Το μοναστήρι του «Γενεσίου της Θεοτόκου» του Ηλιοχωρίου, ήταν από τα παλιά χρόνια ένα από τα πιο ονομαστά και πλούσια μοναστήρια του Ζαγορίου και βρίσκεται κτισμένο πλησίον του χωριού, στην τοποθεσία «Κόμανου».
Ο ναός είναι βασιλικού ρυθμού και υπολογίζεται ότι κτίσθηκε περίπου το 1350 μ.Χ., στο σημείο που λίγο παλιότερα (το 1300 μ.Χ.) είχε ασκητέψει ο αναχωρητής Βαρλαάμ.
Σαν κτίστες του μοναστηριού αναφέρονται οι Κρήτες μοναχοί Μακάριος, Ιερώνυμος και Βλάσιος, οι οποίοι ερχόμενοι από μονή της Κρήτης διανυκτέρευσαν στη τοποθεσία «Χαΐρι». Εκεί σύμφωνα με την παράδοση οραματίσθηκαν την Παναγία που τους υπέδειξε τον συγκεκριμένο χώρο όπου και κτίσθηκε το νέο μοναστήρι.
Έναν αιώνα περίπου αργότερα, στην Τουρκοκρατούμενη πλέον Ήπειρο στο μοναστήρι του χωριού μας, εγκαθίστανται γυναίκες ιέρειες. Σε διάφορα εκκλησιαστικά έγραφα διασώζονται μερικά ονόματα των ιερειών που μόναζαν στην «Παναγία» και αυτά είναι: Ευθυμία, Κατερίνη, Καλλινίκη, Λαυρεντία, Μαγδαληνή, Ρουμάνα, Στασινή, Σωφρονία, Χρυσοφόρα, Τατιανή, Διονυσία, Θεοδούλη, Χρυσίδω, Νεράτζω και Διώχνω.
Η κατάσταση αυτή επικρατεί ως το 1694 όταν την χρονιά εκείνη το μοναστήρι μετατρέπεται σε μοναστικό χώρο ανδρών.
Το 1778 ο Κοσμάς ο Αιτωλός, περιοδεύοντας στην Ήπειρο έφθασε στο Ντομπρίνοβο όπου και λειτούργησε στο μοναστήρι της Παναγίας.
Εκείνη την εποχή, στα τέλη του 18ου αιώνα, στο χωριό μας έρχεται κι ένας Σιναΐτης μοναχός, ο Κυπριανός.
Ο μοναχός αυτός, τα κατοπινά χρόνια, έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην εξέλιξη και ανάδειξη του μοναστηριού ως ένα από τα πιο ισχυρά μοναστήρια του Ζαγορίου. Αναλαμβάνει ηγούμενος στην «Παναγία» και επί των ημερών του γίνονται πολλά έργα. Νέα κελιά καθώς και αποθηκευτικοί χώροι κτίσθηκαν, αλλάζοντας ριζικά την όψη και την μορφή του μοναστηριού.
Παράλληλα γίνεται και εμπλουτισμός του μοναστηριού με διάφορα εκκλησιαστικά αντικείμενα (εικόνες κ.α.), ενώ οι πολλές δωρεές στο μοναστήρι, του απέφεραν σημαντικό πλούτο.
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι, πριν ακόμη κτισθεί το κοινοτικό σχολείο, οι χώροι του μοναστηριού χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες στέγασης της σχολής του χωριού μας.
Το 1822, τα Σουλτανικά στρατεύματα σκοτώνουν στο νησί των Ιωαννίνων τον Αλή Πασά και στην συνέχεια εφορμούν και καταληστεύουν τα πάντα στην περιοχή. Τα πλούσια μοναστήρια και οι εκκλησίες της περιοχής είναι από τους πρώτους στόχους τους.
Η «Παναγία» του χωριού μας πέφτει και αυτή θύμα της ληστρικής επιδρομής καθώς λεηλατείται από τους Οθωμανούς στρατιώτες, ενώ θύματα κακοποίησης πέφτουν και οι μοναχοί, αφού οι προσκείμενοι στον Σουλτάνο στρατιώτες πιστεύουν ότι τους κρύβουν τους χώρους όπου φυλάσσονται τα γρόσια και τα φλουριά της εκκλησίας.
Με την πάροδο του χρόνου οι ζημιές που προκάλεσαν οι Τουρκαλβανοί στρατιώτες αποκαθίστανται και η μοναστική ζωή ξαναβρίσκει τους ρυθμούς της. Οι δωρεές που συνεχίζουν να γίνονται στο μοναστήρι το ενδυναμώνουν οικονομικά και μάλιστα στην ιδιοκτησία του τον 19ο αιώνα υπήρχε ακόμη κι ένα χάνι στην πόλη των Ιωαννίνων.
Σε απογραφή που γίνεται το 1893 το μοναστήρι της Παναγίας του Ηλιοχωρίου φέρεται να έχει στην ιδιοκτησία του, 9 χωράφια έκτασης 29 στρεμμάτων, 2 αμπέλια έκτασης 3 ½ στρ, 2 τριφυλοχώραφα έκτασης 3 ? στρ., 2 μύλους καθώς και μια νεροτριβή.
Περί το 1890 ο Ηπειρώτης λόγιος Κώστας Κρυστάλλης αρθρογραφώντας σε εφημερίδα της εποχής, καταγράφει τους Βλάχους της Πίνδου. Στο άρθρο του για τους Βλάχους του Ζαγορίου αναφέρει και το μοναστήρι του Ηλιοχωρίου, δίνοντας μας και κάποια ιστορικά στοιχεία. Ο Συρακιώτης λογοτέχνης γράφει χαρακτηριστικά: «Άξια λόγου είναι και η αρχαία μονή του Δοβρινόβου, εν ης μέχρι του 1694 εμόναζον ιέρειαι, ανακαινισθείσα επί των ημερών του Αλή πασά και διαταγή αυτού εις ενοριακήν εκκλησία μεταβληθείσα».
Τον 20ο αιώνα το μοναστήρι ακολουθεί παράλληλη τύχη με αυτήν του χωριού μας.
Σταδιακά ερημώνεται και εγκαταλείπεται ακόμη και από τους μοναχούς του.
Το νεκροταφείο του χωριού μας, που για χρόνια βρισκόταν στην «Παναγία», μεταφέρεται πλέον μέσα στο χωριό, στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.
Οι μύλοι, η νεροτριβή αλλά και όλοι οι εξωτερικοί χώροι του μοναστηριού πέφτουν καθώς οι ελάχιστοι κάτοικοι που απέμειναν στο χωριό δεν μπορούν να τους συντηρήσουν.
Ο μόνος εξωτερικός χώρος που απέμεινε ως τις μέρες μας, για να μας θυμίζει πως άλλοτε στο χωριό μας υπήρχε ένα κραταιό μοναστήρι, είναι ένα από τα κελιά (ή για ορισμένους αποθηκευτικός χώρος) των μοναχών.
Πρόκειται για ένα πέτρινο δημιούργημα με διαστάσεις περίπου, 8 μ. μήκος. 5 μ. πλάτος και 2,5μ. ύψος. Στον τοίχο του διακρίνονται εσοχές που πιθανότατα χρησιμοποιούνταν ως ντουλάπια από τους κατοίκους του.
Και αυτό όμως, στις μέρες μας, κινδυνεύει άμεσα με κατάρρευση, αφού ένα τμήμα της οροφής έχει πέσει και κάθε χρόνο το άνοιγμα μεγαλώνει όλο και περισσότερο.
Ο ναός είναι βασιλικού ρυθμού και υπολογίζεται ότι κτίσθηκε περίπου το 1350 μ.Χ., στο σημείο που λίγο παλιότερα (το 1300 μ.Χ.) είχε ασκητέψει ο αναχωρητής Βαρλαάμ.
Σαν κτίστες του μοναστηριού αναφέρονται οι Κρήτες μοναχοί Μακάριος, Ιερώνυμος και Βλάσιος, οι οποίοι ερχόμενοι από μονή της Κρήτης διανυκτέρευσαν στη τοποθεσία «Χαΐρι». Εκεί σύμφωνα με την παράδοση οραματίσθηκαν την Παναγία που τους υπέδειξε τον συγκεκριμένο χώρο όπου και κτίσθηκε το νέο μοναστήρι.
Έναν αιώνα περίπου αργότερα, στην Τουρκοκρατούμενη πλέον Ήπειρο στο μοναστήρι του χωριού μας, εγκαθίστανται γυναίκες ιέρειες. Σε διάφορα εκκλησιαστικά έγραφα διασώζονται μερικά ονόματα των ιερειών που μόναζαν στην «Παναγία» και αυτά είναι: Ευθυμία, Κατερίνη, Καλλινίκη, Λαυρεντία, Μαγδαληνή, Ρουμάνα, Στασινή, Σωφρονία, Χρυσοφόρα, Τατιανή, Διονυσία, Θεοδούλη, Χρυσίδω, Νεράτζω και Διώχνω.
Η κατάσταση αυτή επικρατεί ως το 1694 όταν την χρονιά εκείνη το μοναστήρι μετατρέπεται σε μοναστικό χώρο ανδρών.
Το 1778 ο Κοσμάς ο Αιτωλός, περιοδεύοντας στην Ήπειρο έφθασε στο Ντομπρίνοβο όπου και λειτούργησε στο μοναστήρι της Παναγίας.
Εκείνη την εποχή, στα τέλη του 18ου αιώνα, στο χωριό μας έρχεται κι ένας Σιναΐτης μοναχός, ο Κυπριανός.
Ο μοναχός αυτός, τα κατοπινά χρόνια, έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην εξέλιξη και ανάδειξη του μοναστηριού ως ένα από τα πιο ισχυρά μοναστήρια του Ζαγορίου. Αναλαμβάνει ηγούμενος στην «Παναγία» και επί των ημερών του γίνονται πολλά έργα. Νέα κελιά καθώς και αποθηκευτικοί χώροι κτίσθηκαν, αλλάζοντας ριζικά την όψη και την μορφή του μοναστηριού.
Παράλληλα γίνεται και εμπλουτισμός του μοναστηριού με διάφορα εκκλησιαστικά αντικείμενα (εικόνες κ.α.), ενώ οι πολλές δωρεές στο μοναστήρι, του απέφεραν σημαντικό πλούτο.
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι, πριν ακόμη κτισθεί το κοινοτικό σχολείο, οι χώροι του μοναστηριού χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες στέγασης της σχολής του χωριού μας.
Το 1822, τα Σουλτανικά στρατεύματα σκοτώνουν στο νησί των Ιωαννίνων τον Αλή Πασά και στην συνέχεια εφορμούν και καταληστεύουν τα πάντα στην περιοχή. Τα πλούσια μοναστήρια και οι εκκλησίες της περιοχής είναι από τους πρώτους στόχους τους.
Η «Παναγία» του χωριού μας πέφτει και αυτή θύμα της ληστρικής επιδρομής καθώς λεηλατείται από τους Οθωμανούς στρατιώτες, ενώ θύματα κακοποίησης πέφτουν και οι μοναχοί, αφού οι προσκείμενοι στον Σουλτάνο στρατιώτες πιστεύουν ότι τους κρύβουν τους χώρους όπου φυλάσσονται τα γρόσια και τα φλουριά της εκκλησίας.
Με την πάροδο του χρόνου οι ζημιές που προκάλεσαν οι Τουρκαλβανοί στρατιώτες αποκαθίστανται και η μοναστική ζωή ξαναβρίσκει τους ρυθμούς της. Οι δωρεές που συνεχίζουν να γίνονται στο μοναστήρι το ενδυναμώνουν οικονομικά και μάλιστα στην ιδιοκτησία του τον 19ο αιώνα υπήρχε ακόμη κι ένα χάνι στην πόλη των Ιωαννίνων.
Σε απογραφή που γίνεται το 1893 το μοναστήρι της Παναγίας του Ηλιοχωρίου φέρεται να έχει στην ιδιοκτησία του, 9 χωράφια έκτασης 29 στρεμμάτων, 2 αμπέλια έκτασης 3 ½ στρ, 2 τριφυλοχώραφα έκτασης 3 ? στρ., 2 μύλους καθώς και μια νεροτριβή.
Περί το 1890 ο Ηπειρώτης λόγιος Κώστας Κρυστάλλης αρθρογραφώντας σε εφημερίδα της εποχής, καταγράφει τους Βλάχους της Πίνδου. Στο άρθρο του για τους Βλάχους του Ζαγορίου αναφέρει και το μοναστήρι του Ηλιοχωρίου, δίνοντας μας και κάποια ιστορικά στοιχεία. Ο Συρακιώτης λογοτέχνης γράφει χαρακτηριστικά: «Άξια λόγου είναι και η αρχαία μονή του Δοβρινόβου, εν ης μέχρι του 1694 εμόναζον ιέρειαι, ανακαινισθείσα επί των ημερών του Αλή πασά και διαταγή αυτού εις ενοριακήν εκκλησία μεταβληθείσα».
Τον 20ο αιώνα το μοναστήρι ακολουθεί παράλληλη τύχη με αυτήν του χωριού μας.
Σταδιακά ερημώνεται και εγκαταλείπεται ακόμη και από τους μοναχούς του.
Το νεκροταφείο του χωριού μας, που για χρόνια βρισκόταν στην «Παναγία», μεταφέρεται πλέον μέσα στο χωριό, στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.
Οι μύλοι, η νεροτριβή αλλά και όλοι οι εξωτερικοί χώροι του μοναστηριού πέφτουν καθώς οι ελάχιστοι κάτοικοι που απέμειναν στο χωριό δεν μπορούν να τους συντηρήσουν.
Ο μόνος εξωτερικός χώρος που απέμεινε ως τις μέρες μας, για να μας θυμίζει πως άλλοτε στο χωριό μας υπήρχε ένα κραταιό μοναστήρι, είναι ένα από τα κελιά (ή για ορισμένους αποθηκευτικός χώρος) των μοναχών.
Πρόκειται για ένα πέτρινο δημιούργημα με διαστάσεις περίπου, 8 μ. μήκος. 5 μ. πλάτος και 2,5μ. ύψος. Στον τοίχο του διακρίνονται εσοχές που πιθανότατα χρησιμοποιούνταν ως ντουλάπια από τους κατοίκους του.
Και αυτό όμως, στις μέρες μας, κινδυνεύει άμεσα με κατάρρευση, αφού ένα τμήμα της οροφής έχει πέσει και κάθε χρόνο το άνοιγμα μεγαλώνει όλο και περισσότερο.
Καλύτερη τύχη φαίνεται πως έχει μόνο ο κυρίως ναός του μοναστηριού, που όμως κι αυτός τα περασμένα χρόνια κινδύνευσε από κατάρρευση.
Στην εκκλησία της Παναγίας, (που γλύτωσε από το καταστροφικό πέρασμα από το χωριό μας των Ναζί τον Οκτώβριο του 1943), με τον χρόνο δημιουργήθηκαν σημαντικές φθορές και η απειλή της ολοκληρωτικής καταστροφής της ήταν άμεση.
Με πολλές δυσκολίες οι συχωριανοί μας (η οργανωμένη πολιτεία και οι εκκλησιαστικοί φορείς, κατά την πάγια τακτική τους, αδιαφόρησαν για την συντήρηση και την διάσωση της ιστορικής μας κληρονομιάς) κατάφεραν να συγκεντρώσουν την δεκαετία του 1990 ορισμένα χρήματα και μπόρεσαν να σώσουν την εκκλησία.
Τα χρήματα δαπανήθηκαν για έργα συντήρησης και η εκκλησία σώθηκε αν και για να γίνει αυτό ένα τμήμα της κόπηκε.
Ο «γυναικωνίτης» του ναού ήταν δύσκολο να σωθεί και μαζί του παράσερνε και το υπόλοιπο κτίριο σε κατάρρευση. Έτσι ο ναός χρειάσθηκε να χάσει ένα τμήμα του, για να καταφέρει ο υπόλοιπος να διασωθεί.
Οι καταστροφές όμως στην εκκλησία δεν σταμάτησαν και συνεχίζονται ως τις μέρες μας.
Την άνοιξη του 2009, την ημέρα της Μεγάλης Δευτέρας, ο ναός της Παναγίας (όπως και αυτός του Αγίου Νικολάου) βρέθηκε παραβιασμένος. Οι ιερόσυλοι εισβολείς κυριολεκτικά λεηλάτησαν και άδειασαν το μοναστήρι.
Πήραν από το τέμπλο έξι δεσποτικές εικόνες διαστάσεως 0.95 Χ 0.63 μ. (Χριστός, Θεοτόκος, Ιωάννης ο Πρόδρομος, Γενέσιο Θεοτόκου, Άγιος Γεώργιος, Άγιος Δημήτριος), έξι μικρότερες εικόνες με ανάλογα θέματα που υπήρχαν μπροστά από το τέμπλο (διαστάσεων 0.25 Χ 0.20 μ.), την εικόνα του Δεσποτικού Θρόνου καθώς και την λειψανοθήκη των οστών του μοναχού Κυπριανού, διαστάσεων 0.25 Χ 0.20 μ.
Δυστυχώς η αδράνεια και η αδιαφορία των αρμοδίων πολιτειακών και εκκλησιαστικών φορέων, για την προστασία των πολιτιστικών μνημείων της περιοχής καθώς και ερήμωση της υπαίθρου, έχουν μετατρέψει τα μοναστήρια και τις εκκλησιές των χωριών μας σε εύκολη λεία για τους αδίστακτους ιερόσυλους, που δεν κλέβουν μόνο πολύτιμα αντικείμενα αλλά ουσιαστικά σβήνουν την ιστορία και τον πολιτισμό της περιοχής μας.
ΠΗΓΗ: iliochori.eu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου