς!
Ο γερο - Μήτρος - παλιός κυνηγάς - πετάχτηκε από τη φωτιά, κολλάει το ρυτιδωμένο πρόσωπό του στο τζάμι, μάκρυνε τ΄ αφτιά του, βάζοντας μισόκλειστες τις παλάμες κοντά τους, κι αφτιάζεται με προσοχή! Γαβ… γουβ… γαβ… γουβ… η λαγωνίκα. Ο γερο - Μητρος αναστενάζει και με το κεφάλι ακουμπισμένο στο στήθος, γυρίζει στη φωτιά μονολογώντας:
Αχ! νιάτα, νιάτα, όμορφα
και κακά στραβογεράματα.
Έφτασε το μεσημέρι!
Οι στέγες των μαγειριών καπνίζουν. Η Λενιώ, η νεοπαντρεμένη ετοιμάζει τη φασουλάδα. Η Μαργιόλα, η χήρα του Αναστάση, που έχασε στη βλαχιά, το κανακάρι της, το μονάκριβο παιδί της, το Γιώργο της, φτιάχνει την αλευρόπιτα κι όλο κλαίει, κι όλο καταριέται τη μοίρα της τη μαύρη, την ξενιτιά, που ξελόγιασε το παιδί της και για να λαφρύνει τον πόνο της ψιλοτραγουδάει:
Ανάθεμάσε ξενιτιά
Κι εσύ και τα καλά σου!
Πιότερα τα φαρμάκια σου,
Παρά το διάφορό σου!
Θέλω να τα καταραστώ
τα τρία βελαέτια,
την Πόλη, το Ξερόμερο
πύρα ναν τάχει κάψει!
Της Βουλγαριάς τα πρόβατα,
πανούκλα να τα μάσει!
Και της Βλαχιάς οι όμορφες
καμιά να μην απομείνει,
που ξεγελάνε τα παιδιά
κι αρνούνται τις μανάδες!
Μετά το μεσημέρι τα παιδιά ξεχύθηκαν στους δρόμους του χωριού. Νάτα! παίζουν χιονοπόλεμο. Στην πλατεία του χωριού έστησαν κι έναν τεράστιο χιονάνθρωπο! Του φόρεσαν ένα φέσι με μια μαύρη φούντα στο κεφάλι. Τό ΄βαλαν και μία τσιμπούκα στο στόμα και γύρω του τρέχουν, πηδούν, κυλιόνται χαρούμενα κι ευτυχισμένα.!
Τ΄ απομεσήμερο, απ΄ τις αυλές των σπιτιών και τα χαγιάτια, χαρούμενο και δυνατό, ξεχύθηκε σ όλο το χωριό, το ταακ... τούουκ... των τσεκουριών. Οι άντρες ετοιμάζουν τα καυσόξυλα, για το βράδυ. Σκίζουν δαδί για προσάναμμα.
Το απόγευμα οι δρόμοι ζωντάνεψαν για καλά! Γιόμισαν από ανθρώπους και ζωντανά.
Ο Γιάννης ο αγωγιάτης σέρνει από το καπίστρι τη «Μούργκα» του και πάει να την ποτίσει. Ο Μάνθος ο ταχυδρόμος τραβάει από το χαλινάρι τον «Ψαρή» και τραβάει στη βρύση να τον ξεδιψάσει.
Ο γελαδάρης, με το ταγάρι στον ώμο, τρέχει από σπίτι σε σπίτι, για να συμμάσει τη ρόγα του. Ο Γιώργος ο ξυλοκόπος μ’ ένα λαδερό στο χέρι τραβάει βιαστικά για το μαγαζί, γα ν΄ αγοράσει μια σταλιά λάδι.
Ο δάσκαλος τραβάει γιο το σπίτι του παπά, για να σταυρώσει καμιά κουβέντα.
Έφτασε το δειλινό! Οι άντρες τραβούν γιο τα καφενομάγαζα. Νάτοι! κάθισαν στους ξύλινους μπάγκους των μαγαζιών κι άρχισαν να σχολιάζουν τα πολιτικά γεγονότα, τα κοινοτικά προβλήματα (Το χειμώνα οι αίθουσες των μαγαζιών μετατρέπονται σε βουλή του χωριού. Το καλοκαίρι η βουλή μεταφέρεται στο Μεσοχώρι, μόλα τα συνακόλουθα).
Ύστερα, για να ζεσταθούν, που λέει ο λόγος, πρέπει να βάλουν στα σωθικά τους κάποιο θερμαντικό!
Ένας φωνάζει: «Ε μάστορα, φέρε τρία τσίπουρα εδώ». Δεύτερος:. «Ένα. πόντζι δυνατό»! Τρίτος: «Έναν γλυκύ βραστό και στη μέση κρύος». Γέλια, φωνές, κακό!
Και σαν άρχισε το χαρτοπαίγνι! Ποιος τους κρατάει! «Δέκα καλό και ξερή, φωνάζει κάποιος κι απ’ τη χαρά του χτυπάει τη γροθιά του στο τραπέζι και η τράπουλα ολόκληρη χοροπηδάει»!
«Δύο καλό και τρία πόσο κάνουν, κυρ - Γιάννη;» ρωτάει τον αντίπαλό του. «Πάρτο τυχεράκια και μην ουρλιάζεις»! Απαντάει ο αντίπαλος.
Και η δουλειά πάει κορδόνι..!
Παρόντες είναι οι κυνηγοί του χωριού! Μια τέτοια παρέα αγκαλιάζει την πυρακτωμένη, κατακόκκινη θερμάστρα και οι ιστορίες και τα κατορθώματα της ημέρας παίρνουν και δίνουν!
-Ε, Γιάννη; Εκεί κάτω, στο Προσήλι, άκουσα τη λαγωνίκα σου να κυνηγάει, υστερότερα μια τουφεκιά, μα η σκάλα σου συνέχισε το βιολί της! λέει ο Θόδωρος.
- Χμ...! ψιθύρισε ο Γιάννης, κι η γλώσσα του κόμπιασε.
- Τι χμ... είναι τούτο; Μίλα λέει ο Τάσιος.
- Να, μωρέ Τάσιο! Να κει που πατούσα τη σκανδάλη, ο άτιμος, κρύφτηκε πίσω από μία κοτρόνα!
Ένα τρανταχτό γέλιο ξεσήκωσε το μαγαζί!
-Ναι, ναι! απάντησε κάποιος άλλος: «Πλην το βόλια πήγαν πέρα!». Δευτέρωσε το ήλιο.
-Δεν είναι μονάχα αυτό! πρόσθεσε ένας τρίτος. Να ξέρατε και τι του είπε ο λαγός!
-Τι, ωρέ, του είπε; ρώτησαν μερικοί, με απορία!
Α, τι του είπε! Εκεί που έτρεχε, ο καψερός, σταμάτησε, γύρισε, τον κοίταξε περιφρονητικά, ύστερα σήκωσε το μπροστινό του ποδαράκι και του είπε βροντόφωνα:
«Να, φάε απ’ εδώ».
Τα γέλια ήταν τόσα τρανταχτά, τόσο δυνατά, που ξεσήκωσαν όλο το μαγαζί και τους θαμώνες!
Νύχτωσε για καλά! Τα μαγαζιά άρχισαν να κλείνουν. Ένας - ένας τραβάει γιο το σπίτι του, για τη φαμίλια.
Τους περιμένει ο δείπνος! Ο παππούς, ο Μιχάλης, αγόρασε από το μαγαζί λίγη σταφίδα γιο να δώσει στα δύο του εγγόνια του που τον περιμένουν με λαχτάρα.
Νάτα! Μόλις άκουσαν έξω από την πόρτα να τινάζει ο παππούς τους το χιόνι από τα παπούτσια και να χτυπάει τη μαγκούρα του, όρμησαν, προς την πόρτα, την άνοιξαν στα γλήγορα και σκαρφάλωσαν επάνου του, με το ποίημα που είχαν μάθει στο σχολείο...
Ο παππούς με την μαγκούρα
και τα άσπρα του μαλλιά,
μπαίνει πάντοτε στο σπίτι
φορτωμένος με γλυκά.
Τι δεν δίνει, Τι δεν δίνει,
του παππού η καλοσύνη
Ο παππούς τ’ αγκάλιασε, τα φίλησε, κι αφού χάιδεψε τα μαλάκια τους, έδωσε στα εγγονάκια του, μια χουφτίτσα σταφίδα. ‚Αυτά έτρεξαν στο χειμωνιάτικο οντά, για να δώσουν και στη γιαγιά τους, που τόσο πολύ την αγαπούν.
Στο τρίπατο σπίτι του Θεοφάνη η νύφη του ετοιμάζει το δείπνο. Κοντά στο τζάκι τοποθετεί το φεγγίτη με τα’ αναμμένο δαδί και ο οντάς λαμποκοπάει! Δίπλα στο τζάκι βάζει το σοφρά και πάνω του τ’ ομορφοκεντημένο γιαννιώτικο σινί. Στη μέση του σινιού εναποθέτει το ταψί με την τυρόπιττα, την κόβει σε ισόμερα τετράγωνα κομμάτια. Δεν παραλείπει να βάλει κοντά στον πεθερό της το λαΐνιτζαμπόχελο, που το είχε φέρει ο αγωγιάτης, ο Γιώργης τις προάλλες από τα Γιάννινα.
Αραδιάζονται τώρα γύρω - τριγύρω από το σοφρά σύμφωνα με την καθιερωμένη σειρά: Πρώτα τα γερόντια, ύστερα η νύφη και στο τέλος τα παιδιά. Τρώνε με βουνίσια όρεξη και το ταψί αδειάζει. Αδειάζει και το λαΐνι. Μετά το φαΐ και την ζεστασιά σειρά έχει ο ύπνος. Νάτος! Πρώτα έφτασε στα αστραφτερά ματάκια των παιδιών και σε λίγο στα κουρασμένα των παππούδων. Η νύφη ετοιμάζει, τώρα τις φλοκιαστές βελέντζες για να κοιμηθούν. Πρώτοι ξαπλώνουν οι γερόντοι, ουτ’ εκεί στο παραγώνι κοντά στο τζάκι-. Η νύφη παίρνει τα μισοκοιμισμένα παιδιά κι ανεβαίνει στο τρίτο -πάτωμα κι αποκοιμούνται.
Η νύχτα προχωράει! Απ’ τον ουράνιο θόλο και το συννεφιασμένο ουρανό αρχίζουν και πάλι κοπαδιαστές να κατεβαίνουν οι νιφάδες. Το Ζαγοροχώρι, σκαρφαλωμένο στην πλαγιά του βουνού, στην άκρη του δάσους κοιμάται τον βαθύ, ξένοιαστο χειμωνιάτικο ύπνο! Ευτυχισμένο «Παλαιό» Ζαγοροχώρι!
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο είναι του Ηλιοχωρίτη Γιώργη Καρατζιά και το είχε δημοσιεύσει η εφημερίδα "Το Ζαγόρι μας". Αντίγραφο του δημοσιεύματος μου είχε δώσει ο ίδιος σε επίσκεψή μου στο σπίτι του στο Ηλιοχώρι.
Πέρασα απλά να πω μια καλησπέρα και να ευχηθώ καλό μήνα στους αγαπητούς μου φίλους εδώ!
ΑπάντησηΔιαγραφή