«Βα νου τζιουκόμ φίτσιε»
Ένα από τα πιο αγαπημένα παιγνίδια των παιδιών στο Ηλιοχώρι τα παλιότερα χρόνια ήταν τα λεγόμενα «φίτσιε».
Πρόκειται για ένα ομαδικό παιγνίδι που οι πιτσιρικάδες του χωριού μας έπαιζαν συνέχεια.
Απαιτούσε από τους παίκτες αρχικά να έχουν καλό σημάδι και ταχύτητα ενώ στην συνεχεία του παιγνιδιού καλούνταν να επιδείξουν μεταξύ τους πνεύμα συνεργασίας.
Πως παιζόταν το παιγνίδι….
Το μόνο που χρειαζόταν για να ξεκινήσει το παιγνίδι ήταν λίγες μικρές πέτρινες πλάκες.
Κάθε παιδί – παίκτης διάλεγε μια από αυτές (που ονομαζόταν «κουμάδα») την οποία και θα χρησιμοποιούσε στο παιγνίδι, ενώ σε κάποιο σημείο «στηνόταν» 7-8 άλλες πλάκες οι οποίες και θα αποτελούσαν τον αρχικό στόχο των παιδιών.
Χαρασσόταν μια γραμμή σε απόσταση από τις στημένες πλάκες και από εκεί γινόταν οι ρίξεις.
Από την ομάδα των παιδιών ξεχώριζε ένα παιδί το οποίο και θα ξεκινούσε να τα «φυλάει».
Ο τρόπος που αυτός επιλεγόταν γινόταν ως εξής: Από το σημείο που ήταν στημένες οι πλάκες και με στόχο την γραμμή τα παιδιά έριχναν τις πέτρες τους.
Ο κάτοχος της πέτρας που σταματούσε πιο μακριά από την γραμμή ήταν ο άτυχος και καλούνταν να τα «φυλάξει».
Τα παιδιά έπαιρναν σειρά και προσπαθούσαν με τις ρίψεις τους πίσω από την γραμμή να γκρεμίσουν τις στημένες πλάκες ενώ κάποια στιγμή όφειλαν να ξαναπάρουν πίσω την «κουμάδα» τους.
Αυτό έπρεπε να γίνει χωρίς να καταφέρει αυτός που τα «φυλούσε» να τους ακουμπήσει.
Η κατάλληλη στιγμή που τα παιδιά θα προσπαθούσαν να ξαναπάρουν πίσω τις πλάκες τους ήταν όταν κάποιο από αυτά θα πετύχαινε τον στόχο.
Τότε αυτός που τα «φυλούσε» έπρεπε πρώτα να στήσει τις πλάκες και μετά να προσπαθήσει να πιάσει κάποιο παιδί που θα έπαιρνε την σειρά του.
Κάποιες φορές ανάμεσα στις στημένες πλάκες και στην γραμμή ρίψης χαρασσόταν μια νέα γραμμή, που απ’ αυτή έως και τις πλάκες ήταν το όριο που έπρεπε να ο «φύλακας» να κυνηγήσει και να πιάσει κάποιο παιδί.
Το όριο αυτό άλλες φορές οριζόταν και προφορικώς.
Αν η σειρά των ρίψεων ολοκληρωνόταν χωρίς κάποιος να πετύχει τον στόχο, τότε τα παιδιά επιχειρούσαν με συντονισμένες προσπάθειες να πάρουν πίσω τις «κουμάδες» τους.
Έστω και αν ένας από αυτούς τα κατάφερνε, τότε μπορούσε να ξαναρίξει και ανάλογα με το τι θα έκανε συνεχιζόταν το παιγνίδι.
Αν πετύχαινε τον στόχο τότε πιο πολλά παιδιά είχαν πιθανότητες να αποκτήσουν πίσω τις «κουμάδες» τους και να συνέχιζαν έτσι τις ρίψεις τους.
Αν όμως δεν τα κατάφερνε τότε ξαναπροσπαθούσαν όλοι μαζί με τις κινήσεις τους να μπερδέψουν το παιδί που τα φυλούσε, ώστε κάποιος παίκτης να καταφέρει να πάρει πίσω την πέτρα του και να ξαναπροσπαθήσει να πετύχει τον στόχο.
Φυσικά αν κάποιος στεκόταν άτυχος και το παιδί που τα φύλαγε τον ακουμπούσε, τότε το παιγνίδι σταματούσε και έπαιρνε αυτός την θέση ως φύλακας των πλακών.
ΠΗΓΗ: iliochori.eu
Ένα από τα πιο αγαπημένα παιγνίδια των παιδιών στο Ηλιοχώρι τα παλιότερα χρόνια ήταν τα λεγόμενα «φίτσιε».
Πρόκειται για ένα ομαδικό παιγνίδι που οι πιτσιρικάδες του χωριού μας έπαιζαν συνέχεια.
Απαιτούσε από τους παίκτες αρχικά να έχουν καλό σημάδι και ταχύτητα ενώ στην συνεχεία του παιγνιδιού καλούνταν να επιδείξουν μεταξύ τους πνεύμα συνεργασίας.
Πως παιζόταν το παιγνίδι….
Το μόνο που χρειαζόταν για να ξεκινήσει το παιγνίδι ήταν λίγες μικρές πέτρινες πλάκες.
Κάθε παιδί – παίκτης διάλεγε μια από αυτές (που ονομαζόταν «κουμάδα») την οποία και θα χρησιμοποιούσε στο παιγνίδι, ενώ σε κάποιο σημείο «στηνόταν» 7-8 άλλες πλάκες οι οποίες και θα αποτελούσαν τον αρχικό στόχο των παιδιών.
Χαρασσόταν μια γραμμή σε απόσταση από τις στημένες πλάκες και από εκεί γινόταν οι ρίξεις.
Από την ομάδα των παιδιών ξεχώριζε ένα παιδί το οποίο και θα ξεκινούσε να τα «φυλάει».
Ο τρόπος που αυτός επιλεγόταν γινόταν ως εξής: Από το σημείο που ήταν στημένες οι πλάκες και με στόχο την γραμμή τα παιδιά έριχναν τις πέτρες τους.
Ο κάτοχος της πέτρας που σταματούσε πιο μακριά από την γραμμή ήταν ο άτυχος και καλούνταν να τα «φυλάξει».
Τα παιδιά έπαιρναν σειρά και προσπαθούσαν με τις ρίψεις τους πίσω από την γραμμή να γκρεμίσουν τις στημένες πλάκες ενώ κάποια στιγμή όφειλαν να ξαναπάρουν πίσω την «κουμάδα» τους.
Αυτό έπρεπε να γίνει χωρίς να καταφέρει αυτός που τα «φυλούσε» να τους ακουμπήσει.
Η κατάλληλη στιγμή που τα παιδιά θα προσπαθούσαν να ξαναπάρουν πίσω τις πλάκες τους ήταν όταν κάποιο από αυτά θα πετύχαινε τον στόχο.
Τότε αυτός που τα «φυλούσε» έπρεπε πρώτα να στήσει τις πλάκες και μετά να προσπαθήσει να πιάσει κάποιο παιδί που θα έπαιρνε την σειρά του.
Κάποιες φορές ανάμεσα στις στημένες πλάκες και στην γραμμή ρίψης χαρασσόταν μια νέα γραμμή, που απ’ αυτή έως και τις πλάκες ήταν το όριο που έπρεπε να ο «φύλακας» να κυνηγήσει και να πιάσει κάποιο παιδί.
Το όριο αυτό άλλες φορές οριζόταν και προφορικώς.
Αν η σειρά των ρίψεων ολοκληρωνόταν χωρίς κάποιος να πετύχει τον στόχο, τότε τα παιδιά επιχειρούσαν με συντονισμένες προσπάθειες να πάρουν πίσω τις «κουμάδες» τους.
Έστω και αν ένας από αυτούς τα κατάφερνε, τότε μπορούσε να ξαναρίξει και ανάλογα με το τι θα έκανε συνεχιζόταν το παιγνίδι.
Αν πετύχαινε τον στόχο τότε πιο πολλά παιδιά είχαν πιθανότητες να αποκτήσουν πίσω τις «κουμάδες» τους και να συνέχιζαν έτσι τις ρίψεις τους.
Αν όμως δεν τα κατάφερνε τότε ξαναπροσπαθούσαν όλοι μαζί με τις κινήσεις τους να μπερδέψουν το παιδί που τα φυλούσε, ώστε κάποιος παίκτης να καταφέρει να πάρει πίσω την πέτρα του και να ξαναπροσπαθήσει να πετύχει τον στόχο.
Φυσικά αν κάποιος στεκόταν άτυχος και το παιδί που τα φύλαγε τον ακουμπούσε, τότε το παιγνίδι σταματούσε και έπαιρνε αυτός την θέση ως φύλακας των πλακών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου