ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΕΙΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ΣΤΟ:

iliochori@gmail.com


30 Σεπ 2010

Το ποίημα του Γιώργη Καρατζιά με τίτλο το "Το χωριό μου"

Το ποίημα του αείμνηστου Γιώργη Καρατζιά, από το Ηλιοχώρι Ζαγορίου, με τίτλο "Το Χωριό μου", γράφτηκε στην Τασκένδη το 1971 και δημοσιεύθηκε μετά τον επαναπατρισμό του, στην εφημερίδα "Το Ζαγόρι μας". 
Φωτοαντίγραφο της δημοσίευσης αυτής μου είχε δώσει ο ίδιος, όταν τον επισκέφθηκα πριν χρόνια, όταν ακόμη ζούσε, στο σπίτι του στο Ηλιοχώρι.
Ο ίδιος, σε "Υστερόγραφό" του, που υπάρχει στη σχετική δημοσίευση με το ποίημα, γράφει: "Επαναπατρίστηκα το 1977 κι όντως γιόρτασα τα πιστρόφια μου στην χορταριασμένη του σπιτιού μ' αυλή, μια που οι ορδές του Χίτλερ το 1943 έκαψαν το σπίτι μου κι από τους δικούς μου δεν είχε απομείνει κανείς".
Μέσα από το ποίημα αυτό βλέπουμε τον πόνο του ξενητεμένου ηπειρώτη και την μεγάλη λαχτάρα του, για την επιστροφή στην πατρική του γή. Στη γη που έζησε τα παιδικά του χρόνια, απο τα οποία οι εικόνες και οι αναμνήσεις παραμένουν ανεξίτηλες στο διάβα της ζωής του καθενός.

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ
 
Στη δροσερή του Προύμπου την πλαγιά μικρό χωριό σκαλώνει.
Και μέχρι τον Κόνγκορο και την Σουνχώρα κατ’ απλώνει.
Δυο ρέματα με πάθος τ’ αγκαλιάζουν και το ζώνουν,
κι ο Λάγιστος με τη Γκαβρίλα, αχ! Πως το καμαρώνουν!

Απ’ της Λάϊστας το βουνό ο ήλιος το πρωί το λούζει, το ζεσταίνει.
Κι ολημερίς ο αγέρας το χαϊδεύει το δροσίζει.
Το δείλι ο ίσκιος του Παπίγκου το νανουρίζει
κι ο γκιώνης αχ! Με τι στοργή τ’ αποκοιμίζει!

Ο κούκος, απ’ του γεροπεύκου το ξερό κλαρί ,
την Άνοιξη, κάθε πρωί, με τι χαρά την προμηνεί!
Απ’ το ρέμα το βαθύ, τ’ αηδόνι, αχ! Πως τη διαλαλεί!
Κι ο κότσυφας τι γλέντι κάνει εκεί ψηλά στη λεύκα, στη δρύ!

Σε τούτο του ήλιου τ’ όμορφο, μικρό καλό χωριό,
πρωτόειδα  ΄γώ το θαυμαστό κόσμο, το λαμπρό!
Στον Πισιώτη έπαιζα με τ’ άλλα του χωριού παιδιά,
απ’ το πουρνό και στον Κόγκουρο ως το βαθύ το δειλινό!

Στο ταπεινό κι αγαπημένο μικρό πετρόκτιστο σχολειό,
πρωτάκουσα το γλυκόλαλο δάσκαλο του χωριού μ’ εγώ,
τη σοφία να ιστορεί και τη δόξα των αρχαίων προγόνων,
καθώς και την παληκαριά του Εικοσιένα μας ηρώων.

Ξάπλωσα με μπιστικούς φίλους καλούς και γκαρδιακούς,
κατ’ απ’ του Γκουλαλιάρου τις πανήψηλες βαλανιδιές.
Τη βουή του πεύκου της Ορτζίστας άκουσα και της οξιάς.
Κάθισα στον ίσκιο του Γεροπλάτανου και της λυγόβεργης Μεσοχαριτίνης ιτιάς

Σκαρφάλωσα του Πάπιγκου τα κακοτράχαλα, κοφτερά τσουγκάρια.
Της Τσούκας τα γούπατα πέρασα και τις βαθύσκιωτες πλαγιές.
Έσχισα άφοβα τα λογγάρια της Κούτσιομπας και τα ρουμάνια.
Του Μπόρου ανέβηκα τις πανήψηλες πευκοσκέπαστες πλαγιές.

Στο σούρουπο, άκουσα στη Γκινιάσα τα ουρλιαχτά του λύκου.
Στο Γυφτόκαμπο με τρόμαξε της αρκούδας τ’ άγριο μουγκρητό!
Το σφύριγμα με ξάφνιασε του περήφανου άγριου τράγου,
απ’ το κοφτερό τσουγκάρι του Κόρμπου, το ψηλό!

Γεύτηκα απ’ της Γηστέρας τη βουνίσια ολόδροση πηγή,
κρυστάλλινο, αθάνατο, παρθενικό νερό!
Απ’ του Φάγκου και της Σιώνζας τη δροσερή πηγή,
πόσο άφθονο ήπια γάργαρο, δροσερό νερό!

Του ψαρά δοκίμασα τη χαρά και τη λαχτάρα,
στο κελαρυστό του Ρουρ-Ράτσε πεντακάθαρο νερό!
Στην ποταμιά τουφέκισα την Πινδιώτικη αρκούδα,
με το φεγγάρι ολόγιομο κατάκορφα στον ουρανό!

ΚΙ έφυγα και περπάτησα του κόσμου τα στενορύμια.
Νυχτοπερπάτησα στράτες δύσκολες και σκοτεινές.
Δρασκέλισα τετράψηλα βουνά, κάμπους και λαγκάδια,
πέρασα πελάγια απέραντα και θάλασσες πλατιές.

Σε κάστρα κλείστηκα του Μεσαίωνα στη Δύση.
Είδα πόλεις βουερές, πρωτεύουσες μεγάλες ξακουστές.
Στην Αλεξάνδρεια έφτασα του Μέγα την Εσχάτη!
Άκουσα του κόσμου τις γλώσσες και ντοπιολαλιές!

Όπου κι αν πήγα, στη Δύση και πέρα στην Ανατολή,
η ρίζα μ’ γερά πάντα ήταν μπιγμένη στη γή την Πατρική.
Και προσμένω, τώρα, με λαχτάρα την ευλογημένη ώρα, την καλή,
τα πιστρόφια να γιορτάσω στη χορταριασμένη του σπιτιού μ’ αυλή!

Τασκένδη 1971
Γιώργης Καρατζιάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου